Το μεγάλο πανηγύρι και το κίτρινο σουγιαδάκι *** Του συμπατριώτη συγγραφέα λογοτέχνη Κώστα Ι. Περδίκη
Το μεγάλο πανηγύρι
και το κίτρινο σουγιαδάκι
Όλα σχεδόν τα γύρω μας χωριά είχαν και το πανηγύρι τους. Γινόταν μια φορά τον χρόνο, στη γιορτή του τοπικού τους Άγιου. Άρχιζε από την παραμονή και κράταγε και ολόκληρη την άλλη μέρα της γιορτής.
Στ’ αφτιά μας φτάνανε φήμες και κουβέντες για γλέντια με οργανοπαίχτες, για τραγουδιστάδες, για γίδες βραστές και γουρνοπούλες και για πραματευτές, που πούλαγαν χίλια δυο εμπορεύματα.
Εμείς, τότε, αν και κοτζάμ κωμόπολη, δεν είχαμε δικό μας πανηγύρι. Μοναχά, στις 20 Ιουλίου, που γιόρταζε ο Άη Λιας, πηγαίναμε με τη μάνα μας στο μικρό ξωκλήσι του, στο λόφο πάνω από τα Πέρα Καλύβια, που γινόταν λειτουργία. Το κάναμε, έτσι, σαν μια μικρή εκδρομή.
Όταν σχόλαγε η εκκλησία, έξω στο προαύλιο, ο Αντώνης, ένα παιδί κανά δυο χρόνια μεγαλύτερό μου, μας τράβαγε κοντά του σαν μαγνήτης. Με έναν ταμπλά, κρεμασμένο με λουρί από το λαιμό του, πούλαγε ένα σωρό καλούδια. Καραμέλες, σοκολάτες, τσίχλες, γλειφιτζούρια, μπαλόνια, φτηνά παιχνιδάκια κ.ά. Το εμπορικό του δαιμόνιο από τότε φαινόταν πεντακάθαρα. Τώρα πια ο Αντώνης μεγαλουργεί στην αγορά μας. Έχει μεγάλο δικό του μαγαζί, μαζί με τους δυο γιους του και η πελατεία του όσο πάει και μεγαλώνει.
Η απουσία πανηγυριού από την πόλη μας είχε σαν αποτέλεσμα, σε μας τα παιδιά, να μην αξιωθούμε να μάθουμε να χορεύουμε, της προκοπής, ελληνικούς χορούς. Οι δάσκαλοί μας, τότε, μάθαιναν χορούς αποκλειστικά μόνο στα κορίτσια. «Πέρα στους πέρα κάμπους, που είναι οι ελιές», «στην απάνω γειτονιά, στην παραπάνω ρούγα» κ.ά. Όταν πήγα μερικές χρονιές στην κατασκήνωση έμαθα εκεί τα βήματα του «Καλαματιανού» και του «Τσάμικου». Δώδεκα βήματα για τον ένα και άλλα τόσα για τον άλλο χορό. Κουτσά στραβά κατάφερνα να σέρνω τα πόδια μου στον ρυθμό του καθενός.
Το πανηγύρι, όμως, που είχε πάρει διαστάσεις θρύλου στο μυαλό μας ήταν εκείνο που γινόταν στην Αρχαία Ολυμπία, στα Ολύμπια όπως αλλιώς λέγαμε. Κι αυτό για δύο λόγους. Ο ένας ήταν γιατί εκείνο, σε σχέση με τα πανηγύρια των γειτονικών μας χωριών, μας έπεφτε αρκετά πιο μακριά. Ο άλλος λόγος ήταν η ιδιαίτερη ατμόσφαιρα του τόπου, η ιστορία του, ο αρχαιολογικός του χώρος, το στάδιο και το μουσείο του.
Η μάνα μας είχε πάει σχολείο μέχρι την τρίτη του δημοτικού. Ήταν καλή μαθήτρια, όπως πολλές φορές μας έλεγε και τα ’παιρνε τα γράμματα. Ο πατέρας της, όμως, ο παππούς μας δηλαδή, τη σταμάτησε, γιατί το φτωχικό σπιτικό τους είχε ανάγκη από τη βοήθειά της. Έτσι γινόταν τότε, τα κορίτσια του σπιτιού συνήθως πλήρωναν τη νύφη.
Της έμεινε δυστυχώς ο καημός του σχολείου και η δίψα της για μάθηση και γνώση. Όποιο βιβλίο εύρισκε μπροστά της, από τα δικά μας τα σχολικά και εξωσχολικά κυριολεκτικά το ρούφαγε. Κατόρθωσε έτσι και διαμόρφωσε ένα χαρακτήρα ζηλευτό νομίζω για μια μάνα. Από τη μια αυστηρή και ακριβοδίκαιη και από την άλλη πολύ δοτική, πρόθυμη να κάνει το παν, για να νιώθουνε τα παιδιά της ευτυχισμένα.
Ένα τέτοιο δώρο της, σαν ανταμοιβή της όλης διαγωγής μας, ήταν και η εκδρομή, εκείνη τη χρονιά, στα Ολύμπια για να δούμε το περίφημο πανηγύρι τους.
Πρωί, πρωί κατεβήκαμε στον σταθμό μας και πήραμε το πρώτο τρένο, που πήγαινε προς τον Πύργο. Προσπέρασε, χωρίς να σταματήσει, τον Καϊάφα και λίγο πριν τον Αλφειό έκανε στάση στον μικρό σταθμό με το όνομα Αλφειούσα. Μετά και πριν προλάβουμε καλά, καλά να μετρήσουμε τις έξι καμάρες της εντυπωσιακής γέφυρας του ποταμιού ξανασταμάτησε, στην άλλη πλευρά τώρα, στον σταθμό που λεγόταν Αλφειός.
