Το ποίημα της Κυριακής με τον Πολ Βερλέν **** Γράφει η Καλλιόπη Ι. Δημητροπούλου, Φιλόλογος – ποιήτρια – συγγραφέας
Το ποίημα της Κυριακής
με τον Πολ Βερλέν
Γράφει η Καλλιόπη Ι. Δημητροπούλου
Φιλόλογος, ποιήτρια, συγγραφέας
Ο ποιητής Πολ Βερλέν γράφει για τον χωρισμό
Λένε οι ειδικοί πως ο χωρισμός, ως συναισθηματική κυρίως επένδυση, είναι ένας μικρός θάνατος, μια επώδυνη διαδικασία, ένα μεγάλο συναισθηματικό σοκ.
Πενθεί ο άνθρωπος για πολλές απώλειες, για τα σακατεμένα όνειρα, τον χρόνο που επένδυσε, ίσως για την χαμένη αυτοπεποίθηση, για την ομορφιά και τη δύναμη της ζωής και απαιτείται χρόνος για να επουλωθούν οι πληγές. Συχνά, οδηγεί σε πόνο, θλίψη, θυμό, αφήνει ψυχικά τραύματα και δυσκολία αποδοχής της νέας πραγματικότητας.
Ο Γάλλος συμβολιστής ποιητής, Πολ Βερλέν, της ομάδας των περίφημων καταραμένων ποιητών, είναι παγκόσμια γνωστός για τη σπουδαία επίδραση του στη γαλλική ποίηση αλλά και για τη σχέση του με τον Αρθούρο Ρεμπό. Μία σχέση οδυνηρή, ολέθρια και αυτοκαταστροφική που επηρέασε ανεπανόρθωτα τον ποιητή του έρωτα και του θανάτου. Τον οδήγησε στο διαζύγιο, στον αλκοολισμό και στο έγκλημα. Βέβαια, το βαθύ ερωτικό τραύμα, οι απώλειες που βίωσε, τον οδήγησαν και στην κορύφωση της ποιητικής του παραγωγής.
Ας τον αφουγκραστούμε στο ακόλουθο βιωματικό ποίημα:
Έξι βδομάδες κιόλας, Paul Verlaine
Έξι βδομάδες κιόλας, κι άλλες δεκαπέντε ακόμα
Μέρες ατέλειωτες! Μες στους ανθρώπινους καημούς,
Βέβαια, καημός πικρός ωσάν το χωρισμό δεν είναι!
Γράφεις, σου γράφουν, λες πως αγαπάς, πώς σ’ αγαπούνε,
Το βλέμμα, κάθε μέρα, τις κινήσεις, τη φωνή,
Ώρες μ’ εκείνον μοναχός μιλάς που είναι μακριά.
Μα ό, τι κι αν αισθανθείς κι ό, τι κι αν στοχαστείς και όλα όσα
Μ’ εκείνον πεις που βρίσκεται μακριά σου, είναι όλα αυτά
Άτονα κι άχρωμα και μελαγχολικά πιστά.
Ω! η απουσία! Η πιο σκληρή απ’ τις δυστυχίες όλες
Στις λέξεις και στις φράσεις να ζητάς παρηγοριά,
Στο άπειρο μέσα πλήθος των θλιμμένων στοχασμών σου
Και ό, τι θα βρεις, ανούσιο πάντα να ‘ναι και πικρό!
Κι ύστερα, να, αιχμηρή και κρύα σαν λεπίδι,
Γοργότερη από τα πουλιά, κι από τις σφαίρες πιο γιορτή,
Κι απ’ το νοτιά στη θάλασσα κι απ’ το αγριοφύσημά του,
Και μ’ ένα δηλητήριο στην αιχμή θανατερό,
Να, όμοια σα βέλος, που ‘ρχεται στο τέλος η Υποψία,
Ξαπολυμένη από την άθλια Αμφιβολία τη βδελυρή.
Μπορεί ποτέ; Ενώ στο τραπέζι ακουμπισμένος,
Το γράμμα της με δάκρυα να διαβάζω εγώ,
Το γράμμα της που όλο για την αγάπη της μου λέει,
Την ώρα εκείνη η σκέψη της να ‘ναι δοσμένη αλλού;
Ποιος ξέρει; Ενώ για μένα αργές εδώ και θλιβερές,
Κυλούν οι μέρες, σαν ποτάμι μ’ όχθες ξεραμένες,
Ίσως να χαμογέλασε το χείλι της τ’ αγνό;
Ίσως να ‘ναι χαρούμενη και να με λησμονάει;
Και μελαγχολικός το γράμμα της ξαναδιαβάζω.
(Μετάφραση: Κλέων Β. Παράσχος)