Το ποίημα της Κυριακής – Με τον ποιητή Στάθη Κουτσούνη *** Γράφει η Καλλιόπη Ι. Δημητροπούλου, Φιλόλογος – ποιήτρια – συγγραφέας

Το ποίημα της Κυριακής
Με τον ποιητή Στάθη Κουτσούνη

Γράφει η Καλλιόπη Ι. Δημητροπούλου
Φιλόλογος, ποιήτρια, συγγραφέας
ΒΙΟΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
Ο Στάθης Κουτσούνης γεννήθηκε στη Νέα Φιγαλία Ολυμπίας το 1959. Σπούδασε νομικά, φιλολογία και κλασική μουσική. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.
Στα Γράμματα εμφανίστηκε το 1987 με τη δημοσίευση τεσσάρων ποιημάτων του στο τεύχος 10 του περιοδικού «Νέες Τομές». Έκτοτε έχει εκδώσει διάφορα βιβλία, ενώ παράλληλα έχει συνεργαστεί με εφημερίδες και λογοτεχνικά περιοδικά, όπου και δημοσιεύει ποίηση, μικρά πεζά, κριτικά δοκίμια, μελέτες, άρθρα και βιβλιοκρισίες. Ποιήματα και πεζά του έχουν περιληφθεί σε ανθολογίες και έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά, τα Γαλλικά, τα Γερμανικά, τα Ισπανικά, τα Ιταλικά, τα Ρουμανικά, τα Αραβικά και τα Περσικά. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων, του Κύκλου Ποιητών.
Στην τέταρτη ποιητική συλλογή με τον τίτλο “Η τρομοκρατία της ομορφιάς, Μεταίχμιο, 2004, ο ποιητής διακονεί με βακχική παραφορά την ιεροτελεστία της γραφής/σφαγής, καθώς ο έρωτας και η δημιουργία καταλήγουν σε ένα κανιβαλιστικό ξεφάντωμα.
Ας δούμε δύο ποιήματα από τη συλλογή:
Η ΑΝΙΑΤΗ
Είμαι αναγκασμένος χρόνια
να συζώ με μιαν αρρώστια
ανίατη μου συστήθηκε με το επίθετό της
κι εγώ τη μίσησα αμέσως
ωστόσο κατά τις οδηγίες του ιατρού
της έκανα όλα τα χατίρια
την έβγαζα βόλτα –χωρίς να την προσέχω διόλου–
την κουβαλούσα στα γυμναστήρια
την ευχαριστεί να γυμνάζεται μου είχε επισημάνει
κι ας μου την έσπαγε εμένα
την πήγαινα στη θάλασσα
και για μπάνια τρελαινόταν
εδώ κάπως τα βρίσκαμε
μου αρέσανε κι εμένα οι παραλίες
για την ακρίβεια
γούσταρα να κοιτάζω τα ωραία ημίγυμνα κορμιά
ορθογραφίες του πελάγους
(ανάμεσα σε ανορθογραφίες είναι αλήθεια)
αλλά ζήλευε τρομερά η άτιμη
κι εκεί που γύριζα εντέχνως
μέσ’ απ’ τα μαύρα μου γυαλιά να απολαύσω
μ’ έπιανε ξαφνικά ο σφάχτης της
και μου ’κοβε μαχαίρι
ανάσα και κέφι
μια μέρα εξοργίστηκα πολύ
πρόστυχη ή θα μ’ αφήσεις ήσυχο
ή θα σε τσακίσω την απείλησα
κουνούσε το κεφάλι και γελούσε
με την έπαρση του άτρωτου
είδα κι απόειδα κι άρχισα να την καλοπιάνω
είσαι η ωραιότερη απ’ όλες την κολάκευα
τις ανίατες έστω
καθαρή καθόλου δύσοσμη δίχως αίματα
αξιοπρεπής ασφαλώς
κι αν με ξυπνάς τις νύχτες με πόνους
γίνεται για να βασανίζομαι και να γράφω
