Λογοτεχνικά Κείμενα στην *ΑΥΓΗ* Πύργου από τις θαυμάσιες *Μικρές Ιστορίες* του Κώστα Ι. Περδίκη
Απο τα υπέροχα μικρά κείμενα του Ηλείου συγγραφέα Κώστα Ι. Περδίκη που σκιαγραφούν ανεπανάληπτες εποχές με ωραία λογοτεχνική γραφή
Τα μανουσάκια
Αχ, εκείνα τα μανουσάκια[1].
Τι άρωμα, τι χρώμα, τι φρεσκάδα. Από τα μέσα του χειμώνα μέχρι τις αρχές της άνοιξης, ανθίζανε στα βαλτόνερα, γύρω από τη λίμνη. Πέντε-έξι μικρά φτωχόπαιδα, που όλη τη χρονιά τη βγάζανε ξυπόλητα και μόνο τις γιορτές βλέπανε τα πόδια τους γαλότσες, τα έκοβαν, τα έκαναν ματσάκια και τα έφερναν στην αγορά για να τα πουλήσουν.
Ήσαν παιδιά από πολύτεκνες οικογένειες που ζούσαν στις χαμοκέλες[2], που οι πατεράδες τους όπως-όπως είχαν φτιάξει κοντά στη λίμνη, εκεί που άρχιζε το δάσος. Κράταγαν τα ματσάκια κάτω από τις μασχάλες τους και οι χυμοί από τα φρεσκοκομμένα κοτσάνια στάζανε ακόμη, λαμπιρίζοντας στον ήλιο, σαν μικρά διαμάντια.
Στην πόλη, τα πιο πολλά σπίτια είχαν στα μπαλκόνια τους γλάστρες με όλων των ειδών τα λουλούδια, αλλά και οι μικροί κήποι δεν πήγαιναν πίσω. Όμως εκείνα τα μανουσάκια ήσαν το κάτι άλλο. Τα χαιρόμαστε μόνο μια φορά τον χρόνο και για όσες μέρες άντεχαν να μείνουν φρέσκα μέσα στα βάζα. Ο ερχομός τους έφερνε μαζί την προσμονή της άνοιξης και την αισιοδοξία για το άνοιγμα του καιρού.
Η δυσκολία να πας και να τα βρεις εκεί που φύτρωναν, μακριά από την πόλη, τα έκανε ακόμη πιο περιζήτητα. Δοκίμασα να φυτέψω στον κήπο μας έναν βολβό από «άγριο» μανουσάκι. Φύτρωσε, ψήλωσε και όταν ήλθε ο χειμώνας έβγαλε το πρώτο του λουλούδι. Είχε το ίδιο όμορφο χρώμα, την ίδια φρεσκάδα, αλλά το άρωμά του δεν ήταν όπως εκείνων, που ’φερναν και πουλούσαν τα παιδάκια…
Καθώς πηγαίναμε προς το καλοκαίρι, οι ίδιοι εκείνοι μπόμπιρες εμπορεύονταν και άλλα προϊόντα. Μετά από τα μανουσάκια, είχαν σειρά οι μικρές αγριαγκινάρες. Τις έφερναν βρασμένες και αλατισμένες, μέσα στις κανίστρες. Ακόμη έχω στο στόμα μου τη γλύκα τους …
Ακολουθούσαν τα ασπρουδερά μικρούλικα σαλίγκια[3]. Τα μάζευαν από τους λιγοστούς θάμνους, που φύτρωναν στους αμμόλοφους της παραλίας μας. Τα μέτραγαν με το κρασοπότηρο και ήταν ιδανικός μεζές, βρασμένα με αλάτι και ρίγανη, για όσους έπιναν το ούζο ή το κρασί τους στα καφενεία και στις μικρές ταβέρνες.
Τελευταία ήσαν τα καβουρντισμένα και αλατισμένα μύγδαλα. Τα πουλούσαν μέσα σε χωνάκια, φτιαγμένα από χαρτί εφημερίδας. Οι επισκέπτες της πόλης μας, οι λουόμενοι, τα ’βρισκαν πολύ νόστιμα, όπως άλλωστε κι εμείς τα παιδιά, τακτικοί θεατές, τότε, του θερινού μας σινεμά. Σπεύδαμε να τα αγοράσουμε από τους μικρούς εμπόρους που μπούκαραν μέσα, μόλις ο Βαγγέλης, ο μηχανικός, έκανε διάλειμμα και άναβε τα φώτα…
(Από το βιβλίο του Κώστα Ι. Περδίκη “Μικρές Ιστορίες”, 2016 εκδ. Οροπέδιο)
[1] μανουσάκι = κοινή ονομασία του φυτού Νάρκισσος
[2] χαμοκέλα = ισόγειο φτωχόσπιτο, καλύβα
[3] σαλίγκι = σαλιγκάρι