ΤΟ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟΥ ΣΥΝΕΡΓΑΤΗ ΤΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΜΑΣ κ. ΚΩΣΤΑ Ι. ΠΕΡΔΙΚΗ
ΕΝΑ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΟ ΔΙΗΓΗΜΑ
Γράφει ο συγγραφέας λογοτέχνης Κώστας Ι. Περδίκης
Το κρίμα μου
Το Πάσχα εκτός από τις ανέμελες σχολικές διακοπές που μας χάριζε, έφερνε και τις μέρες της Μεγάλης βδομάδας, που έσπαζαν την καθημερινή μας μονοτονία, στη μικρή επαρχιακή μας πόλη και έδιναν στη ζωή μας ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Κάθε βράδυ σπεύδαμε στον Άγιο Σπυρίδωνα να παρακολουθήσουμε τη θεία λειτουργία, που η κάθε μία είχε τη δική της κατανυκτική ατμόσφαιρα.
Η Μεγάλη βδομάδα άρχιζε με την ακολουθία του Νυμφίου, για να ακολουθήσουν διαδοχικά το τροπάριο της Κασσιανής, η ακολουθία του Νιπτήρα, τα δώδεκα ευαγγέλια και η Σταύρωση, τα εγκώμια της Παναγίας και η περιφορά του Επιτάφιου.
Τα μεσάνυχτα του Μ. Σαββάτου έφτανε, επί τέλους, η χαρμόσυνη Ανάσταση και την επομένη, την Κυριακή του Πάσχα, το απόγευμα ήταν αφιερωμένο στην “Αγάπη”.
Κάθε Μ. Πέμπτη η μάνα μας δεν παρέλειπε να μας θυμίσει και να μας τονίσει, κάτι σαν εντολή, ότι μέχρι την Ανάσταση δεν θα έπρεπε να πιάσουν τα χέρια μας σιδερένια εργαλεία, σφυριά, μαχαίρια και ψαλίδια, γιατί όπως μας έλεγε, με κάτι τέτοια οι Εβραίοι έμπηξαν τα καρφιά στα χέρια και στα πόδια του Χριστού.
Μια όμως Μ. Παρασκευή ξεχάστηκα και παράβηκα την εντολή της.
Εκείνο το ανοιξιάτικο απόγευμα είχα συνεννοηθεί με τον Γιάννη, τον “κολλητό” μου, να σμίξουμε στον δρομάκο που περνάει πίσω από το γυμνάσιο, κάπου στο μέσον της απόστασης, ανάμεσα στα σπίτια μας.
Είμαστε, τότε, στις πρώτες τάξεις του γυμνασίου.
Ο Γιάννης, εκτός από καλός ποδοσφαιριστής, ήταν, αν και μικρός ακόμη, καλός και στο κυνήγι. Όταν έκλεισε τα δώδεκα, ο πατέρας του, ο κυρ-Νίκος, του είχε κάνει δώρο ένα ελαφρύ 16άρι δίκανο τουφέκι.
Αντίθετα, στο δικό μας σπίτι δεν είχε μπει ποτέ τουφέκι.
Ο πατέρας μου είχε λάβει μέρος σαν απλός φαντάρος στη Μικρασιατική εκστρατεία, φτάνοντας μέχρι το Αφιόν Καραχισάρ, στα βάθη της Τουρκίας.
Από τότε, όμως, δεν ξανάπιασε στα χέρια του τουφέκι.
Ποιος ξέρει τι θα είχαν δει τα ματάκια του εκεί πέρα.
Τον Αύγουστο, μόλις άρχιζε το κυνήγι, μου άρεσε να ξυπνάω πολύ νωρίς και να συνοδεύω τον Γιάννη που πήγαινε στο δάσος για τρυγόνια.
Τον θαύμαζα να προλαβαίνει να σημαδεύει και να πετυχαίνει ένα πουλί, καθώς πέταγε σε μεγάλο ύψος και με μεγάλη ταχύτητα.
Μερικές φορές έδινε και σε μένα το τουφέκι και έριχνα κανένα σμπάρο, πάντα όμως σε σταθερό στόχο, σε πεταμένα τενεκεδάκια ή μπουκάλια, ποτέ σε πετούμενο πουλί
Δεν τα πήγαινα και άσχημα.
Από τότε έκανα όνειρα, κάποια μέρα να αποκτήσω το δικό μου τουφέκι και να γίνω κι εγώ ένας καλός κυνηγός.
Το Πάσχα, εκείνη τη χρονιά ήταν αργά και η άνοιξη είχε μπει για τα καλά.
Στα γύρω μας χωράφια τα χορτάρια είχαν ρίξει μπόι με τα αγριολούλουδα, ανάμεσά τους, να οργιάζουν.
Άλικες παπαρούνες, άσπρες αγριομαργαρίτες, κίτρινες λαψάνες.
Ο Γιάννης είχε φέρει μαζί του και το τουφέκι του, μπας και του τύχαινε καμιά τσίχλα, από τις τελευταίες της χρονιάς.
Η ώρα ήταν τέτοια, που κανείς άλλος δεν πέρναγε από τον δρομάκο.