επιπλέον είσαι η προσωπική μου αλάνθαστη
μετεωρολογική υπηρεσία
με τα σήματά σου δηλαδή προτού βγω έξω
καταλαβαίνω αν έχει υγρασία ή καλό καιρό
ή αν θα βρέξει για να πάρω την ομπρέλα μου
κι έπειτα κορίτσι μου μαζί σου
κάνω κι εγώ γυμναστική
είχα κυρτώσει τόσα χρόνια
θυμάσαι πώς ήμουν όταν ήρθες
νους υγιής εν σώματι μη υγιεί
ενώ τώρα περπατάω ντούρος
και μεταξύ μας
έχω αυξήσει και τις κατακτήσεις μου
και τ’ όνομά σου τι τρομερό
σ π ο ν δ υ λ α ρ θ ρ ί τ ι δ α
το λες και γεμίζει το στόμα σου
γλυκαίνει ταυτόχρονα κι αγριεύει
μα και συ πια δεν πρέπει να ’χεις παράπονο
λίγες βραδιές ξενυχτάω μαζί σου
για να σου κάνω παρέα
λίγες φορές αφήνω τη σύντροφό μου να κοιμάται
κι εγώ από δίπλα να σε θωπεύω
να σου κάνω μασάζ
να κουλουριάζομαι στις άκαμπτες καμπύλες σου
να σου βογκάω ερωτικά σχεδόν
λίγες φορές με πρόσχημα το φυσιοθεραπευτήριο
ξεφεύγουμε απ’ το σπίτι πίνοντας
στα μπαρ οι δυο μας σαν ζευγάρι
κι εξάλλου ξέρεις πως αν δεν ήμουν
πουριτανός και φοβητσιάρης
θα κυλιόμαστε παθιασμένα κάθε βράδυ στο πάτωμα
αψηφώντας τη γυναίκα μου
νομίζω μωρό μου πως
την έχω πατήσει μαζί σου
έτσι όπως με οδηγείς ανεπαίσθητα
σε βάθη άγνωστα του εαυτού μου
(Η τρομοκρατία της ομορφιάς, 2004)
ΤΑ ΔΟΚΑΝΑ
Στο απέναντι μπαλκόνι
απλώνει χυμώδης τα εσώρουχά της
μεσάνυχτα σκαρφαλώνω
τους τοίχους και τα κλέβω
κοιμάμαι μαζί τους τα διακορεύω
πασχίζω να ξεγελάσω το κενό
πληρώνοντας κίβδηλα νομίσματα
εθίστηκα κι ορεγόμουν
ολοένα φρεσκοπλυμένα
κι όταν την έβλεπα
να καθαρίζει την απλώστρα
αλλόφρων πρόσμενα τη νύχτα
κάποτε εκείνη παραφύλαξε
κι αντί για μανταλάκια
έβαλε δόκανα
πιαστήκανε τα δάχτυλά μου κι έμεινα
κρεμασμένος από τα σκοινιά
με μπάζει μέσα λαβωμένο
μ’ έδεσε στα κάγκελα του κρεβατιού της
και με χάραζε αργά
με μετάξι δαντέλες βελούδα σατέν
κύμα το αίμα ανέβαινε
ώσπου σε μια στιγμή
βγάζει απ’ το μπούστο αναπάντεχα
το ερεθισμένο της βυζί
και μ’ αποτελειώνει με το μυτερό
καρφί της ρώγας
(Η τρομοκρατία της ομορφιάς, 2004)
ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΣΤΑΘΗ ΚΟΥΤΣΟΥΝΗ
Σύμφωνα με τον κριτικό λογοτεχνίας Αλέξη Ζήρα: Η ποιητική γραφή του ξεχωρίζει για την αδρότητα και τη δύναμή της, εστιαζόμενη με ανατομική προσήλωση στο ανθρώπινο σώμα καθώς και σε συναισθήματα που περιγράφονται αποκαθαρμένα και απογυμνωμένα. Ορισμένα από τα μόνιμα στοιχεία της ποιητικής του, όπως το αίμα και τα σπλάχνα, δείχνουν τη βαθύτερη σχέση των συμβόλων του με την αρχαία δραματουργική παράδοση.
(Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2007)