*Αντ’ αυτής* Το διήγημα στην ΑΥΓΗ Πύργου από τον συγγραφέα λογοτέχνη Κώστα Ι. Περδίκη
ΑΝΤΙΛΑΛΟΙ ΛΟΓΟΥ
& ΤΕΧΝΗΣ
Γράφει ο συγγραφέας λογοτέχνης Κώστας Ι. Περδίκης
Αντ’ αυτής
Το ταξί σταμάτησε λίγα μέτρα μακριά από την πύλη του “Λαϊκού”. Η Άννα βγήκε από την πίσω πόρτα, κρατώντας ένα σακβουαγιάζ με τα τελείως απαραίτητα ρούχα της. Δίστασε για μια στιγμή, πριν περάσει την πύλη και μετά κατευθύνθηκε, με κουρασμένο βήμα, προς τα “εξωτερικά ιατρεία”. Φορούσε μια όμορφη, αν και πολυφορεμένη μπεζ καπαρντίνα, σφιγμένη στη μέση της και χαμηλοτάκουνες γόβες. Η φιγούρα της παρέμενε ακόμη κομψή, για τα χρόνια της. Μεσαίο ανάστημα, σχετικά λεπτή, με καστανά βαμμένα μαλλιά, πιασμένα πίσω σε αυτοσχέδιο κότσο. Την έκανες, δεν την έκανες εξήντα αν και είχε ήδη πατήσει τα εβδομήντα. Από την άλλοτε νιότη της είχαν απομείνει λίγα, αλλά ζωηρά σημάδια για να τη θυμίζουν.
Έξω από το “καρδιολογικό” βρήκε να περιμένουν τη σειρά τους τέσσερα-πέντε άτομα, πριν απ’ αυτήν. Τελειώνοντας από κει, ύστερα από δύο ώρες, ένας νοσοκόμος την οδήγησε στην καρδιολογική κλινική, στον δεύτερο όροφο. Είχε διαγνωσμένη βαριά καρδιοπάθεια, κληρονομική απ’ ό,τι φαίνεται, αφού ο πατέρας της αλλά και ο αδελφός της είχαν πεθάνει, σχετικά νέοι, από οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου. Πήρε μόνη της τη δύσκολη απόφαση, ακολουθώντας στωικά τη συμβουλή του θεράποντα γιατρού της. Μπήκε στο νοσοκομείο για να κάνει εγχείρηση.
Δεν είχε συγγενείς, μόνο έναν ανιψιό, τον Πέτρο, από τον αδελφό της. Εργαζόταν, εκτός Αθηνών, στην Τρίπολη και της είχε υποσχεθεί ότι τη μέρα της εγχείρησης θα ζητούσε άδεια από τη δουλειά του, για να βρίσκεται κοντά της. Του είχε μεγάλη αδυναμία και τον θεωρούσε και δικό της παιδί. Έτυχε στη ζωή της να γνωρίσει τον μεγάλο έρωτα, αλλά ούτε εκείνος, ούτε όμως και μια άλλη, αργότερα, πιο συμβατική σχέση της κατέληξαν σ’ αυτό που λέμε αίσιο τέλος, στον γάμο. Συνήθισε, έτσι, να ζει μονάχη της, στο μικρό της διαμέρισμα, κάπου στο κέντρο της πόλης.
Ήταν δασκάλα, συνταξιούχος εδώ και μερικά χρόνια και τα βόλευε δύσκολα με όση σύνταξη της είχε απομείνει τώρα, από τις συνεχείς περικοπές των μνημονίων. Η καλύτερή της φίλη, μια παλιά συνάδελφος είχε κι αυτή τα δικά της προβλήματα υγείας και σπάνια έβγαινε από το σπίτι της. Όταν μπορούσε πεταγόταν η Άννα μέχρι εκεί για να την δει.
