Διαβάστε το εξαιρετικό άρθρο του κ. Τσούλια για τη φτώχεια του ΄60 και θα συγκινηθείτε!
Η ιερότητα του ψωμιού
Του συνεργάτη μας Εκπαιδευτικού κ. Νίκου Τσούλια
Στους παλιότερους καιρούς της φτώχειας της δεκαετίας του 1960 το ψωμί ήταν το βασικό μέρος της διατροφής. Αν μια οικογένεια είχε ψωμί στο σπιτικό της, σήμαινε ότι θα τα έβγαζε πέρα.
Προφανώς οι ανάγκες των ανθρώπων τότε ήταν ανάγκες βασικές και μόνο. Δεν υπήρχε καν σκέψη για πολυτέλειες. Μόνο στα μακρινά όνειρά τους οι άνθρωποι – και πιο πολύ οι νέοι και οι νέες – φαντάζονταν κάποια φανταχτερά υλικά αγαθά παρμένα από τις ταινίες του ασπρόμαυρου κινηματογράφου, που αποτελούσε και το κύριο παράθυρο αγναντέματος του πλούσιου κόσμου και του κόσμου της πόλης.
Τα σπίτια, που είχαν μεγάλο αμπάρι γεμάτο με στάρι, δεν είχαν να φοβηθούν τίποτα. Όλα τα ξερικά μέρη των χωριών ήταν σταροχώραφα. Θαύμαζες τα καλοκαίρια κίτρινες, ολόχρυσες θάλασσες με τα στάχια υποσχόμενα καρπό άφθονο. Και ένιωθες τα χωράφια να εισβάλλουν προς τους λόγγους, για να βάλουν κι αυτούς στη μελλοντική προσπάθεια του ξελογγιάσματος, να γίνουν καινούργιες περιουσίες. Ο οικογενειάρχης ήταν νοικοκύρης πριν από καθετί άλλο, όταν είχε εξασφαλίσει το ψωμί της οικογένειάς του – για τα υπόλοιπα «είχε ο Θεός».
Το ψωμί ήταν το κέντρο της ζωής. Η ζωή η ίδια ήταν ζυμωμένη με το ψωμί. Οι αγροτικές ασχολίες του οικογενειάρχη περί του σταριού και οι σχετικές δουλειές των γυναικών περί του αλευριού κυριαρχούσαν όλο το χρόνο και κάθε ημέρα. Από το όργωμα και τη σπορά με το ζευγάρι των αλόγων μέσα στη λάσπη και τον ιδρώτα του γεωργού μέχρι το θέρισμα με το δρεπάνι αρχικά και μετά με τις θεριζοαλωνιστικές μηχανές ήταν μια περίοδος παρακολούθησης και άγχους, ελπίδας και προσμονής για περίσσεια του «γεννήματος», για να πουληθεί και καμιά ποσότητα σταριού για να κλείσει τις τόσες και τόσες …τρύπες της φτώχειας.
Και προς πώληση ήταν πάντα η καλύτερη ποιότητα του σταριού (του σκληρού), ενώ η πιο φθηνή (του νούμερου) ήταν για το σπιτικό και έδινε το μαύρο ψωμί. Γι’ αυτό και όταν ερχόταν καμιά άσπρη κουλούρα στο σπίτι από την πόλη, τα παιδιά έπεφταν με τα μούτρα πάνω της και δεν την έτρωγαν σαν ψωμί αλλά σαν κάτι πολύ ξεχωριστό! Το ψωμί συνόδευε τα πάντα – μόνο τα γλυκά τρώγονταν μόνα τους. Η προσταγή «προσφάισε» – φάε όσο πιο πολύ ψωμί γίνεται με το φαΐ – ήταν η εμβληματική φράση (που έπαιρνε και τη μορφή ευχής), όταν στρώνονταν οι οικογένειες για να φάνε. Με το ψωμί έπιανε τόπο το φαΐ. Το να φας το κρέας, για παράδειγμα, μόνο του ήταν πολύ άσχημη ενέργεια.
Τα παιδιά κυκλοφορούσαν με ψωμί στο χέρι, με φέτα από τη μια άκρη του καρβελιού στην άλλη με νερό και ζάχαρη (η φτηνή εκδοχή) ή με λάδι και ζάχαρη (η ακριβή εκδοχή). Το χειμώνα θα ήταν και καψαλισμένη και αρκούσε μόνο το λάδι για να φαγωθεί ευχάριστα. Το κολατσιό στα χωράφια ήταν πάντα ψωμί με τυρί και το καλοκαίρι συμπληρωνόταν και με ντομάτα. Και η φράση «έχουμε φάει ψωμί και αλάτι» υποδήλωνε ακριβώς τον ισχυρό και φιλικό δεσμό μεταξύ των ανθρώπων. Γιατί το ψωμί ήταν η πεμπτουσία της τότε ζωής!
Όταν έβγαινε το ζεστό ψωμί από το φούρνο, ένα καρβέλι θα έφευγε στο «άψε σβήσε» συνοδευόμενο με τυρί. Και ήταν σε πρώτη ζήτηση οι γωνίες και η πάνω κόρα, γιατί η κάτω κόρα θα είχε και στάχτη και κανένα απομεινάρι από τα κάρβουνα του φούρνου. Η δε περίφημη κουλούρα έφευγε, ενώ ακόμα έκαιγε. Η έκφραση «ψωμοτύρι» – με την έννοια της διαρκούς επαναληψιμότητας μιας ενέργειας – προέκυψε ακριβώς από την καθημερινή και πολύ συχνή λειτουργία της καθολικής τροφής «ψωμί και τυρί», που μεγάλωσε γενιές και γενιές ανθρώπων.
Το κόστος ζωής τότε υπολογιζόταν με βάση την τιμή του ψωμιού και του σταριού! Ήταν το μέτρο της οικονομίας τότε που η οικονομία στηριζόταν στην παραγωγή, ενώ τώρα είναι ο δείκτης του χρηματιστηρίου σε μια οικονομία που στηρίζεται εν πολλοίς στον …αέρα, γι’ αυτό και είναι πολλαπλά ευάλωτη. Το ψωμί ήταν ιερό και αυτό γιατί συνδεόταν με την ίδια τη ζωή του ανθρώπου. Ήταν κακό – κάτι σαν αμαρτία – να πετάξεις ψωμί, γιατί σήμαινε πεταμένος ο πολυϊδρωμένος κόπος, γιατί κάποιος άλλος θα πείναγε και επομένως δεν έπρεπε να το πετάς! Ακόμα και το σκληρό κομμάτι του πολυκαιρινού ψωμιού τρωγόταν, αφού μαλάκωνε στο νερό ή έπεφτε στο πιάτο της ούτως ή άλλως αραιής φασολάδας.
Η ιερότητα του ψωμιού δεν συνδεόταν μόνο με το ότι ήταν η βασική τροφή της ζωής ή με τη σκληρή δουλειά του γεωργού αλλά και με το γεγονός ότι το ψωμί και το στάρι συνέδεαν τον άνθρωπο με τη γη, με τη μητέρα Γη, την αρχέγονη θεά! Αυτή την ιερότητα την αντίκριζες στα μάτια του γεωργού όταν αγνάντευε τους κυματισμούς των σταχιών των χωραφιών του, όταν καμάρωνε με τις ώρες τη σοδειά του.