Διαβάστε το θαυμάσιο διήγημα του συνεργάτη μας συγγραφέα λογοτέχνη Κώστα Ι. Περδίκη
ΑΝΤΙΛΑΛΟΙ
Λόγου και Τέχνης
Μόνοι στο σπίτι
στην αδελφή μου
Του συγγραφέα λογοτέχνη Κώστα Ι. Περδίκη
Το καλοκαίρι πήγαινε προς το τέλος του, αλλά η μέρα εξακολουθούσε να είναι μεγάλη.
Αργούσε, ακόμη, αρκετά να σκοτεινιάσει.
Περνάγαμε τις τελευταίες μέρες των διακοπών στο μικρό εξοχικό, στο κτήμα μας στον Παλιόκαμπο, αρκετά μακριά από το τελευταίο σπίτι του χωριού.
Οι γονείς μας, εκείνο το απόγευμα, είχαν να πάνε για κάποια δουλειά, που θα τους έπαιρνε τουλάχιστον δύο με τρεις ώρες. Εγώ και η αδελφή μου, μικρά παιδάκια τότε, έπρεπε να μείνουμε στο σπίτι και να τους περιμένουμε.
“Ανάφτε τη λάμπα (πετρελαίου) μόλις νυχτώσει, κλειδώστε την πόρτα από μέσα και καθίστε ήσυχα μέχρι να γυρίσουμε”, μας είπαν φεύγοντας.
Πριν το σκοτάδι πέσει για τα καλά, ανάψαμε τη λάμπα.
Το απαλό φως της, κιτρινωπό, γέμισε το δωμάτιο, δίνοντάς μας λίγο κουράγιο.
Το σπιτάκι μας έστεκε στη μέση του κάμπου μονάχο του σχεδόν.
Γύρω του κάθε είδους δέντρα, αχλαδιές, μηλιές, ελιές.
Ένα στενό δρομάκι έφτανε μέχρι την αυλόπορτα, γύρω στα εκατό μέτρα μακριά από τον δημόσιο δρόμο, που πήγαινε στη θάλασσα.
Κλειδώσαμε την πόρτα από μέσα, όπως μας είχαν πει και πασχίζαμε να βρούμε κάτι να κάνουμε, για να περνάει η ώρα και να ξεχνάμε κάπως την ερημιά μας.
Απ’ έξω δεν ακουγόταν το παραμικρό, άκρα του τάφου σιωπή.
Αυτό, όμως, αντί να μας ενθαρρύνει, μεγάλωνε τον φόβο μας.
Στήναμε αυτί για να ακούμε αν κάποιος ανέβαινε τη σκάλα, ή έστεκε έξω από την πόρτα μας, στη βεράντα.
Χωρίς να το λέμε μεταξύ μας, για να μη ντροπιαστούμε, βλέπαμε ότι όσο πέρναγε η ώρα τόσο πιο πολύ φοβόμαστε.
Αποφασίσαμε, τότε, αντί να καθόμαστε κλειδωμένοι μέσα, μη μπορώντας να δούμε τι γίνεται απέξω, ν’ ανοίξουμε την πόρτα.
Φέραμε τα δύο καρεκλάκια, που τα είχαν φτιάξει ειδικά για μας και τα βάλαμε μπροστά από το άνοιγμα, στη μικρή βεράντα.
Κάτσαμε δίπλα-δίπλα σμίγοντας τα κορμιά μας, σφίγγοντας αυθόρμητα ο ένας το χέρι του άλλου.
Νοιώθαμε έτσι κάπως καλύτερα.
“Πρέπει να φανούμε γενναίοι όπως οι μεγάλοι”, λέγαμε, χωρίς όμως και να το πολυπιστεύουμε.
Η νύχτα ήταν αφέγγαρη και η αστροφεγγιά φώτιζε, μόλις μια ιδέα, το πηχτό σκοτάδι.
Μπορούσαμε, από κει, να αφουγκραζόμαστε και να έχουμε τα μάτια μας ορθάνοιχτα, στυλωμένα προς το δρομάκι, μπας και δούμε κάτι να κινείται.
Τα μόνα φώτα που βλέπαμε ήσαν οι ψόφιοι γλόμποι στους στύλους της ηλεκτρικής, που έφεγγαν στο βάθος, κατά μήκος του δημόσιου δρόμου.
Η απόλυτη νέκρα και σιγαλιά κάθε τόσο έσπαζε από κάποιο τριζόνι ή νυχτοπούλι.
Από μακριά έφτανε πότε ένα γαύγισμα και πότε το λάλημα κάποιου ξενύχτη κόκορα.
Αυτά όμως τα ακούσματα για μας ήσαν ευχάριστα και ανακουφιστικά, γιατί με το ένα ή το άλλο, βρίσκαμε κάποιο ενδιαφέρον και η ώρα μας τσούλαγε.
Αλλάζαμε μόνο λίγες κουβέντες μεταξύ μας, όπως: ” σε λίγο θα έλθουν, κοντεύουν”, τα χέρια μας όμως δεν έλεγαν να χωρίσουν, συνέχιζαν να μένουν σφιχτά δεμένα.
Λίγο μετά, νομίσαμε ότι αν πιάναμε κανένα τραγουδάκι, απ’ αυτά που είχαμε μάθει στην κατασκήνωση, θα βοηθούσε την κατάσταση και αρχίσαμε να ψιθυρίζουμε μαζί το: “ήτανε ένα μικρό καράβι” και το: “τι να πρωτοθυμηθώ για σένα όμορφο χωριό”.
Όμως ούτε τα τραγούδια μας έκαναν πιο ξένοιαστους.
Κάποια στιγμή από το δρομάκι, στο βάθος, φτάσανε στα αυτιά μας κουβέντες και λίγο μετά, μόλις που διακρίναμε στο σκοτάδι να ’ρχεται το γαϊδούρι μας φορτωμένο και πίσω του να ακολουθούν οι γονείς μας.
Τι ανακούφιση ήταν αυτή που νοιώσαμε τότε;
Για πότε έγιναν σκόνη όλοι μας οι φόβοι;
Πόσο δυνατοί και σίγουροι γινήκαμε μέσα σε μια στιγμή;
“Παιδιά δεν αργήσαμε”, ακούσαμε τη μητέρα μας να λέει, “κάναμε όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε, δεν πιστεύω να φοβηθήκατε, άλλωστε τώρα είσαστε πια μεγάλα παιδιά και θα πρέπει και σεις να αρχίσετε να παίρνετε τις ευθύνες πάνω σας”.
Εγώ και η αδελφή μου δεν είπαμε τίποτα, μόνο κοιταχτήκαμε στα μάτια, όλο νόημα.
Ήταν σαν να λέγαμε: “η ψυχούλα μας το ξέρει…”.