Μπαίνοντας στο δωμάτιο, διαπίστωσε ότι είχε τρία κρεβάτια, αλλά μόνο το ένα ήταν πιασμένο από μία πολύ ηλικιωμένη γυναίκα, τα άλλα δύο ακόμη ήσαν ελεύθερα. Διάλεξε αυτό, που ήταν δίπλα στο παράθυρο και προσπερνώντας το κρεβάτι της γιαγιάς, πήγε προς τα κει. Η αποκλειστική νοσοκόμα, που σκυμμένη εκείνη την ώρα φρόντιζε την άρρωστη, έστρεψε για λίγο το βλέμμα της προς την Άννα και ανταπόδωσε χαμογελώντας αμυδρά τον χαιρετισμό της. Η εγχείρηση ήταν προγραμματισμένη για τη μεθεπόμενη μέρα το πρωί και μάλιστα πρώτη στη λίστα, λόγω της σοβαρότητας της περίπτωσής της.
Η υπόλοιπη μέρα, από την ώρα που τακτοποιήθηκε στο κρεβάτι της, κύλησε ήρεμα, χωρίς να της γίνει κάποια ιατρική ενέργεια. Όλες οι απαραίτητες εξετάσεις θα γίνονταν την παραμονή της επέμβασης. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει όταν, για να περάσει την ώρα της, έκανε μια αναγνωριστική βόλτα στους διαδρόμους του ορόφου. Εντόπισε τα γραφεία των γιατρών και του καθηγητή, το γκισέ της προϊσταμένης και την κουζίνα. Μερικοί ασθενείς με τους συγγενείς τους τα ’λεγαν ψιθυριστά, καθισμένοι στο μικρό σαλονάκι, στο μισοσκόταδο. Απέφυγε να τους κοιτάξει, δεν ήθελε να μπει στον πειρασμό να μαντέψει το πρόβλημά τους και να αγχωθεί ακόμη πιο πολύ.
Γυρνώντας, ήταν ακόμη νωρίς για να ξαπλώσει και προτίμησε να διαβάσει, καθιστή στην πολυθρόνα, λίγες σελίδες από το βιβλίο που είχε φέρει μαζί της. Έριχνε πού και πού καμιά ματιά προς το κρεβάτι της γιαγιάς, που ήταν κοντά στην πόρτα και στη γυναίκα που την πρόσεχε νύχτα-μέρα, με μια ανάπαυλα λίγων μόνον ωρών, μετά το μεσημεριανό φαγητό. Ήταν φανερό ότι επρόκειτο για ξένη. Η βαριά προφορά της, τα σπαστά ελληνικά, αλλά και όλο της το παρουσιαστικό, δεν άφηναν καμία αμφιβολία γι΄ αυτό.
Όπως της είπε, αργότερα, ήταν από τη Βουλγαρία και την έλεγαν Τάνια. Τα μαλλιά της πήγαιναν μάλλον προς το σκούρο ξανθό χρώμα, η ηλικία της γύρω στα σαρανταπέντε, γενικά καλοβαλμένη και με γλυκά χαρακτηριστικά. Η φροντίδα, που ’δειχνε στη γιαγιά, μιλώντας της πάντα χαμηλόφωνα και ευγενικά, καθώς και η όλη της αφοσίωση στην άρρωστη έκαναν την Άννα να την προσέξει περισσότερο.
Την επόμενη μέρα, παραμονή δηλαδή της εγχείρησης, ήταν ήδη αργά μετά το μεσημέρι, όταν επιτέλους τελείωσαν οι εξετάσεις και η Άννα έφτασε εξουθενωμένη, πάνω στο αναπηρικό καρότσι, στον θάλαμό της. Η αρχική αμηχανία και η απόσταση μεταξύ των δύο γυναικών δεν άργησαν να φύγουν και τη θέση τους πήρε η αμοιβαία οικειότητα και η διάθεση για παρέα. Την είχαν, φαίνεται, ανάγκη και οι δυο τους, η ξένη γυναίκα για να ξεφύγει λίγο από τη συνεχή φροντίδα της γιαγιάς και η Άννα για να ξεχάσει, κατά το δυνατόν, την επόμενη μέρα που δικαιολογημένα την φόβιζε.
