Ένα ωραίο διήγημα από τον συνεργάτη της Εφημερίδας μας Κώστα Ι. Περδίκη
Hercules
Του συνεργάτη μας λογοτέχνη συγγραφέα Κώστα Ι. Περδίκη
Η μεγάλη συκιά, στη μια άκρη του κτήματος, υπάρχει ακόμη.
Συνεχίζει να κάνει τα μεγάλα ανοιχτοπράσινα σύκα, που είναι όλο μέλι. Εκείνο το καλοκαίρι, συμφώνησα με τον Χρήστο να μαζεύω και να του πηγαίνω κάθε μέρα μια κανίστρα σύκα.
Είχε ένα μικρό μανάβικο στην αγορά κι απ΄ αυτό ζούσε.
Η δουλειά από την αρχή πήγαινε ρολόι. Κάθε πρωί σκαρφάλωνα και μέσα σε λίγη ώρα γέμιζα ξέχειλα την κανίστρα με φρέσκα σύκα. Με το που τα πήγαινα στο μανάβικο, σε μια, το πολύ δυο ώρες, είχαν γίνει ανάρπαστα.
Το απόγευμα έπεφτε το παραδάκι.
Αυτό κράτησε περίπου δυο μήνες, Αύγουστο και Σεπτέμβριο. Τις εισπράξεις τις έχωνα σε ένα χαρτοκούτι, από Ελβιέλες και μέρα με τη μέρα τις έβλεπα να αβγατίζουν. Στόχος μου και όνειρο ήταν να μπορέσω να αποκτήσω ένα δικό μου ποδήλατο.
Με το που συγκέντρωσα το ποσό, αφού τσοντάρησε κάτι και ο πατέρας μου, έγραψα στον ξάδελφό μου, που έμενε στην Ελευσίνα, να το διαλέξει εκείνος και να το αγοράσει. Στο γράμμα εσώκλεισα και τα απαραίτητα χρήματα. Το ευχάριστο μαντάτο ήρθε γρήγορα. Το ποδήλατο είχε ήδη αγοραστεί και παραδοθεί στον Σταθμό της Ελευσίνας. Το πολύ σε τρεις μέρες θα ήταν κάτω.
Η αδιαίρετος τριάδα, εγώ, η αδελφή μου και ο φίλος μου ο Γιάννης, στις πέντε η ώρα το απόγευμα, που το τραίνο από την Αθήνα έφτανε στον Σταθμό, ήταν εκεί. Εναγώνια ερώτηση προς τον Σταθμάρχη: «Μήπως ήρθε το ποδήλατο;» Απάντηση: « Όχι ακόμη». Γυρνούσαμε στο σπίτι με κατεβασμένα τα κεφάλια. Στην πέμπτη απόπειρα, βρήκαμε τον Σταθμάρχη σκυμμένο στον τηλέγραφο να μελετάει εμβριθώς τα σήματα.
Μόλις μας βλέπει, το πρόσωπό του παίρνει μια υποψία χαμόγελου. « Ήρθε», μας λέει.
Το αντικείμενο του πόθου μου ήταν εκεί και ήταν μια οπτασία! Ο σκελετός βαμμένος στο κόκκινο του Πάσχα. Σε εμφανές σημείο η μάρκα του: HERCULES. Οι ζάντες, οι ακτίνες και το τιμόνι από ανοξείδωτο μέταλλο. Η σέλα δερμάτινη με ελατήρια. Το φανάρι μπροστά και στη πίσω ρόδα το δυναμό. Ακόμη, σχάρα πίσω για τον συνεπιβάτη, τρόμπα και τριγωνική δερμάτινη θήκη για τα εργαλεία.
Και βέβαια το απαραίτητο κουδουνάκι.
Παραλάβαμε το ποδήλατο και το πηγαίναμε όπως πάνε τη νύφη στην εκκλησία. Μπροστά, από τη μια μεριά εγώ και από την άλλη ο Γιάννης, κρατούσαμε το τιμόνι. Από πίσω έσπρωχνε ελαφρά η Δήμητρα. Πρώτα έμαθε ισορροπία η αδελφή μου και ύστερα εγώ. Ο Γιάννης, αν και μικρότερός μας, είχε ήδη μάθει. Σε κάτι τέτοια ήταν πρώτος.
Από εκείνη τη μέρα, «καβάλα παν στην εκκλησιά, καβάλα προσκυνάνε». Δεν θυμάμαι τον εαυτό μου χωρίς το ποδήλατο.
Στη θάλασσα για μπάνιο, στο σχολείο και στα Αγγλικά, ή για μικροθελήματα από δω κι από κει. Ήταν φορές που βολευόμαστε τρεις πάνω στο ποδήλατο, εγώ, η αδελφή μου και η μητέρα μας κι άλλες φορές που βρισκόμαστε και οι τρεις ξάπλα στην άσφαλτο. Τα πόδια μου με το ζόρι έφταναν στα πετάλια. Αργότερα, παρέα με τους φίλους μου, κάναμε με τα ποδήλατα μακρινές βόλτες στον Καϊάφα, και στον Κακόβατο.
Μια φορά φτάσαμε μέχρι το Θολό.
Τελειώνοντας τη δεύτερη τάξη του λυκείου, ήρθα στην Αθήνα για να βγάλω εκεί την τρίτη και παράλληλα να κάνω φροντιστήριο για τις εξετάσεις. Ακολούθησαν τα χρόνια των σπουδών μου στο Πολυτεχνείο. Ένα καλοκαίρι, στις διακοπές, θυμήθηκα και αναζήτησα το ποδήλατο. Πληροφορήθηκα, τότε, από τους γονείς μου, ότι το είχε προ πολλού οικειοποιηθεί ο Βασίλης, ο μικρός μου ξάδελφος. Ένα διαβολόπαιδο.
Από την πολλή χρήση τού είχε βγάλει τα μάτια. Το βρήκα, μια μέρα, πεταμένο στον κήπο του σπιτιού του, μέσα σε κάτι χορτάρια. Ό,τι είχε απομείνει ήταν μόνο ο σκελετός κι αυτός σκουριασμένος, χωρίς τις ρόδες και τα υπόλοιπα.
Από το HERCULES είναι ζήτημα αν είχαν απομείνει δύο, ή το πολύ τρία γράμματα κι αυτά μισοσβησμένα…
(Από το βιβλίο του Κώστα Ι. Περδίκη “Μικρές Ιστορίες“, 2016 εκδ. Οροπέδιο)