Άρθρο του Νίκου Τσούλια : Να δημιουργήσω εικόνες του μέλλοντος…
Για τη μνήμη του μέλλοντος
Του συνεργάτη μας Εκπαιδευτικού κ. Νίκου Τσούλια
Όχι δεν ήμουν περαστικός. Δεν έβγαζα μόνο φωτογραφίες, τη μια πίσω από την άλλη. Έκατσα εκεί στο έμπα των χωραφιών μας, στην πλαγιά του γεμάτου σκίντα και πουρνάρια λόφου. Προσπαθούσα να συναντήσω παλιές ματιές, παλιές ιστορίες. Να βρω αφηγήσεις παιδικές.
Πάει σχεδόν μισός αιώνας από τότε, που τα χωράφια του Παλιόμυλου και όλα σχεδόν τα ποτιστικά χωράφια του χωριού μας, έγιναν βυθός. Το νερό του ποταμού – που ποτέ δεν τον βλέπαμε πριν – ήρθε και εγκαταστάθηκε μόνιμα και οριστικά στα μέρη μας. Και μας έδιωξε από τα πατρικά μας. Το φράγμα έφτιαξε μια όμορφη λίμνη και χρόνια τώρα καμαρώνουμε γι’ αυτή. Η χαρά αγκαλιά με τον πόνο. Δεν ξέραμε που ξεχώριζαν. Την ίδια στιγμή – πολλά χρόνια τώρα – νιώθαμε και τα δύο μαζί.
Ξηρασία φέτος, χωρίς προηγούμενο. Λίγα νερά έπεσαν τον προηγούμενο χειμώνα. Η άνοιξη πέρασε στεγνά, το ίδιο και το καλοκαίρι. Ο κάμπος τράβαγε το νερό για τα ποτίσματα και η λίμνη άδειαζε όλο και πιο πολύ. Κάθε ημέρα και μια εγκατάλειψη κατακτημένων εδαφών. Άτακτη υποχώρηση του …εχθρού, που πήρε τις περιουσίες μας.
Και έτσι στις 6 Νοεμβρίου 2021, που βρέθηκα στην Αμαλιάδα, έκανα το γύρω – γύρω του αποκαλυμμένου πλέον βυθού, που περιτριγύριζε το λόφο του χωριού μου, και εγκαταστάθηκα στο έμπα των δικών μας χωραφιών. Δεν υπήρχαν χωράφια ούτε δέντρα ούτε φυτά. Μόνο χώμα – γλίνα ξεροσκασμένη. Προσανατολίστηκα με βάση τον παλιό δρόμο που έφτανε μέχρι το λόφο και αγνάντευε την περιουσία μας.
Έγραψα χειρόγραφα. Να κρατήσω το χαρτί με τη γραφή μου. Ήξερα ότι θα νοσταλγούσα αυτή τη στιγμή στο μέλλον, τη στιγμή που ποθώ μια μακρινή εποχή. Έγραψα νοσταλγώντας το χθες με τη σκέψη ότι δημιουργούσα μια πηγή της μνήμης του μέλλοντος.
Πηγαίναμε πρόβατα και άλογα κάποτε εδώ σε αυτή την λάσπη. Τα δυο μας χωράφια τα χώριζε μια γράνα και στο τέλος υπήρχε το βαθύ λαγκάδι. Μπορεί όλα να είναι ισοπεδωμένα. Τίποτα να μην ξεχωρίζει. Αλλά ένα μικρό βαθούλωμα με κιτρινοκαφέ χρώμα διέκρινε το πέρασμα του λαγκαδιού σε σχέση με το πρασινοχάλκινο χρώμα, που δέσποζε στα εγκαταλειμμένα από το νερό εδάφη.
Το νερό κάτω μακριά στο βάθος. Δεκάδες άσπρα πουλιά καθισμένα στην άκρη της συρρικνωμένης λίμνης έκρωζαν δυνατά και κάποια πολύ μεγάλα μαυροπούλια σηκώνονταν βαριά βαριά κτυπώντας τις τεράστιες φτερούγες τους. Δεν είχα ξαναδεί τόσο μεγάλη φτερομάζωξη. Θα είναι μάλλον πουλιά αποδημητικά, περαστικά στο δρόμο προς τη δική τους σταθερή μετανάστευση.
Τίποτα δεν θύμιζε το χθες. Πουθενά τα χωράφια μας, τα σύνορά τους, οι καλλιέργειές τους, οι γράνες τους, οι ιτιές, οι λυγαριές. Όλα έχουν γίνει χώμα. Δεν βρίσκεις τίποτα οικείο. Μόνη παρηγοριά ο ορίζοντας. Ίδιος και απαράλλαχτος. Ο Ερύμανθος στα δεξιά μου αγέρωχος και ακλόνητος στο ακούραστο πέρασμα των αιώνων και αριστερά του το μικρό αδέλφι του, το Πετροβούνι. Ευθεία κάτω προς τη δέση του φράγματος οι λόφοι του Άη – Λια και αριστερά τους οι λόφοι του Καλαθά, οι όμορφοι λόφοι του ηλιοβασιλέματός μας.
Μνήμη και λήθη μαζί, αγκαλιασμένες – και σε μόνιμη, σε σκληρή σύγκρουση. Παιχνίδια του χρόνου και της στοχασμού, της φύσης και του ανθρώπου – μπλεγμένο κουβάρι, που δεν καλοξέρεις ποιος το ξετυλίγει: εσύ ή οι καιροί. Η μνήμη του μέλλοντος θα κουβαλήσει ό,τι η ψυχή μου θα αγαπήσει και ό,τι θα την πονέσει.
Ξέρω τα παιχνίδια του χρόνου και πώς μπορώ να ξεπεράσω τη βιαιότητα της καταστροφής του. Αρκεί να δημιουργήσω πολύ έντονα αυτές τις στιγμές, να ρουφήξω τις μακρινές πνοές της λίμνης, να αποκρυπτογραφήσω του βυθού τα κρυμμένα μυστικά, να συνταιριάξω παλιές εικόνες με τις τωρινές. Να δημιουργήσω εικόνες του μέλλοντος…