Πρώτη η Άννα, με λίγες μετρημένες κουβέντες, έδωσε στην ξένη το περίγραμμα της ζωής της.
Μετά, ήλθε η σειρά της Τάνιας να ξεδιπλώσει τη δική της ιστορία, πασχίζοντας να βρίσκει, όσο μπορούσε, τις σωστές ελληνικές λέξεις στην αφήγησή της. Καταγόταν από μια μικρή πόλη, λίγα χιλιόμετρα μακριά από τη Σόφια. Είχε παντρευτεί μικρή, αλλά μετά από λίγα χρόνια χώρισε, γιατί ο άντρας της έπεσε από νωρίς στο ποτό, τη συνηθισμένη κατάρα σ’ αυτές τις χώρες. Ευτυχώς ή δυστυχώς δεν απόκτησαν παιδί. Για μερικά χρόνια δούλεψε στο δημοτικό ιατρείο της πόλης της σαν νοσηλεύτρια, αμέσως όταν τελείωσε τη σχολή της.
Η μάνα της, ύστερα από πολλά χρόνια δουλειάς σε εργοστάσιο που ’φτιαχνε ρούχα, πήρε τη σύνταξή της, με την ελπίδα να περάσει όσα χρόνια της έμεναν ξεκούραστα, απολαμβάνοντας την αμοιβή των κόπων της. Ήλθε όμως η κατάρρευση των Ανατολικών χωρών και όλα αυτά σχεδόν χάθηκαν εν μια νυκτί. Το δημοτικό ιατρείο θεωρήθηκε από τη νέα εξουσία δαπανηρή πολυτέλεια για τους κατοίκους και έκλεισε. Όσοι χρειάζονταν νοσηλεία έπρεπε τώρα να πηγαίνουν στο νοσοκομείο της πρωτεύουσας, μπορούσαν δεν μπορούσαν.
Η Τάνια είχε και η ίδια την τύχη του ιατρείου, έχασε τη δουλειά της και από τότε πέρναγαν και οι δυο τους με τα ψιχία της σύνταξης της μάνας της, που η νέα κυβέρνηση καταδέχτηκε να δώσει. Τα χρήματα δεν έφταναν ούτε για τα φάρμακα, που χρειαζόταν η μάνα της. Δεν υπήρχε άλλη λύση. Αποφάσισε να ψάξει για καλύτερη ζωή και να ξενιτευτεί στη χώρα μας, όπως άλλωστε είχαν κάνει τόσοι και τόσοι συμπατριώτες της, πριν απ’ αυτήν. Ήταν καλή στη δουλειά της, σοβαρή και ευσυνείδητη και δεν της έλλειπε σχεδόν ποτέ το μεροκάματο. Ζούσε στην Αθήνα λιτά και μυαλωμένα, στέλνοντας αρκετά χρήματα στη μάνα της.
Η ώρα περνούσε μάλλον ευχάριστα, αν μπορεί να ειπωθεί κάτι τέτοιο για διαμονή μέσα σε νοσοκομείο. Η γιαγιά τις περισσότερες ώρες ήταν βυθισμένη στον ύπνο, μη έχοντας πολλές απαιτήσεις από την κοπέλα, άλλωστε η μόνη της αρρώστια ήταν τα βαθιά γεράματα. Η Άννα, έχοντας έναν άνθρωπο, να κάθεται πλάι της, σιγά-σιγά ηρέμησε, ο φόβος της ξεχάστηκε λίγο. Της άρεσε που άκουγε την Τάνια να της μιλάει χαμηλόφωνα, ενώ κρατούσε τα μάτια της κλειστά για να ξεκουράζεται. Με την κουβέντα, ίσως και με τη βοήθεια κάποιου ηρεμιστικού, δεν άργησε να την πάρει ο ύπνος. Αύριο, Θεού θέλοντος, τέτοια ώρα, τα δύσκολα θα έχουν περάσει και θα είναι κοντά της και ο Πέτρος, ο αγαπημένος της ανιψιός.
