ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ : **ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΑΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ** Γράφει η Καλλιόπη Ι. Δημητροπούλου
Το ποίημα της Κυριακής
Γράφει η Καλλιόπη Ι. Δημητροπούλου
Φιλόλογος, ποιήτρια, συγγραφέας
ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΑΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
Τα Χριστούγεννα είναι κορυφαία γιορτή χαράς. Γιορτή της ελπίδας,της αγάπης και της ειρήνης για την ανθρώπινη ύπαρξη. Η γιορτινή χαρά αγγίζει όχι μόνο την προσωπική αλλά και την οικογενειακή και κοινωνική ζωή των ανθρώπων.
Βιώνουν όμως με το ίδιο συναίσθημα και ζουν την ίδια κατάσταση όλοι οι άνθρωποι;
Τι έχει να μας πει ο «θανάσιμος οικοδεσπότης» τής καταναγκαστικής οικογενειακής σύναξης; Και τι οι υπόλοιποι ήρωες, αποκαλύπτοντας τη γυμνότητα της ύπαρξής τους;
Ας παρακολουθήσουμε, λοιπόν, πώς βιώνουν τη γιορτή των Χριστουγέννων οι ήρωες της χριστουγεννιάτικης ιστορίας της Δήμητρας Χριστοδούλου
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
Ο πατέρας μου χτυπάει τα χέρια στον αέρα:
Ένα κακό πουλί τον τυραννά.
Η μητέρα μου τυλίγεται με στάχτη:
Θέλει να μην την γνωρίσουν οι Άλλες,
Αυτές με τα κουρέλια στα μάτια.
Η αδελφή μου έχει τόσο ψηλώσει,
Που δεν την χωράει το δέρμα της.
Σφίγγει τα σωθικά της επάνω της.
Ο αδελφός μου κρύβει τη γυναίκα του
Μέσα σ’ ένα βρεγμένο σεντόνι.
«Σουτ!», γνέφει με το δάχτυλο, «σουτ!
Θα ξυπνήσετε το μωρό-εαυτό της.»
Ο άντρας μου φυτεύει καγχάζοντας
Τα μανιτάρια στο κρασί.
Θανάσιμος οικοδεσπότης.
Ο γιος μου χτυπάει το πόδι στο πάτωμα.
«Έξω», φωνάζει, «έξω όλοι!
Θ’ ανάψω τις οχτάχρονες φράουλες!»
Μια εδώ, μια εκεί περιφέρομαι
Σερβίροντας κακοψημένους στίχους.
Όλοι αποστρέφουν το πρόσωπο.
Στρέφω κρυφά ένα βλέμμα γάτας στο παράθυρο
Κι αρχίζει η βροχή που φαντάζομαι.
Τίποτε άλλο, μόνο αυτήν ακούω
Που με πλένει από την αρχή τού κόσμου.
ΓΙΑ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ
“Στο ποίημα με τον τίτλο «Χριστούγεννα» από την συλλογή Λιμός της Δήμητρας Χριστοδούλου φαίνεται ένας ιδιότυπος υπερρεαλισμός στερημένος από οποιαδήποτε, έκδηλη τουλάχιστον, τρυφερότητα· αντ’ αυτής, η ιστορία τής Χριστοδούλου, εκπυρσοκροτώντας παρατακτικά τους στίχους που τοποθετούν στον χώρο τα επτά πρόσωπά της, χαράσσει στο χαρτί μια συναισθηματικά σκληρή εικόνα, από όπου η αφηγήτρια, παρούσα ως το όγδοο πρόσωπο, αποχωρεί, δια της εσωτερικής οδού, για να ξεπλύνει όσο μπορεί, με τα βρόχινα δάκρυά της, το σκοτάδι από μέσα της. Η παραμυθητική λειτουργία τής Τέχνης εδώ φαίνεται, αρχικά, να τίθεται υπό αμφισβήτηση· οι «κακοψημένοι στίχοι» που σερβίρει η αφηγήτρια/ ποιήτρια δεν ικανοποιούν ούτε την ίδια ούτε κανέναν άλλον. Ωστόσο, η ύπαρξη του ίδιου τού ποιήματος, στο οποίο εμπιστεύθηκε την θλίψη που την τυραννά «από την αρχή του κόσμου», αποδεικνύει για άλλη μία φορά τη λυτρωτική επενέργεια της Τέχνης. Τα «Χριστούγεννα», πάντως, στέκονται μάλλον αδιάφορα στον τίτλο, μιας και ουδεμία σχετική μνεία γίνεται στο σώμα τού ποιήματος, σημαίνοντας ακριβώς την απουσία τους και, άρα, το κενό, για τα πρόσωπα της συγκεκριμένης, καθημερινής, ιστορίας, μήνυμά τους· πρόσωπα τα οποία, προφανώς, συγκεντρώθηκαν οικογενειακά για να συνεορτάσουν…
Η γιορτή είναι απλώς μια αφορμή για την περιγραφή τής κατάστασης, την οποία, ασφαλώς, καθιστά ακόμη οδυνηρότερη το επικαιρικό οξύμωρο της μη υπάρχουσας αιτίας για γιορτή, αλλά, αντίθετα, της υπάρχουσας επιτακτικής ανάγκης για θρήνο. Παρ’ όλα αυτά, μέσω της προηγηθείσας προσέγγισης, ελπίζω να αναδείχθηκε επίσης και η ποικιλόβαθμη παρηγορητική/ ιαματική/ λυτρωτική ιδιότητα της ίδιας τής Τέχνης, η οποία, επιπλέον, γίνεται δραστική όχι μόνον για εκείνους οι οποίοι την υπηρετούν αλλά και για τους αποδέκτες τους, όταν το καλλιτεχνικό δημιούργημα είναι αυθεντικό, δηλαδή, γνήσιο, αληθινό.”
(Απόσπασμα από κείμενο της Σταυρούλας Τσούπρου)