Αρχίσαμε να βαριόμαστε λίγο, όταν τον άκουσα να μου λέει.
–Πάρε να ρίξεις ένα σμπάρο μόλις περάσει κανά πουλί.
Ήταν η πρώτη φορά που ο φίλος μου με προέτρεπε να ρίξω σε κινούμενο στόχο.
Έπιασα το τουφέκι και χωρίς να το πολυπιστεύω, αγχωμένος και πανέτοιμος, περίμενα για τη μεγάλη στιγμή.
Βλέποντας κάτι να έρχεται, πετώντας κατά πάνω μας, μόλις και πρόλαβα να σημαδέψω όπως, όπως και να ρίξω.
Ως εκ θαύματος είδαμε το πουλί να διπλώνει τα φτερά του και να γκρεμίζεται, πέφτοντας λίγα μέτρα μακριά από τα πόδια μας.
Όσο δεν μπορούσα εγώ να το πιστέψω άλλο τόσο και περισσότερο ο Γιάννης.
–Μπράβο σου ρε, μου λέει, το πέτυχες, είναι το πρώτο σου.
Εκείνο, όμως, που άκουσα αμέσως μετά να ξεστομίζει, μου έκοψε όλη τη χαρά και το καμάρι για την επιτυχία μου.
–Όχι ρε γαμώτο, είναι χελιδόνι, αυτά δεν τα τουφεκάμε, θεωρείται αμαρτία.
Έσκυψα και το έπιασα.
Είδα, τότε, με φρίκη στη φούχτα μου ποιο ήταν το θύμα της εγκληματικής μου ενέργειας.
Ένα τόσο δα πουλάκι, πανέμορφο, με τα γυαλιστερά κατάμαυρα φτερά του και την λευκή κοιλίτσα του να ’χει μια σταγόνα αίμα, εκεί που το ’χε βρει το σκάγι.
Ήταν ζεστό ακόμη.
Συνειδητοποίησα, τότε, ο έρμος τι είχα κάνει.
Μου ήρθαν, για μια στιγμή, όλα μαζεμένα στο κεφάλι.
Ήταν Μ. Παρασκευή, είχα παραβεί την εντολή της μάνας μου, είχα πιάσει σιδερικό και σαν να μην έφταναν αυτά, είχα γίνει και φονιάς.
Μόλις, είχα σκοτώσει ένα αθώο πλασματάκι του Θεού.
Συμφωνήσαμε με τον Γιάννη να μείνει μεταξύ μας το συμβάν, εφτασφράγιστο μυστικό και χωρίσαμε για τα σπίτια μας.
Από τη μάνα μου δεν άντεξα να το κρύψω για πολύ και μετά από λίγες μέρες της το ξεφούρνισα.
Η εξιλέωσή, όμως, για το κρίμα μου ήρθε αργότερα, τον Αύγουστο εκείνης της χρονιάς.
Ήμουνα μαζί με τον ξάδερφό μου στην κατασκήνωση του παπα- Γιώργη του Πυρουνάκη, στους πρόποδες του “Πατέρα” κοντά στα Βίλια.
Ένα Σάββατο βράδυ ο παπα- Γιώργης μας εξομολόγησε με σκοπό να μας μεταλάβει, μετά τη λειτουργία της Κυριακής.
Όταν με ρώτησε αν κάτι με βαραίνει, έκατσα και με κατεβασμένο το κεφάλι από ντροπή, του είπα για το συμβάν με το χελιδονάκι.
Ο παπα-Γιώργης είχε τον τρόπο , με τον γλυκό και ήρεμο λόγο του, να αναλύει και να δικαιολογεί τις όποιες σκέψεις και πράξεις μας.
–Παιδί μου, άκουσα να μου λέει, ο Θεός ίσως να σε άφησε επίτηδες να κάνεις εκείνη την κακή πράξη, για να καταλάβεις αμέσως μετά το λάθος σου και να μεταμεληθείς, κερδίζοντας έτσι τη συγχώρεσή του.
Τι ωραία λόγια ήσαν εκείνα, αληθινό βάλσαμο.
Σήκωσαν το βάρος από πάνω μου και με γαλήνεψαν.
Τώρα που τα ξανασκέφτομαι, μετά από τόσα χρόνια, συνεχίζω να τα πιστεύω.
Ύστερα από κείνο το γεγονός, το αποτέλεσμα ήταν να μην αποκτήσω ποτέ μου τουφέκι, ούτε να γίνω κυνηγός όπως ονειρευόμουνα.
Αλλά και το σπουδαιότερο.
Άρχισα από τότε να δείχνω πολύ πιο μεγάλη αγάπη και φροντίδα για κάθε ζωντανό πλάσμα.
Το μικρό χελιδόνι, που εκείνο το απόγευμα κράτησα άψυχο στη φούχτα μου, είχε κάνει το θαύμα του.
Όσο για τον Γιάννη τον φίλο μου δεν μπόρεσα, αν και προσπάθησα πολύ, να τον κάνω να σταματήσει το κυνήγι και να αφήσει τα πουλάκια στην ησυχία τους…