Είχε για τα καλά ξημερώσει η μέρα, όταν ήλθε ο νοσοκόμος με το φορείο να την παραλάβει. Από το παράθυρο ο ουρανός φαινόταν καθαρός και έφταναν μέσα στο δωμάτιο τα πρωινά κελαηδίσματα των πουλιών από τα πυκνά φυλλώματα των δέντρων της αυλής. “Όλα θα πάνε καλά, κυρία Άννα”, άκουσε να της ψιθυρίζει με αληθινή συμπάθεια η Τάνια, δείχνοντας και να το πιστεύει. Της κρατούσε σφιχτά το χέρι, μέχρι που το φορείο βγήκε στον διάδρομο. Η Άννα την κοιτούσε συνέχεια στα μάτια, θέλοντας απ’ αυτά να πάρει κουράγιο. “Θα τα καταφέρω”, ήταν οι τελευταίες λέξεις που της είπε, χαμογελώντας γλυκόπικρα.
Οκτώ ολόκληρες ώρες κράτησε η επέμβαση στην Άννα, αρκετές για να συμβούν, στο μεταξύ, πολλά. Η γιαγιά δεν ξύπνησε ποτέ από τον βαθύ της ύπνο, έσβησε σαν τη φλόγα στο καντήλι, μόλις της τελειώσει το λάδι. Η Τάνια ειδοποίησε τους συγγενείς της για τα περαιτέρω. Λόγω εφημερίας, τα δύο κρεβάτια πιάστηκαν αμέσως από νεοφερμένες ασθενείς. Σ’ αυτήν που της έτυχε εκείνο που ήταν η γιαγιά, δεν της έκαναν λόγο για ό,τι είχε συμβεί λίγο πριν. Συνηθισμένα, άλλωστε, κάτι τέτοια στα νοσοκομεία, κόσμος πάει κι έρχεται. Άλλοι φεύγουν από μέσα ’κει γεροί κι άλλοι πεθαμένοι.
Ο Πέτρος, όσο και να προσπαθούσε να το κρύψει, έδειχνε σοκαρισμένος από τον θάνατο της γιαγιάς. Η Τάνια, όμως, έχοντας πλούσια εμπειρία από τέτοιες καταστάσεις άρχισε να του μιλάει, προσπαθώντας να τον καθησυχάσει. ʺΜε τη δουλειά που κάνω, έχω γνωρίσει τόσους ανθρώπους μεγάλης ηλικίας, αλλά και πιο νέους, που τους πρόσφερα τη φροντίδα μου στην αρρώστια τους, μέσα στα νοσοκομεία. Μερικοί απ’ αυτούς πέθαναν κυριολεκτικά στα χέρια μου. Αν και όλοι τους μου ήσαν ξένοι, ήταν αδύνατο να μη δεθώ μαζί τους, να μη μου στοιχίσει ο χαμός τους. Μέχρι εκεί όμως, έπρεπε κι εγώ να κρατήσω τη ψυχή μου γερή, για να αντέξω τις δικές μου φουρτούνες, άμα έλθουν κάποια στιγμή. Προσπαθούσα να μη βουλιάζω στις λύπες των άλλωνʺ.
Η εικόνα της Άννας, όταν την έφεραν στο δωμάτιο, δεν είχε καμιά σχέση με κείνη, όταν την πήραν για το χειρουργείο. Το πρόσωπό της ήταν καλυμμένο με τη μάσκα οξυγόνου και μόνο τα μάτια της ήσαν ελεύθερα, αλλά μισόκλειστα ακόμη από την αναισθησία. Στις φλέβες των χεριών της έσταζαν οροί και όλο της το σώμα ήταν σκεπασμένο με το σεντόνι, που έκρυβε τη μεγάλη τομή, που της είχε γίνει.
