Τραγουδώ εγώ και το βουνό χορεύει *** Ένα εξαιρετικής δομής λογοτεχνικό κείμενο του Νίκου Τσούλια!
Τραγουδώ εγώ και το βουνό χορεύει
Ι. Sola (2022), Τραγουδάω εγώ και το βουνό χορεύει, Αθήνα: Ίκαρος, σελίδες 224
Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας
Τραγουδώ στην πλαγιά, στην κορυφή, στο λιβάδι,
στις τσουκνίδες, στο βαθυκόκκινο τριαντάφυλλο,
στη βατομουριά,
Τραγουδώ σαν αυτόν που βάζει περιβόλι,
που σκαλίζει ένα τραπέζι,
που χτίζει ένα σπίτι,
που ανεβαίνει σ’ έναν λόφο,
που τρώει ένα καρύδι,
που ανάβει τα κάρβουνα.
Σαν Θεός δημιουργός ζώων και φυτών.
Τραγουδώ εγώ και το βουνό χορεύει.
Του Νίκου Τσούλια, Εκπαιδευτικού και Λογοτεχνικού συνεργάτη της Εφημερίδας μας
Ένας ύμνος στα βουνά. Ένα ποίημα της πρωτόλειας ζωής του ανθρώπου στα απρόσιτα μέρη. Ένας λυρισμός της φύσης. Ένας πόνος του ανθρώπου. Μια μαύρη σκιά του πολέμου και του θανάτου. Μικρές ιστορίες χωρικών που ζουν στο δικό τους, ξεχωριστό σύμπαν, εκεί ψηλά στα σύνορα Ισπανίας και Γαλλίας.
Μια απόπειρα να βρεθεί η σχέση ανθρώπου και φύσης. «Τα σπόρια κοιμούνται κάτω από τη σκοτεινή γη, την υγρή. Φυλάνε μέσα τους όλα τα ξυπνήματα. Όλους τους κυνόδοντες του αγριογούρουνου. Όλα τα χέρια της γυναίκας. Φυλάνε μέσα τους όλα τα καπέλα και τη σάρκα και τη μνήμη. Κοιμισμένα, κουλουριασμένα, κάτω από τη σκοτεινιά, αναζητούν μία αγκαλιά. Ανοίγοντας δρόμους και φτιάχνοντας ζωή και φτιάχνοντας μανιτάρια και αναμνήσεις».
Τα ίδια τα βουνά αφηγούνται και με την τέχνη των σκίτσων επικουρικά να δίνουν πνοή στον λόγο, στο μακρύ παρελθόν τους, στον αργόσυρτο χρόνο τους, στην ένταση του φλοιού της Γης, που γεννοβολούσε την τραχύτητά της, που η ορεογένεσή της σμίλευε τις ατέλειωτες μορφές της επιφάνειάς της, υψώματα – μικρά και μεγάλα, κοιλάδες γλυκές και χαράδρες που φοβίζουν, πεδιάδες και ποτάμια, λίμνες και θάλασσες για να συγκεντρώνεται πλήθος ανθρώπων.
Και μιλάνε σε εμάς, για να κατανοήσουμε το βαθύτερο νόημα του χρόνου, για να συνειδητοποιήσουμε την μικρότητά μας. «Πώς πεθάνατε εσείς όσο εμείς σηκωνόμασταν στον αέρα. Ψηλά. Τόνοι και τόνοι βράχια και χώμα, γρανίτης, γνεύσιο και ασβεστίτης. Προς τον ουρανό σηκωθήκαμε, από τα κατάβαθα. Με όλο το πείσμα, με όλη την υπομονή, με όλη τη βραδύτητα με όλη την καταστροφικότητα. Η σκοτεινή ορμή μας σήκωνε, η ωμή βία μας έστελνε καταπάνω, ο βράχος συστρεφόταν, το χώμα επιβαλλόταν, συσσωρευόταν, ζάρωνε, έσκαζε».
Και οι αρκούδες έχουν τα δικά τους δικαιώματα. Αυτές ζούσαν πρώτα στα βουνά. Κατηγορούν την αλαζονεία των ανθρώπων. Κατηγορούν το μίσος τους και τον πόλεμό τους. Τα βουνά. Η αρχαία διαμάχη. Η φύση φτιάχτηκε για τον άνθρωπο ή ο άνθρωπος είναι ένα από τα πολλά δημιουργήματα της φύσης;
Και από κοντά οι σχέσεις των ανθρώπων, αγάπη και σκοτάδι αγκαλιά. Πώς να διαχειριστείς τον χαμό του ανθρώπου – έστω και αν έγινε κατά λάθος; Πώς θα απαλαίνει ο πόνος, πώς θα βιώνει την απώλεια του αγαπημένου της η γυναίκα ή μήπως δεν ήταν αγαπημένος;
«Όμως δεν ξέρω τι είναι χειρότερο, να σκέφτομαι μονάχα τις καλές αναμνήσεις και ν’ αφήνω την κοφτερή νοσταλγία και την αχόρταγη απαντοχή να δουλεύουν και να μεθάνε την ψυχή μου ή να κολυμπάω στα ρυάκια της σκέψης μου με οδηγό τις θλιβερές αναμνήσεις, τις οδυνηρές, τις φριχτές, να πλημμυρίζουν την καρδιά μου και να αφήνουν ακόμα πιο ορφανή στη σκέψη ότι ο άντρας μου δεν ήταν ο άγγελος που στεφανώθηκα».
Η ζωή συνεχίζεται εκεί στα Πυρηναία, εκεί που έφτασε η χάρη του δικού μας Ηρακλή, για να δείξει τη μυθική του δύναμη, την επιβολή της δύναμής του. Η ζωή συνεχίζεται, γιατί είναι μαγιά της η μαγεία των σπόρων, η μαγεία του έρωτα, η εξέλιξη των κοινωνιών (ακόμα και των πιο μικρών), το παιχνίδι της σχέσης φύσης και ανθρώπου.
«Τραγουδώ εγώ και το βουνό χορεύει», ένα λογοτέχνημα που ακροβατεί, μια αφήγηση που δεν σε αφήνει σε χλωρό κλαρί…