Το ποίημα της Κυριακής. Με την ποιητική σύνθεση ” η παραφορά του Ερωταφίου” *** Γράφει η Εκπαιδευτικός Καλλιόπη Ι. Δημητροπούλου
Το ποίημα της Κυριακής. Με την ποιητική σύνθεση ” η παραφορά του Ερωταφίου”
Γράφει η Καλλιόπη Ι. Δημητροπούλου
Φιλόλογος, συγγραφέας
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ν. ΚΥΡΙΑΖΗΣ
Ας γνωρίσουμε ένα επίκαιρο ποιητικό διαμάντι: την ποιητική σύνθεση “η παραφορά του Ερωταφίου”, εκδ. Κονιδάρη, 2008, Ιωάννης Ν. Κυριαζής.
Υπάρχουν κάποιοι σεμνοί κι αθόρυβοι σκαπανείς της ποιητικής τέχνης που μοχθούν και γράφουν διαμάντια, χωρίς να αναλώνονται σε εκδηλώσεις, σε δημόσιες σχέσεις, σε ανούσιες συγκεντρώσεις. Δίχως να τους απασχολεί το συστηματικό συνάφι, δίχως να επαίρονται και να διακατέχονται από ματαιοδοξία. Είναι δείγμα ποιητικής αξιοσύνης και ζωής ετούτο. Παραγωγικός, ταπεινός και πολυσχιδής ο ποιητής και φιλόλογος Ιωάννης Ν. Κυριαζής.
ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ ΓΡΑΦΕΙ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ
Η ποιητική μου σύνθεση με τίτλο “Η παραφορά του Ερωταφίου”( εκδόσεις Κονιδάρη, 2008) “συνιστά μια ποιητική αμφιταλάντευση ανάμεσα στο θείο και στο ανθρώπινο πάθος, μια αντικατάσταση του νεκρού Θεού με τον νεκρό έρωτα, έναν θρήνο για την κάθε μικρή εβδομάδα των ανθρώπων, που σηκώνουν τον σταυρό των ανεκπλήρωτων επιθυμιών τους.
Η ποιητική μυθοπλασία του έργου εκτυλίσσεται στη διάρκεια της Μεγάλης Παρασκευής, “μιας μέρας που μεγεθύνει τις απώλειες μέσα μας”.
Κι αν το θείο πάθος συνοδεύεται από την Ανάσταση, το ανθρώπινο φαίνεται πως είναι καταδικασμένο να βρίσκει τη λύτρωσή του σ’ αυτήν τη “μοναδική παραφορά του Ερωταφίου”.
Το ποίημα γραφόταν επί πέντε χρόνια από Μεγαλοβδόμαδο σε Μεγαλοβδόμαδο – για να παραμένω πάντα στην ατμόσφαιρα των ημερών – ενώ τα εγκώμια που περιλαμβάνονται στο ποίημα είναι γραμμένα στο ρυθμό των εγκωμίων της Μ. Παρασκευής…”
Η ΠΑΡΑΦΟΡΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑΦΙΟΥ (αποσπάσματα)
η παραφορά του Ερωταφίου (1)
Α΄
Άνθη στον Επιτάφιο γυναίκες απ’ τον κάμπο
φέραν και σκύψαν πάνω Σου-Χριστέ, σιμά Σου θα ’μπω!
ΠΕΖΟ
Όλες οι μέρες κάθισαν απαρηγόρητες πάνω απ’ το κεφάλι της Μεγάλης Παρασκευής.
Μια μέρα που μεγεθύνει τις απώλειες μέσα σου.
Απ’ το πρωί οι καμπάνες σκορπούνε δάκρυα κι αναμνήσεις περασμένων Επιταφίων. Ο ήλιος χαϊδεύει ηδονικά τους τρούλους των εκκλησιών · αναρριγούν οι σταυροί επάνω τους.
Οι θεοί που κήδεψα στη ζωή μου θα με συντροφεύουν ως το θάνατό μου. Μαντεύω την ύπαρξή τους από το άρωμα της πασχαλιάς που σκορπούνε γύρω μου.
Ραγισμένα τραγούδια στο ραδιόφωνο · μελωδικά ανασαίνει ο πόνος για να τον εκπνεύσει ο άνθρωπος.
Μες στο φλιτζάνι πικραμένος ο καφές, νοσταλγεί τη χαμένη συντροφιά της ζάχαρης. Ούτε και σήμερα θα τους τα φτιάξω…
Ανοίγω την πόρτα και καταπίνω ανόρεχτα το δρόμο προς την εκκλησία. Επάνω, δυο σύννεφα βουτηγμένα στο μπλε οινόπνευμα – βαμβάκι για τις πληγές μου. Και κάτω, ένα ζευγάρι να φιλιέται χωρίς συστολές, στη μέση του διαστελλόμενου θρήνου – πληγή για τα μάτια μου.