Η ώρα περνούσε, αλλά η Τάνια δεν έλεγε να φύγει… ʺΗ θεία σου, λίγο πριν την πάρουν με το φορείο, μου ζήτησε, αν μπορούσα, μαζί με τη γιαγιά να προσέχω και κείνη μετά την εγχείρησηʺ είπε στον Πέτρο, για να δικαιολογήσει την εκεί παραμονή της. ʺΔεν χρειάζεται να μείνεις κι εσύ εδώ το βράδυ, πήγαινε να κοιμηθείς και το πρωί έλα για να αλλάξουμεʺ.
Ήθελε ακόμη να του πει και να του εξηγήσει όσα είχε στο μυαλό της για τη θεία του. Ότι δηλαδή μ’ αυτήν τη γυναίκα της είχε συμβεί κάτι πολύ ξεχωριστό. Από την πρώτη στιγμή που την είδε, μόλις μπήκε στο δωμάτιο, της φάνηκε γνώριμη, δικός της άνθρωπος. Το πρόσωπο και το χαμόγελό της, καθώς μιλούσε σιγανά, της θύμιζαν τη μάνα της. Την ίδια στιγμή, όμως, της έρχονταν εκείνες οι μνήμες που την πλήγωναν και που πάσχιζε να τις ξεχάσει. Δεν ήθελε να θυμάται ότι αναγκάστηκε να την αποχωριστεί, για να μπορέσουν έτσι να επιβιώσουν, μακριά η μία από την άλλη. Αντί να βρίσκεται κοντά της να τη φροντίζει και να της δίνει την αγάπη της, πληρωνόταν για να απαλύνει τον πόνο σε ξένους ανθρώπους. Όταν της τηλεφώνησαν ότι ήταν σοβαρά, τα παράτησε όλα, αλλά δεν την πρόλαβε ζωντανή, μια γειτόνισσά τους βρέθηκε δίπλα της και της έκλεισε τα μάτια. Εκείνη η γειτόνισσα έζησε την ιερή στιγμή του τέλους της μάνας της, αντί για την ίδια…Από τότε το γεγονός αυτό τη σημάδεψε, της έγινε η πικρή σκέψη, που δεν έφευγε από το μυαλό της.
Να όμως που η ζωή, για άλλη μια φορά, έφερε τα πράγματα έτσι, όπως εκείνη ήθελε. Είχε φτάσει τώρα η στιγμή για τη δική της εξιλέωση. Δεν χρειάστηκε να το πολυσκεφτεί. Το τι θα έκανε της ήλθε πολύ εύκολα, από μόνο του. Η Άννα, που λίγες ώρες πριν είχε συναντήσει εκεί, θα γινόταν η αφορμή να κάνει το πιο ωραίο μνημόσυνο για τη μάνα της. Όσα δεν μπόρεσε να της προσφέρει θα τα δώσει πρόθυμα, χωρίς αντάλλαγμα, σ’ αυτήν την άρρωστη γυναίκα, που τώρα έχει την ανάγκη της. Όλη της την έγνοια και τη φροντίδα, σαν να ήταν η μάνα της.
Αργότερα, όταν η περιπέτεια του νοσοκομείου θα είναι απλώς μια ανάμνηση και η Άννα θα της ζητήσει εξηγήσεις, η Τάνια θα ’χει όλον το χρόνο να της αποκαλύψει το μυστικό της και να της δικαιολογήσει τα όσα έκανε για κείνη. Αλλά τότε πια θα είναι αλλιώς, δεν θα είναι δυο ξένες. Μεταξύ τους θα έχει γεννηθεί μια βαθιά φιλία, μια αληθινή αγάπη. Μια αγάπη που τόσο είχε ανάγκη η Άννα, αλλά και άλλο τόσο η Τάνια.