΄΄Ενα εξαιρετικό διήγημα του Νίκου Τσούλια για τα όμορφα χωριά μας που φτώχαιναν…
Η Μάγισσα της λίμνης
Του συνεργάτη μας Εκπαιδευτικού κ. Νίκου Τσούλια
Οι παλιότεροι έλεγαν ότι την έβλεπαν κατά καιρούς – οι νεότεροι απαλλαγμένοι από τις τόσες και τόσες προκαταλήψεις που βάραιναν την ατμόσφαιρα του μικρού χωριού και αγκιστρωμένοι για τα καλά στο όνειρό τους να φύγουν για την πόλη για να φτιάξουν τη ζωή τους, ούτε καν που άκουγαν τις σκέψεις των παλιότερων θεωρώντας ότι μπέρδευαν τα παραμύθια με την πραγματικότητα.
«Από πού ως πού υπάρχει μάγισσα στα μέρη μας; Δεν ζούμε πια στο Μεσαίωνα. Μην λέτε τέτοια πράγματα στα παιδιά, γιατί παγιδεύεται η σκέψη τους και το σχολείο δεν μπορεί να ασχολείται με όλους αυτούς τους μύθους», τους είπε με κάποια έμφαση ο δάσκαλος και από τότε αυτές οι συζητήσεις κόπηκαν, αφού ότι έλεγε ο δάσκαλος σε εκείνους τους καιρούς δεν μπορούσε να το αμφισβητήσει κανένας, και τελικά γίνονταν τέτοιες συζητήσεις μόνο όταν η ομήγυρη ήταν του παλιού κλίματος.
Οι νέοι είχαν αρχίσει να φεύγουν για την Αθήνα και κάποιοι και για την Αυστραλία και τα παιδιά σπούδαζαν όλο και περισσότερο – τώρα πήγαιναν όλο και πιο πολλά στο Γυμνάσιο της γειτονικής πόλης και το μικρό χωριό μίκραινε συνεχώς. Οι γερόντοι ήταν μπερδεμένοι – και ήθελαν και δεν ήθελαν να φεύγουν παιδιά και νέοι. «Να φύγουν για να ζήσουν καλύτερα, να μην κακοπεράσουν όπως εμείς, να μην τους φάνε οι λάσπες και τα χωράφια», έλεγαν κάποια στιγμή και την επόμενη το γύριζαν στην απέναντι πλευρά. «Και τι θα γίνουν οι περιουσίες μας, τόσες θυσίες κάναμε για να τις φτιάξουμε; Με αυτές θρέψαμε τις οικογένειές μας και αναστήσαμε τα παιδιά μας. Και εμάς ποιος θα μας κοιτάξει σαν καταπέσουμε σε κανένα κρεβάτι;».
Είχε αρκετά νερά το χωριό. Τα δυο λαγκάδια που κυλούσαν από τις δύο πλευρές του λόφου, πάνω στον οποίο ήταν το χωριό, δεν στέρευαν ούτε και τα καλοκαίρια και το πότισμα γινόταν με κάποια σειρά που την κανόνιζαν μέσα στα καφενεία. Και νερό για να πίνουν είχαν άφθονο – το μόνο χωριό στην περιοχή -, γιατί είχαν φτιάξει με προσωπική εργασία δίκτυο και το έφερναν από πάνω το μακρινό λόφο που ήταν όλο μάρμαρο. Άκουγαν όμως ότι τα χωριά και οι πόλεις του κάμπου ήθελαν περισσότερο νερό – δεν τους έφταναν τα αρτεσιανά και ότι θα γίνει ένα έργο που θα μαζεύει το νερό του ποταμιού.
Δεν το έβλεπαν το ποτάμι από το χωριό – ήταν κάπως μακριά. Δεν είχαν καμιά σχέση μαζί του. Τα χρόνια πέρναγαν και οι φήμες για το έργο ξεθώριαζαν. Ακόμα και όταν έγινε το φράγμα, δεν πολυασχολήθηκαν οι κάτοικοι. «Σιγά μην έλθει το νερό στα δικά μας χωράφια», έλεγε ο ένας στον άλλο και συμφωνούσαν. Όταν όμως εμφανίστηκε ένα κομμάτι νερού εκεί κάτω προς το βάλτο στα σύνορα με το χωριό του Άη – Λια, οι συλλογισμοί άρχισαν να αλλάζουν. Αρκετοί ήθελαν να πάρουν τα λεφτά της αποζημίωσης και να τραβήξουν προς την Αθήνα, να πάρουν έστω κανένα υπόγειο διαμέρισμα και να βρουν μια δουλειά με σταθερό μεροκάματο. Άλλοι πονούσαν το βιος τους και δεν έκαναν καμιά κουβέντα για φευγιό.
