Ένα υπέροχο διήγημα για τα σινεμά της Επαρχίας από τον συνεργάτη μας Κώστα Ι. Περδίκη
Αντίλαλοι Λόγου
& Τέχνης
Γράφει ο συνεργάτης μας συγγραφέας λογοτέχνης Κώστας Ι. Περδίκης
σινέ “Ολυμπία”
Χειμώνας 1956.
Στη μικρή μας κωμόπολη κυκλοφορεί το χαρμόσυνο μαντάτο.
Κάποιος συμπολίτης μας, που ’χε κάνει λεφτά στα βαπόρια, σκόπευε να ανοίξει θερινό σινεμά.
Δεν αργεί να βρεθεί η κατάλληλη θέση του.
Στην αριστερή πλευρά του κεντρικού δρόμου, που πάει στον Σταθμό, πίσω από τη γράνα.
Οι εργασίες προχωρούνε με γοργό ρυθμό.
Ο περιμετρικός τοίχος χτίζεται με τσιμεντόλιθους, καινούργιο τότε οικοδομικό υλικό.
Η καμπίνα του Μηχανικού, λίγο υπερυψωμένη, πάνω από το υπόλοιπο κατασκεύασμα.
Δίπλα το δωματιάκι με τη φωτεινή επιγραφή BAR.
Πιο μακριά, στη άκρη, μπαίνουν οι τουαλέτες.
Φάτσα με την καμπίνα του Μηχανικού, στην απέναντι πλευρά, παίρνει τη θέση της η τεράστια οθόνη με το τεντωμένο λευκό πανί της.
Το δάπεδο ολόκληρο με ψηλό χαλικάκι και τα πάνινα καθίσματα άψογα στοιχισμένα.
Η εντυπωσιακή είσοδος δεσπόζει, με δύο κολώνες στρογγυλές αριστερά και δεξιά, που γεφυρώνονται με τριγωνικό αέτωμα.
Στο αέτωμα σχηματίζεται με μεγάλα γράμματα “νέον” το όνομα ΟΛΥΜΠΙΑ, που μόλις σκοτεινιάσει, σκορπάει ένα υπέροχο κοκκινωπό φως.
Πιο πίσω, δεξιά η είσοδος και αριστερά η έξοδος, με τα απαραίτητα παραβάν.
Στο κέντρο, το καμαράκι για την έκδοση των εισιτηρίων.
Μπροστά από τις δύο κολώνες, δεξιά και αριστερά, παίρνουν τη θέση τους οι δύο ξύλινες πινακίδες γεμάτες με φωτογραφίες.
Η δεξιά αναφέρεται στο έργο που τώρα παίζεται, ενώ η άλλη η αριστερή διαφημίζει εκείνο που θα παιχθεί προσεχώς .
Στον περιμετρικό τοίχο, από τη μέσα και την έξω πλευρά, φουντώνει και απλώνεται πυκνή περικοκλάδα με τα χαρακτηριστικά της λουλακί λουλούδια.
Για να περνάει ο κόσμος τη γράνα και να φθάνει απέναντι, στο σινεμά, φτιάχνεται ένα ξύλινο γραφικό γεφυράκι.
Αρχές καλοκαιριού, τα πάντα είναι έτοιμα.
Για τα εγκαίνια, σαν εναρκτήριο έργο, επιλέγεται η ταινία:
“o Αγαπητικός της Βοσκοπούλας”, με την Αλίκη Βουγιουκλάκη.
Αρχίζει να σκοτεινιάζει και ο κόσμος σπεύδει στο σινεμά.
Σε λίγη ώρα όλα τα καθίσματα τελούν υπό κατάληψη.
Εμείς, η μαρίδα, πιάνουμε θέση μπροστά-μπροστά.
Τα φώτα σβήνουν.
Η προβολή ξεκινάει και από την καμπίνα του Μηχανικού ακούγεται ο χαρακτηριστικός ήχος που κάνει το φιλμ όταν αρχίζει να ξετυλίγεται.
Ταυτόχρονα, από μια μικρή τετράγωνη τρύπα ξεχύνεται η φωτεινή δέσμη, που πέφτοντας απέναντι στην οθόνη, ως δια μαγείας, μεταμορφώνεται σε ζωντανές εικόνες.
Άναυδοι οι θεατές βλέπουν να γεμίζει το πανί με ανθρώπους που μιλούν και κινούνται, με σπίτια, δέντρα και βουνά.
Οι κουβέντες των ηθοποιών και η μουσική υπόκρουση κάνουν το όλο δρώμενο πιο αληθοφανές.
Από το έργο, εκείνο που περισσότερο θυμάμαι, είναι τον Δημήτρη Ζάχο να τραγουδάει λαγγεμένα: “μια βοσκοπούλα αγάπησα”.
Στο διάλειμμα, έχουμε τη μοναδική ευκαιρία να ακούσουμε από τα μεγάφωνα τραγούδια της εποχής, αφού το ραδιόφωνο θα μπει αρκετά αργότερα στα σπίτια μας.
Τα τραγούδια κάθε τόσο κόβει στη μέση ο Μηχανικός, ο περιβόητος Βαγγέλης, για να διαφημίσει την Υπερπαραγωγή και τον Κολοσσό των Κολοσσών, που θα παιχτούν στο σινεμά προσεχώς.
Φθάνει η στιγμή, που στο πανί γράφεται το “τέλος” και ο κόσμος εντυπωσιασμένος βγαίνει μπουλουκηδόν έξω.
Αυτοί που έχουν έλθει από τα γύρω χωριά σχηματίζουν ομάδες και με τη βοήθεια λαδοφάναρων παίρνουν τον δρόμο της επιστροφής, προς διάφορες κατευθύνσεις, σχολιάζοντας μεγαλόφωνα το έργο.
Αυτό που μόλις έζησαν ήταν γι΄ αυτούς μια πρωτόγνωρη εμπειρία.
Θα θελήσουν, από τώρα και ύστερα, να τη ξαναζήσουν πάλι και πάλι.
Ο Βαγγέλης θα φροντίζει γι΄ αυτό.
Κάθε εβδομάδα, μια νέα ταινία θα καταφθάνει και θα παίζεται στο σινέ ΟΛΥΜΠΙΑ.