Ένα χαρωπό και συγκινητικό συνάμα διήγημα του συνεργάτη μας λογοτέχνη Κώστα Ι. Περδίκη
Αντίλαλοι Λόγου & Τέχνης
Γράφει ο λογοτέχνης συγγραφέας Κώστας Ι. Περδίκης
Τα κρινάκια της
Η μπροστινή βεραντούλα, στο παλιό μας σπίτι, είναι μια γλύκα.
Μόλις λίγα τετραγωνικά, ανατολική. Βλέπει στον κεντρικό δρόμο, που κατηφορίζει από την πάνω αγορά στην κάτω. Αντί για κάγκελο έχει ένα χτιστό πεζούλι, γύρω στο μέτρο ύψος.
Τα απογεύματα, όταν ο ήλιος γύριζε στη δύση, ο πατέρας έβγαζε την πάνινη πολυθρόνα του και καθόταν στη βεραντούλα, ώρα πολύ, χαζεύοντας τους περαστικούς. Αριά και πού σήκωνε το χέρι του για να χαιρετήσει κάποιο γνωστό του.
Εκεί, στη ίδια θέση, αρέσει και σε μένα, τώρα, να κάθομαι. Όσο μεγαλώνω τόσο πιο πολύ του μοιάζω…
Στις δυο γωνίες, που σχηματίζει το πεζούλι, θυμάμαι πάντα να στέκουν, πάνω του, δυο ίδιες γλάστρες. Ήσαν οι αγαπημένες της μητέρας μου. Η θέση τους είναι τέτοια, που το μάτι των περαστικών πηγαίνει κατ’ ευθείαν πάνω τους. Τους περισσότερους μήνες του χρόνου βγάζουν τα πανέμορφα, ροζ, κρινάκια τους. Κρατάνε το πολύ τρεις μέρες και μετά αρχίζουν να μαραίνονται. Δεν αργούν, όμως, να ξεπεταχτούν τα καινούργια, όλο ζωντάνια και φρεσκάδα. Είναι κρινάκια ασυνήθιστα στην περιοχή μας, μοναδικά ίσως.
Η μητέρα το 1985 «έφυγε», χτυπημένη από τον καρκίνο. Δεν ήταν πολύ μεγάλη, λίγο πάνω από τα εβδομήντα. Οι γλάστρες με τα κρινάκια της συνεχίζουν να υπάρχουν…Γνωστές και φίλες της, περνώντας μπροστά από το σπίτι μας, στέκονται για λίγο, βλέπουν τα κρινάκια και τη θυμούνται. «Τα κρινάκια και τα μάτια σου», μου λένε. «Με το πού τα βλέπουμε νομίζουμε ότι βλέπουμε τη Γιωργία».
Τα καημένα τα κρινάκια δεν έχουν πολλές απαιτήσεις. Το μόνο που θέλουν από μας είναι λίγο νεράκι. Όταν λείπουμε από το σπίτι, αντέχουν απότιστα για πολλές μέρες. Με το πού θα τα ποτίσουμε, ως εκ θαύματος, ανασταίνονται.
Πήρα από κείνες τις γλάστρες βολβούς και τους φύτεψα στη μπροστινή ζαρτινιέρα, στο σπίτι μας στην Αθήνα. Κάθε Μάη, γύρω στις είκοσι μία, στη γιορτή μου, αρχίζουν να βγαίνουν τα πρώτα κρινάκια. Βλέποντάς τα, η σκέψη μου πάει αμέσως στη μητέρα.
Φέτος όμως, δεν ξέρω γιατί, πέρασε και του Αγίου Κωνσταντίνου, αλλά δεν έλεγαν να φανούν. Μου κακοφάνηκε, στενοχωρήθηκα. «Η μητέρα εφέτος με ξέχασε», σκέφτηκα, χωρίς όμως να θέλω, κατά βάθος, να το πιστέψω. Πριν βγει ο μήνας, ένα πρωί, τα αντίκρισα ξανά και τα καλοδέχτηκα, ανακουφισμένος. Τα καινούργια κρινάκια ξεπρόβαλαν , πανέμορφα και ελπιδοφόρα.
Μου έφερναν, για άλλη μια χρονιά, από κείνη, τις πολύτιμες ευχές της και την έγνοια της…