Για τον Πελέ, για τον αθάνατο των αθανάτων, γράφει ο συνεργάτης μας εκπαιδευτικός και αρθρογράφος Νίκος Τσούλιας
Πελέ, η μαγεία του ποδοσφαίρου
Του συνεργάτη μας εκπαιδευτικού και αρθρογράφου Νίκου Τσούλια
Εκείνους τους καιρούς ό,τι συνέβαινε έξω από το μικρό μας χωριό, είχε την αχλή του μύθου, και μάλιστα όσο πιο τολμηρό και όσο πιο μακρινό ήταν τόσο περισσότερο αποκτούσε μια ξεχωριστή μαγεία. Η μπάλα – δεν τη λέγαμε ποδόσφαιρο – ήταν μετά τη μάθηση στο σχολείο το πεδίο επιβεβαίωσης των αγοριών.
Άμα έπαιζες καλά, αν ήσουν τριπλαδόρος και γρήγορος, αν έβαζες και πολλά γκολ, τότε γινόσουνα γνωστός και στα γειτονικά χωριά, που κάπου – κάπου παίζαμε μεταξύ μας και φυσικά πάντα με φασαρίες και τσακωμούς, αφού παίζαμε χωρίς διαιτητές και χωρίς γνώση των κανόνων, και κυρίως με την αίσθηση ότι κάθε πλευρά είχε δίκιο στα αμφισβητούμενα σημεία.
Και όταν παίζαμε μπάλα, όλα τα αγόρια παίρναμε το όνομα του αγαπημένου μας παίκτη της αγαπημένης μας ομάδας και υποτίθεται ότι ήμασταν αντάξιοί του.
Και σαν έφτασε στα αυτιά μας ότι υπάρχει ένας παίκτης, ο Πελέ από τη Βραζιλία – που κάνει μαγικά, που τριπλάρει τον έναν παίκτη μετά τον άλλο, που τρέχει σαν ελάφι, που δεν προλαβαίνουν να μετράνε τα γκολ του -, όλοι πέσαμε επάνω να οικειοποιηθούμε το όνομά του. Και σαν είδαμε και απόδαμε ότι ο τσακωμός μας δεν έβγαζε πουθενά, εγκαταλείψαμε την ιδέα. Αλλά όταν κάποιο αγόρι έκανε απανωτές τρίπλες και έβαζε γκολ, τότε ισχυριζόταν ότι ήταν σαν τον Πελέ.
Εμείς οι Ολυμπιακοί είχαμε έναν επιπλέον λόγο για να κάνουμε αναφορά στον Πελέ. Η ομάδα μας είχε κερδίσει την Σάντος με 2-1, μοναδική ομάδα που το πέτυχε αυτό στο ευρωπαϊκό τουρ της Σάντος.
Και όταν είδαμε το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1970, που έγινε στο Μεξικό, στα καφέ της Αμαλιάδας πρώτη φορά ποδόσφαιρο στην τηλεόραση απολαύσαμε τα χορευτικά του Πελέ. Χαζέψαμε. Ονειρευόμαστε ότι ήμασταν στη θέση του. Όλοι ξέραμε πως κάναμε το ίδιο όνειρο και γι’ αυτό δεν λέγαμε τίποτα σχετικό.
Ο τελικός της 21ης Ιουνίου 1970 στο στάδιο Αζτέκα και ιδιαίτερα το δεύτερο ημίχρονό του ήταν η αποθέωση, ο θρίαμβος του επιθετικού ποδοσφαίρου. Η Βραζιλία έπαιξε με τους Φέλιξ, Κάρλος Αλμπέρτο, Εβεράλντο, Κλοντοάλντο, Μπρίτο, Πιάτσα, Ζαϊρζίνιο, Ζέρσον, Τοστάο, Πελέ και Ριβελίνο και η Ιταλία με τους Αλμπερτόζι, Μπούρνιτς, Φακέτι, Μπερτίνι (75′ Γιουλιάνο), Ροζάτο, Τσέρα, Ντομενγκίνι, Ματσόα, Μπονινσένια (84′ Ριβέρα), Ντε Σίστι και Ρίβα.
Πολλά χρόνια αργότερα αναρωτιέμαι ξανά και ξανά πόσα όνειρα παιδιών από τη Βραζιλία αλλά και απ’ όλο τον κόσμο – και ιδιαίτερα από τον φτωχό κόσμο – δεν είχαν στα όνειρά τους τον Πελέ. Πόσα παιδιά από αυτά δεν έζησαν το όνειρό τους, να ξεφύγουν από τη φτώχεια αλλά και να γίνουν διάσημοι.
Πολλή συζήτηση γίνεται για το ποιος είναι ο καλύτερος ποδοσφαιριστής όλων των εποχών και δεν ξέρω αν έχει κάποιο νόημα. Πολλές κορυφές υπάρχουν και δεν κρύβει καμιά την άλλη. Θαυμάσαμε και θαυμάζουμε τον Ντι Στέφανο, τον Εουσέμπιο, τον Μαραντόνα, τον Κρόιφ, τον Μέσι, τον Ρονάλντο κλπ Όμως, θεωρώ πως ο Πελέ άσκησε μια μαγεία διαχρονική. Κάθε καινούργιος και κορυφαίος ποδοσφαιριστής συγκρινόταν με τον Πελέ.
Είναι πολύ όμορφο να γίνεται συζήτηση σε όλο τον κόσμο για τον Πελέ με αφορμή το τελευταίο του ταξίδι. Αν και έφυγε, τα παιδιά σε όλα τα μέρη της Γης θα εξακολουθούν να ονειρεύονται με τον θρύλο του.