Ένα εξαιρετικό λογοτεχνικό και λαογραφικό κείμενο του νέου συνεργάτη της Εφημερίδας μας
Ο κοκκινολαίμης
Του συνεργάτη μας συγγραφέα Κώστα Ι. Περδίκη
Φλεβάρης μήνας.
Κρύο πολύ, ψόφος. «Τα κρύσταλλα», στις λούμπες, δεν λένε να λιώσουν. Σάββατο απόγευμα και νοιώθω ξαλαφρωμένος από το καθημερινό βάσανο του σχολείου. Στέκομαι στο παράθυρο, που βλέπει στον μικρό μας κήπο και χαζεύω έξω.
Η μυγδαλιά άνθισε και φέτος νωρίς-νωρίς. Καμαρώνει στ’ άσπρα της. Στη λεμονιά και στις πορτοκαλιές οι καρποί γυαλίζουν, όλο φρεσκάδα. Απέναντι, από τις καμινάδες, ο καπνός βγαίνει ντουμάνι. Έχει συννεφιά, αλλά το φως είναι ακόμη αρκετό. Κάτω από τα δέντρα, στο σκαμμένο χώμα, ένα σμάρι σπουργίτια τσιμπολογάνε ό,τι βρουν μπροστά τους, ξυλιασμένα και πεινασμένα καθώς είναι. Έχω στυλώσει τώρα τα μάτια μου εκεί, κοντά στον φράκτη, που έχω στήσει την πλακοπαϊδα. Είμαι όλο αγωνία.Λαχταράω να δω αν θα τα καταφέρω.
Την τέχνη την είχα μάθει από τη γρια Ασπασία, τη γιαγιά από τη μητέρα μου. Ήταν μαστόρισσα στις πλακοπαϊδες[1]. Έτσι και ξεγελιόταν κανένα πουλάκι και πήγαινε προς τα κει για να φάει από το δόλωμα, που η γρια είχε βάλει, δεν τη μπουρμπούραγε[2]. Τα μάδαγε, μετά, και τα ’ψηνε στο παραγώνι. Ο μεζές τους την τρέλαινε. Όλη τη δουλειά την έκανε μια μεγάλη πλάκα από ψωμολίθι, που την κράταγαν όρθια, με μικρή κλίση, μερικά ψιλά ξυλαράκια. Έτσι και ακούμπαγε ο απρόσεχτος και πεινασμένος επισκέπτης σ’ ένα από αυτά, η πλάκα έπεφτε και τον πλάκωνε.
Έβλεπα τα σπουργίτια όλο και να πλησιάζουν προς τα κει. Τα σπυριά του σιταριού και τα ψίχουλα, που είχα από πριν ρίξει, τα τράβαγαν σαν μαγνήτης. Κάποτε βλέπω την πλάκα να πέφτει. Ξαμολιέμαι κουτρουβαλώντας τη σκάλα να δω τι έπιασα. Σηκώνω την πλάκα και παίρνω στη χούφτα μου το [3]θύμα. Είναι ένα μικρούλικο, τόσο δα πουλάκι, με μια πορτοκαλιά τούφα κάτω από τον λαιμό του. Ένας μικρός κοκκινολαίμης, ένας λέγκος9. Η γιαγιά κάποια φορά μου τον είχε δείξει.
Είναι ζεστός ακόμη, ζωντανός, σαλεύει μέσα στη χούφτα μου. Τρέχω πάνω στο σπίτι, τον βάζω σ’ ένα χαρτοκούτι και τον πάω κοντά στη σόμπα. Σιγά-σιγά με τη ζεστασιά συνέρχεται, ζωηρεύει. Στέκεται στα ποδαράκια του και κάνει τα πρώτα βήματα. Του βάζω σε ένα φλιτζανάκι νερό και ρίχνω στο κουτί λίγα ψίχουλα. Όσο περνάει η ώρα τόσο και ξεθαρρεύει.
Δοκιμάζει να πετάξει. Βγαίνει από το κουτί και φτάνει μέχρι το ντουλάπι. Ξαναδοκιμάζει και πετάει πιο ψηλά, μέχρι το ταβάνι. Έχει καρδαμώσει τώρα. Τετραπέρατος, καθώς είναι, βρίσκει το μικρό πέρασμα στο παράθυρο, που η μητέρα άφηνε πάντα, για να παίρνει αέρα η σόμπα και την κοπανάει. Βγαίνει έξω στην παγωνιά και στο ρίσκο των πλακοπαϊδων. Αφήνει τη ζεστασιά και το φαϊ μας. Είναι λεύτερος όμως…
Τον άλλο χειμώνα ένας ίδιος κοκκινολαίμης ήρθε και χοροπήδαγε για μέρες στο πεζούλι του παραθύρου μας. «Είναι ο δικός σου», ακούω τη μητέρα μου να λέει. «Ήρθε για το ευχαριστώ». Μου φάνηκε τόσο απίθανο. Από την άλλη όμως και τι δεν θα ’δινα να ήταν στ’ αλήθεια εκείνος…
Δεν ξανάστησα, από τότε, άλλες πλακοπαϊδες. Όλη μου η περιέργεια και η λαχτάρα να δω να πιάνεται ένα πουλί, ξεθύμαναν μ’ εκείνον τον μικρό κοκκινολαίμη. Αργότερα, που ο κολλητός μου φίλος έγινε δεινός κυνηγός, εγώ δεν του έμοιασα. Ποτέ μου δεν απόκτησα τουφέκι. Πάλι, εκείνος ο κοκκινολαίμης είχε κάνει το θαύμα του.
(Από το βιβλίο “Μικρές Ιστορίες”, 2016, εκδ. Όροπέδιο)
[1] πλακοπαϊδα = πλακοπαγίδα
[2] μπουρμπουράω = γλιτώνω
9 λέγκος = κοκκινολαίμης