Ένα διήγημα από τα γυμνασιακά χρόνια του συγγραφέα λογοτέχνη Κώστα Ι. Περδίκη
Guernica
στη μνήμη του καθηγητή Στέλιου Δρυμαλίτη
Του συμπατριώτη συγγραφέα – λογοτέχνη Κώστα Ι. Περδίκη
Με ένα κουτί φοντάν ανά χείρας και με μπόλικο θράσος, για την εποχή και την ηλικία μας, ανεβήκαμε τα σκαλιά του σπιτιού της Αμερικάνας, απέναντι από το σινεμά.
Ήταν 26 Νοεμβρίου, του Αγίου Στυλιανού.
Με τον κολλητό μου, τον Γιώρη, ξεκινήσαμε να επισκεφτούμε το νεαρό ζευγάρι των καθηγητών, που είχε προσφάτως αφιχθεί στο Γυμνάσιό μας και έμενε, με ενοίκιο, στο σπίτι της Αμερικάνας.
Γιόρταζε ο κύριος Στέλιος, ο σύζυγος της κυρίας Αύρας.
Πηγαίναμε τότε στην πρώτη Γυμνασίου.
Η κυρία Αύρα μας έκανε Αρχαία (Ζούκη) και Νέα.
Ήταν καλή φιλόλογος και της χρωστάω πολλά.
Ο κύριος Στέλιος, επίσης φιλόλογος, έκανε μάθημα στις πιο μεγάλες τάξεις.
Οι καθηγητές αυτοί μας φάνηκαν, από την πρώτη στιγμή, πολύ διαφορετικοί από τους παλιούς.
Ήσαν πολύ νέοι, πρωτοδιόριστοι, γελαστοί και φιλικοί με τα παιδιά, ενώ οι άλλοι, οι πιο πολλοί, ήσαν περασμένα τα πενήντα, αυστηροί και απρόσιτοι.
Στο διάλειμμα, μας έπιαναν κουβέντα επί παντός επιστητού. Για μαθήματα, για αθλητικά, για κινηματογράφο και άλλα.
Ήσαν αλλιώτικοι…
Για να κερδίσουμε τη συμπάθειά τους, εγώ και ο Γιώρης, βρήκαμε ότι η γιορτή του Αγίου Στυλιανού ήταν μια καλή ευκαιρία.
Νάμαστε λοιπόν.
Βλέποντάς μας η κυρία Αύρα στην πόρτα, στην αρχή ξαφνιάζεται και αμέσως μετά, με έκδηλη χαρά, ανακοινώνει την άφιξή μας στον άντρα της.
Εκείνος, ως εορτάζων, μονοπωλεί τη συζήτηση με διάφορα θέματα, που για μας έχουν μεγάλο ενδιαφέρον.
Μεταξύ των άλλων, μας ρωτάει αν μας αρέσει να ζωγραφίζουμε, ποιους Έλληνες ζωγράφους ξέρουμε ή αν ξέρουμε κάποιον ξένο.
Του απαντάμε τα γνωστά, Γύζη, Θεοτοκόπουλο…
Είχαμε ακούσει, επίσης, ότι ζωγράφιζε ωραία.
Πάει λοιπόν και μας φέρνει έναν μεγάλο τόμο, με εντυπωσιακό εξώφυλλο και με τίτλο “Μοντέρνα Τέχνη”.
Αρχίζει να τον ξεφυλλίζει μπροστά μας και να μας δείχνει εικόνες με ζωηρά χρώματα, αλλά με παράξενα σχήματα, που πρώτη φορά βλέπαμε.
” Ό πιο μεγάλος ζωγράφος, παγκοσμίως, σήμερα είναι ο Picasso”,μας λέει, “και το πιο γνωστό του έργο είναι η Guernica“.
Βρίσκει στο βιβλίο και μας δείχνει τον πίνακα.
Βλέποντας την αμηχανία μας, αρχίζει να μας εξηγεί ότι οι ασυνήθιστες μορφές των ανθρώπων και των ζώων έγιναν έτσι από τον ζωγράφο, για να δείξει με πιο τραγικό τρόπο τη φρίκη του πολέμου.
Είμαστε θολωμένοι, κάνουμε πως καταλαβαίνουμε.
Γυμνασιάρχης, τότε, ήταν ένας τρομερός τύπος, τελείως καραφλός, που μας έκανε Φυσική.
Τρέμαμε μόνο που τον βλέπαμε.
Ο κύριος αυτός επιθυμούσε διακαώς, στο τέλος της σχολικής χρονιάς, οι μαθητές της τελευταίας τάξης να παίξουν ένα θεατρικό έργο στο αμφιθέατρο του γυμνασίου.
Το όλον εγχείρημα το ανέθεσε στον νεοφερμένο και πολλά υποσχόμενο κύριο Στέλιο.
Το έργο που επιλέχθηκε ήταν: “Η επιστροφή του Ασώτου”.
Μεταξύ των άλλων καθηκόντων, ο καθηγητής θα έφτιαχνε τα σκηνικά για την παράσταση και τις ενδυμασίες.
Από εκείνη την επίσκεψη, του Αγίου Στυλιανού, φαίνεται ότι είχε καταλάβει το ψώνιο μου για τη ζωγραφική και μου πρότεινε, τα απογεύματα μετά το διάβασμα, να πηγαίνω να τον βοηθάω στην ετοιμασία των σκηνικών.
Άλλο που δεν ήθελα.
Εκτός από το να χαζεύω, του ανακάτευα τις μπογιές, σκόνες με νερό, σε μικρά κύπελλα για να τις βρίσκει έτοιμες.
Τις αναλογίες, για να βγουν οι αποχρώσεις που ήθελε, τις ρύθμιζε βέβαια εκείνος.
Είχα πάθει την πλάκα μου.
Ο άνθρωπος ήταν φοβερός.
Πρώτα έφτιαξε τις δύο μάσκες, που μπήκαν αντικριστά στο πάνω μέρος της σκηνής.
Αριστερά η κωμική και δεξιά η τραγική.
Μετά, σε τεράστια χάρτινα πανό, έφτιαξε τα σκηνικά.
Θυμάμαι καλά δύο:
Το ένα, ήταν το παλάτι με τους κήπους, τις σκάλες και τις καμάρες.
Το άλλο, ένα δάσος με το μονοπάτι, που χανόταν μέσα στα πυκνά δέντρα, ενώ στο βάθος φαίνονταν βουνά.
Η παράσταση είχε πολλή μεγάλη επιτυχία.
Έπαιζα κι εγώ έναν μικρό ρόλο.
Το ζεύγος Αύρα-Στέλιος, δυστυχώς για μας, δεν έμεινε πολύ στο Γυμνάσιό μας.
Στο τέλος της χρονιάς, πήρε μετάθεση για την Αθήνα.
Από τότε δεν τους ξαναείδα.
Βλέποντας και ξαναβλέποντας την Guernica τους θυμάμαι και τους ευγνωμονώ…