Το νερό απλώθηκε. Περικύκλωσε το χωριό και άφησε μια μικρή λωρίδα που ένωνε το λόφο του χωριού με τα πιο ψηλά μέρη της περιοχής. Οι περισσότεροι κάτοικοι έφυγαν. Άρχισαν μια νέα ζωή. Γύριζαν όμως το Πάσχα και το καλοκαίρια εκεί. Και δεν πήραν χαμπάρι το πώς άλλαξε ο τόπος τους μέσα σε λίγο διάστημα. Όχι δεν ήταν μόνο η ερήμωση του χωριού που τους πλήγωνε. Ήταν και η λεηλασία των χωραφιών τους. Τα καλύτερά τους, τα ποτιστικά έγιναν βυθός, ο απόλυτος χαμός. Οι γερόντοι ένιωθαν μια μόνιμη πληγή στην ψυχή τους. Τους έβλεπες να πηγαίνουν να κάθονται με τις ώρες και να αγναντεύουν τη λίμνη και να φτιάχνουν τα σύνορα των χωραφιών τους και να νοσταλγούν «όπως οι πρόσφυγες της Μικράς Ασίας» – καταπώς είχε πει μια μέρα στο καφενείο ο μπάρμπα – Δήμος.
«Μα τι έγινε στις πλαγιές, εκεί που δεν έφτασε το νερό, τι έπαθαν»; Είπε κάποια μέρα ένα Μεγάλο Σάββατο ο γιος του μπάρμπα Δήμου που πρόκοβε στην Αθήνα και είχε πολλά λεφτά και βοηθούσε ξανά και ξανά το χωριό του. «Εσύ να το σκεφτείς μόνος σου και όλοι της γενιάς σου που μας λέγατε ότι είναι παραμύθι η μάγισσα. Για δες τι έχει γίνει στον τόπο μας»; Του απάντησε αμέσως χωρίς δεύτερη κουβέντα ο καφετζής ο κυρ – Κώστας.
Ένας παράδεισος, ένας πλούτος της φύσης και των ανθρώπων είχε χαθεί. Τα χωράφια που ήταν πιο κοντά προς το ποτάμι, τα πιο πεδινά ήταν τα μποστάνια. Όλα τα κηπευτικά ήταν εδώ. Και κάθε καλλιεργητής φρόντιζε και την ομορφιά του μποστανιού του. Και παράβγαιναν ποιος θα έχει καλύτερο και ομορφότερο μποστάνι. Οι φασολιές σκαρφάλωναν σε ωραία φτιαγμένες καλαμωτές. Οι αγκινάρες ήταν στα σύνορα των χωραφιών για να μην πιάνουν και πολύ τόπο. Οι μελιτζάνες και οι μπάμιες, οι πατάτες και τα κολοκύθια έφτιαχναν με τα λουλούδια τους και με τις πολλαπλές αποχρώσεις του πράσινου έναν πίνακα ζωγραφικής.
Στα πιο … ορεινά δέσποζαν τα αμπέλια και οι σταφίδες, τα καμάρια του χωριού, με το δικό τους ξεχωριστό πράσινο. Και οι πλαγιές είχαν άλλη σύνθεση χρωμάτων, το πράσινο της ελιάς και το χρυσοκίτρινο των σταροχώραφων μαζί με τα κάθε λογής αγριολούλουδα που γέμιζαν ό,τι δεν είχε καλλιεργηθεί, τις γράνες και τις άκρες των λόγγων. Πανδαισία χρωμάτων και πολλαπλών αποχρώσεων του πράσινου ή του κίτρινου ανάλογα με το παιχνίδισμα των εποχών δημιουργούσε μια αισθητική ομορφιάς που ημέρευε την ψυχή των ανθρώπων από τη σκληρή δουλειά.
Τώρα το θολό νερό είναι η χαμένη εικόνα όλων των ποτιστικών. Και οι πλαγιές; Έχουν γίνει και αυτές αγνώριστες. Το ποτάμι κουβάλησε τα δικά του υπάρχοντα. Ρείκια και λυγαριές γέμισαν τις άκρες του νερού – δεν μπορείς να περάσεις ανάμεσά τους. Και παραδίπλα από τα ρείκια μόνο χόρτα ενός είδους φυτρώνουν. Εξαφανίστηκαν τα αγριολούλουδα. Πάνε και τα τόσα χρώματά τους. Η ίδια εικόνα παντού: νερό, ρείκια και αγριόχορτα.
«Ποιος μπορεί να άλλαξε το φτωχικό μας παράδεισο; Το χέρι του ανθρώπου μόνο το φράγμα έφτιαξε. Ποιος άλλαξε όλη τη φύση του χωριού μας; Μόνο ένα μαγικό ραβδί θα μπορούσε, ένα κακό μαγικό ραβδί». Ήταν τα τελευταία λόγια του μπάρμπα – Δήμου για αυτό το ζήτημα. Από κει και πέρα μιλούσε για οτιδήποτε άλλο, αλλά ποτέ δεν ξαναμίλησε το πώς ο πρίγκιπας του χωριού έγινε βάτραχος της λίμνης.