Η συγγραφέας λογοτέχνιδα Λίτσα Δημητροπούλου γράφει για το ρόλο των διανοουμένων
Οι «Κούφιοι άνθρωποι» του Τ. Σ. Έλιοτ και ο ρόλος των διανοουμένων
Γράφει η συμπτριώτισσα συγγραφέας Καλλιόπη Δημητροπούλου
«Είμαστε οι κούφιοι άνθρωποι,
οι βαλσαμωμένοι άνθρωποι…
Αυτή είναι η νεκρή χώρα
αυτή είναι του κάκτου η χώρα,
εδώ τα πέτρινα είδωλα σηκώνονται,
εδώ λαμβάνουν την ικεσία ενός χεριού νεκρού ανθρώπου
κάτω από το σπίθισμα σβησμένου άστρου…»
(Απόσπασμα από το ποίημα «Οι Κούφιοι Άνθρωποι», Τ. Σ. Έλιοτ, «Άπαντα ποιήματα», εκδ. Κέδρος)
Ο όρος διανοούμενος, όπως δηλώνει η λέξη, σημαίνει τον άνθρωπο που διανοείται, τον άνθρωπο που στοχάζεται, που επεξεργάζεται, μελετά και φιλτράρει τα πράγματα μέσα από την δική του διάνοια. Δεν συμβιβάζεται με την πεπατημένη, με τα καθιερωμένα και τους κανόνες της συμβατικής ηθικής. Τον χαρακτηρίζει ο κριτικός λόγος και η σθεναρή αντίσταση απέναντι στα ευτελή, στις παθογένειες και την αφιλτράριστη «τροφή» της μάζας.
Οι σπουδαίοι πνευματικοί άνθρωποι απασχολούν διαχρονικά με τις ιδέες τους και το έργο τους. Απασχολούν με τον στοχασμό και τον κριτικό και παρεμβατικό λόγο τους. Δεν είναι οι ειδήμονες και οι παντογνώστες και δεν διεκδικούν τέτοιους ρόλους.
Ο πνευματικός άνθρωπος απέχει πολύ από τον σύγχρονο άνθρωπο της στείρας εξειδίκευσης και του αμείλικτου καταναλωτισμού, αντιστέκεται στις επιταγές του άκρατου υλισμού και της καταναλωτικής προπαγάνδας. Είναι φορέας της ουσιαστικής κουλτούρας, αγναντεύει το κοινωνικό γίγνεσθαι με τρίτο μάτι, διαμαρτύρεται, επαναστατεί και παράγει πολιτισμό. Τον απασχολεί το παρόν και αναμετράται με τις παθογένειες της κοινωνικής ζωής. Είναι ο φευγάτος ασκητής του παρόντος.
Στο διάσημο και διαχρονικό ποίημα με τον τίτλο «Κούφιοι άνθρωποι», που γράφτηκε το 1925, ο Έλιοτ καταγράφει τον θάνατο της Ευρωπαϊκής κουλτούρας και την κυριαρχία της υλιστικής κουλτούρας και της απάθειας των ανθρώπων μπροστά στα ηθικά προβλήματα. «Κούφιοι άνθρωποι». Έτσι τους βάφτισε ο Έλιοτ στο διάσημο ποίημά του. Ο Χριστός τους ονόμαζε «χλιαρούς».
Είναι εκείνοι οι άοσμοι άνθρωποι που, ενώ έχουν φωνή, την καταπίνουν, ενώ έχουν πένα κοφτερή δεν μιλούν, δεν παίρνουν θέση, δεν αντιδρούν. Άβουλοι και μοιραίοι, όπως θα έλεγε κι ο Βάρναλης, μπροστά στα προσωπικά, κοινωνικά και ηθικά προβλήματα. Δεν αντιδρούν, ανέχονται, βολεύονται, δε παίρνουν θέση. Όχι γιατί δεν έχουν, αλλά από φόβο στο ευθύβολο και από υποταγή στο σύνηθες. Στερούν σε τόλμη και ελευθερία. Στερούν σε συλλογική συνείδηση. Ούτε στην κόλαση ούτε στον παράδεισο. Ούτε με το βουνό ούτε με τη θάλασσα. Ούτε και με τον εαυτό τους. Μόνο με ανίερες συμβάσεις και παθητικές προσαρμογές. Πειθήνια όργανα της σιωπής, πάντα με την ουρά απέξω, φερέφωνα της ανοχής και της ενοχής. Εραστές της διασκέδασης και όχι της ψυχαγωγίας, της επιβίωσης και ουχί της ζωής.
Σουλούπι κι αυτό!
Χτυπούν, τρυπούν συνείδηση
οι τελευταίοι στίχοι του ποιήματος του Τ. Σ. Έλιοτ, μεταφρασμένοι από τον Νομπελίστα Γ. Σεφέρη:
«Έτσι τελειώνει ο κόσμος.
Έτσι τελειώνει ο κόσμος
Έτσι τελειώνει ο κόσμος
Όχι με έναν β ρ ό ν τ ο
μα μ’ ένα λ υ γ μ ό».
Έτσι τελειώνει ο κόσμος, με έναν λυγμό μες στην ανίατη σιωπή, θα προσθέταμε, γιατί
«Κύριο Κουρτς- πέθανε»
«μια δεκάρα για τον Γέρο- Γκάι».