*ΔΕΥΤΕΡΙΑΤΙΚΟΙ ΑΝΤΙΛΑΛΟΙ* ΣΤΗΝ ΑΥΓΗ ΠΥΡΓΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΚΩΣΤΑ Ι. ΠΕΡΔΙΚΗ
Δευτεριάτικοι
Αντίλαλοι
με τον Κώστα Ι. Περδίκη
Ο Γκιόνης
Τότε, βγαίνοντας από το σπίτι του παππού, η νύχτα έπεφτε για τα καλά μαζί με έναν αδιόρατο φόβο. Σφίγγαμε τα χέρια της μάνας μας για να βρούμε δύναμη και σιγουριά, καθώς παίρναμε το κατασκότεινο δρομάκι του γυρισμού για το σπίτι μας.
Μέσα στην απόλυτη σιγαλιά από μακριά έφτανε στα αυτιά μας η θλιμμένη φωνούλα ενός πουλιού. «γκιων, γκιων, γκιων…». «Είναι ο αδελφός του Γκιώνη», μας εξηγούσε η μάνα μας, «που τον έχει χάσει και κάθε βράδυ τον αναζητάει και τον φωνάζει μέσα στο σκοτάδι». Τα λόγια της μάνας μας πόση λύπη έφερναν στις ψυχούλες μας…
Τώρα, μένουμε στη μεγάλη πόλη, στην άκρη της, πολύ κοντά στο βουνό. Όπως όλος ο κόσμος έτσι κι εμείς εδώ και μέρες «μένουμε σπίτι», μπας και γλιτώσουμε από τον κακό ιό που μας ήρθε από την Κίνα. Ζούμε όλοι μας καταστάσεις πρωτόγνωρες:
Η πόλη μας γαλήνεψε. Η καθημερινή μας τρέλα, να τα προλάβουμε όλα, πήγε στην μπάντα. Ο ασταμάτητος θόρυβος και η βαβούρα σίγασαν. Τα χιλιάδες αυτοκίνητα, και τροχοφόρα χάθηκαν. Που και που περνάει κανένα. Ο αέρας και ο ουρανός καθάρισαν και η απέναντι Αίγινα ήρθε σχεδόν στην αυλή μας. Οι δρόμοι φαντάζουν άχρηστοι πλέον, καθώς απόμειναν έρημοι.
Στη γειτονιά μας, όμως, συμβαίνει κάτι ακόμα. Κάθε βράδυ, με το που πέφτει το σκοτάδι, σαν σε όνειρο, ακούμε και πάλι τη θλιμμένη φωνούλα, τη ξεχασμένη από καιρό, «γκιων, γκιων, γκιων…».
Το καλό μας πουλί, φωλιασμένο κάπου κοντά μας, επί ώρες ασταμάτητα κράζει, αναζητώντας μάταια τον χαμένο του αδελφό. Περασμένα μεσάνυχτα, πέφτοντας στο κρεβάτι, η φωνούλα «γκιων, γκιων, γκιων…» μας συντροφεύει και μαζί με τη λύπη της φέρνει και τον ύπνο μας…
Υ.Γ. Ο μύθος του Γκιόνη είναι πολύ πιο τρομακτικός από την εξήγηση που, τότε, μας έδινε η μάνα μας. Μιλάει για σκοτωμό ανάμεσα στα δυο αδέλφια. Φαίνεται ότι ή αγνοούσε τι ακριβώς έλεγε ο μύθος ή το ήξερε αλλά, στην προσπάθειά της να μην μας «τραυματίσει», αποσιωπούσε το σκληρό κομμάτι του…
*****************************
Ο Γκιώνης
Ήταν δυο αδέλφια πάντα αγαπημένα,
πρόβατα βοσκούσαν σ΄ άρχοντα μεγάλο,
Γκιώνη λεν τον ένα, Δήμο λεν τον άλλο.
Κάποια μέρα ο Γκιώνης δυo αρνάδες χάνει,
ψάχνει δεν τις βρίσκει τριγυρνά και κλαίει.
Έρχεται στη στάνη τ΄ αδελφού το λέει.
Βρέθηκε κι εκείνος στην κακιά του ώρα,
άδικα χολιάζει, σα θεριό θυμώνει,
το μαχαίρι βγάζει και τόνε σκοτώνει.
Οι αρνάδες ήρθαν στο κοπάδι πάλι
κι ο φονιάς τις βλέπει, στέκεται κλαμένος
γέρνει το κεφάλι μετανοημένος.
Κι ο Θεός τον είδε που χτυπά τα στήθη,
κλαίει νύχτα μέρα θέλει να πεθάνει
και τον ελυπήθει και πουλί τον κάνει.
Και γι αυτό το βράδυ άμα σκοτεινιάζει
το πουλί θλιμμένο, στο δεντρί κλαρώνει
κι όλη νύκτα κράζει Γκιώνη, Γκιώνη, Γκιώνη.
Γ. Δροσίνης