Μες στο ναό, αμήχανος – σαν Θεός χωρίς πιστούς…, σαν άπιστος χωρίς κι ανθρώπους.
Μπροστά μου, ο Ιησούς, κάτω από ένα ανοιξιάτικο σεντόνι· κανείς δεν το τραβάει, μήπως και δεν Τον δει. Μόνο μαζεύουν ροδοπέταλα, για να μυρίζει ο ύπνος τους υπόσχεση Ανάστασης. Μα εγώ, ο ιερόσυλος, προσπαθώ να μαντέψω ποια βιολέτα διαλέγοντας, θ’ αγγίξω τα δάχτυλά σου που την έκοψαν.
Και σα να ’θελα να μπω σ’ ένα τούνελ του χρόνου που θα ’βγαζε σ’ εσένα, έσκυψα να περάσω κάτω απ’ τον Επιτάφιο.
………………………………………..
η παραφορά του Ερωταφίου (3)
ΕΓΚΩΜΙΟ
Η ζωή εν τάφω, έρωτά μου νεκρέ,
στο ανθισμένο σεντόνι της άνοιξης
το κορμί μαραμένο απόθεσες.
Η ζωή, πώς φεύγει; και κανέναν ποτέ
από κάτω δεν είδα ν’ ανέβηκε.
Των μνημάτων με τυφλώνει το λευκό;
Ω θνητέ, αντέχεις το Θεό να πενθείς
μα για σένα κανένας αθάνατος
δε θα κλάψει στον τάφο σα θα μπεις…
Βασιλιά της λύπης, Έρωτά μου, πετάς
απολιθωμένα τριαντάφυλλα
μες στου Άδη – για να σκίσεις- την κοιλιά.
Του μυαλού η τρέλα, του κορμιού ο σπασμός,
χορηγέ της πνοής μου, άπνους φαίνεσαι,
φιλημένος απ’ τα χείλη των νεκρών.
Οι νεκροί στο μνήμα, κι εσύ μες στους νεκρούς…
πιο βαθιά να σε θάψουν δε γίνεται.
Δυο καρδιές που ματώνουν την άβυσσο.
Πασχαλιές που ανθίζουν, μαραμένες ψυχές:
ποιες μοσχοβολούνε, λέτε, πιότερο;
Των ερώτων μας ο πόνος ιερός.
Τη ζωή ποιος θέλει, σαν ο πόθος δε ζει;
Ποιος και ποιον και πού θα ερωτεύεται;
Αφού όλοι ήδη είμαστε κανείς…
Ποιος, ζωή πια δίχως, ποιος, ανάσα χωρίς,
απ’ τα πλήθη των νεκρών που σε πίστεψαν
να σου δώσει το φιλί, αχ , της ζωής;…
Οι καρδιές πώς σπάγαν…για να σμίξουν μαζί,
κι απ’ τη γη αποσπώνταν να γίνουνε
δορυφόροι στο δακτύλιο του Παντός.
Ναι, νεκρή αγάπη, όχι τ’ Άδη οχυρό,
δεν μπορεί να με διώξει το σκότος σου
να μην κλάψω ό,τι χάρηκα στο φως…
Άνοιξη θα είναι που θ’ ανοίξει η γη
κι όσοι έως θανάτου αγάπησαν
θα ξανα-αγκαλιαστούνε ζωντανοί!
……………………….
η παραφορά του Ερωταφίου (5)
*
Πήρες βαριανασαίνοντας του Γολγοθά τον δρόμο
κι είχες βαρύ έναν Σταυρό στον τρυφερό Σου ώμο.
Μες στις παλάμες τα καρφιά απ’ το σφυρί στραβώσαν
σαν να υποκλίθηκαν βαθιά σ’ Αυτόν που τα καρφώσαν.
Τρυπά η λόγχη τα πλευρά και χύνεται το αίμα
και Σου φορούν ακάνθινο στεφάνι αντί για στέμμα.
Χολή και ξίδι σου ’δωσαν – είσ’ όλος ένα τραύμα…
Και ο ληστής Σου ζήταγε να κάνεις ένα θαύμα.
*
«Ηλί, Ηλί, λαμά σαβαχθανί»… Θεό δεν έχουνε οι ουρανοί;
«Ας γίνει», είπες , «το θέλημά σου». Η αγάπη ήταν το έγκλημά Σου.
Αίμα δεν έχεις άλλο να χύσουν.
Όλο το δίνεις σ’ αυτούς, να ζήσουν.
*
Η γη τραντάζεται, οι τάφοι ανοίγουν,
νεκροί σηκώνονται και ξανασμίγουν.
Χλομό απ’ το ξύλο Σου Σε κατεβάζουν
κι ευθύς στη θέση Σου εμένα βάζουν.
Η απουσία της είναι, Χριστέ μου,
Σταυρός – κι Ανάσταση δε ζω ποτέ μου!