Εκεί κατεβήκαμε, γιατί έπρεπε να περιμένουμε την «ανταπόκριση», δηλαδή το άλλο τρενάκι που θα ερχόταν από τον Πύργο και θα μας πήγαινε μέχρι τα Ολύμπια. Δεν άργησε αυτό να ’ρθει και τρέξαμε με την αδελφή μου να πιάσουμε θέση κοντά σε παράθυρο. Με κολλημένα τα κεφάλια μας στο τζάμι δεν χορταίναμε να χαζεύουμε έξω. Το τρενάκι έτρεχε σφυρίζοντας στον κάμπο, ανάμεσα από σταφίδες και λιόδεντρα, προσπερνώντας φτωχικά αγροτόσπιτα και μικρά κοπάδια.
Κάποια στιγμή φτάσαμε και κατεβήκαμε στο όμορφο νεοκλασικό κτίριο του εκεί σταθμού. Η κοσμοπλημμύρα άρχιζε από τον σταθμό και συνέχιζε προς τον κεντρικό δρόμο της αγοράς. Κόσμος και κοσμάκης είχε συρρεύσει από τα γύρω χωριά και μαζί με τους ντόπιους βολτάριζαν φωνασκώντας.
Η μάνα μας, βέβαια, είχε από πριν βγάλει το πρόγραμμα που θα έπρεπε να ακολουθήσουμε. Πρώτα, αν και είχαμε ξαναπάει, θα αρχίζαμε από το Μουσείο. Μετά, θα κάναμε ένα περίπατο ανάμεσα στα ερείπια της αρχαίας Άλτης και τελευταία θα ερχόταν η σειρά του πανηγυριού.
Έτσι κι έγινε. Περάσαμε, χωρίς να σταματήσουμε, ανάμεσα από τον κόσμο, ρίχνοντας κλεφτές ματιές στους πάγκους στις άκρες του δρόμου. Στη σειρά, ο ένας πλάι στον άλλο, ήσαν γεμάτοι με του κόσμου τα εμπορεύματα. Τελειώσαμε κάποτε με το πνευματικό κομμάτι του προγράμματός μας και είχε έρθει η ώρα της απόλαυσης του υλικού και τόσο επιθυμητού κομματιού.
Χωθήκαμε λοιπόν κι εμείς στο πλήθος και κατηφορίζοντας αργά τον δρόμο χαζεύαμε εντυπωσιασμένοι τα τόσα πολλά και διαφορετικά πράγματα, που ήσαν απλωμένα πάνω στους πάγκους. Ρούχα, κουζινικά, εργαλεία, παιχνίδια, βιβλία, φαγώσιμες λιχουδιές, λεμονοπορτοκαλάδες, το μαλλί της γριάς… Ο κόσμος σταμάταγε, κοίταζε, παζάρευε και στο τέλος όλο και κάτι ψώνιζε.
Εμένα από όλον αυτόν τον παράδεισο, όσο κι αν φαίνεται περίεργο, με τράβηξε με τη πρώτη μου ματιά ένα μικρό σουγιαδάκι. Εκείνο που το έκανε να ξεχωρίζει ήταν η επένδυσή του, από ένα κιτρινωπό κοκάλινο υλικό, κάτι σαν φύλλο φίλντισι.
Εκείνη τη χρονιά είχα αρχίσει να πηγαίνω στους προσκόπους και ένα σουγιαδάκι το χρειαζόμουνα οπωσδήποτε, μου ήταν εκ των ων ουκ άνευ. Μ’ αυτό θα ξεφλούδιζα τις βέργες της λυγιάς για τις κατασκευές μου, θα έκοβα το σχοινί σε κομμάτια για τους διάφορους κόμπους που μας μάθαιναν και θα πελέκαγα τις χοντρές φλούδες από τα πεύκα για να φτιάχνω βαρκούλες.
Το αγοράσαμε ευθύς αμέσως και μάλιστα ο έμπορας δείχνοντας τη συμπάθειά του μου χάρισε μαζί και μια αλυσιδίτσα για να κρεμάω το σουγιαδάκι από τη ζώνη μου.
Η αδελφή μου παρακάλεσε τη μάνα μας και της πήρε μια ξύλινη ζωγραφιστή κασετίνα. Για τον πατέρα μας αγοράσαμε ένα μπλοκ σπιράλ, για την αλληλογραφία του.
Μόνο η μάνα μας μονολογούσε, σχεδόν ψιθυριστά, ότι έχει απ’ όλα και ότι δεν χρειάζεται τίποτα, μέχρι που είδε μια μικρή εικονίτσα με τη μορφή της Αγίας Αικατερίνης.
Ανήμερα της γιορτής της Αγίας, 25 Νοεμβρίου, είχε κάνει την πρώτη της γέννα, που αποδείχθηκε πολύ δύσκολη. Από θαύμα γλίτωσαν εκείνη και η αδελφή μου. Δικαιολογημένα λοιπόν αυτή η εικονίτσα ήταν το μόνο πράγμα που ήθελε εκείνη τη στιγμή και χωρίς δεύτερη σκέψη την αγόρασε.
Φτάνοντας έξω από το κεντρικό καφενείο, κάτω από τον τεράστιο πλάτανο, τα μεγάφωνα μας πήρανε τα αφτιά με τον Καζαντζίδη και τη «Μαντουβάλα» του. Το μεγάλο γλέντι, εκεί στο ίδιο καφενείο, θα γινόταν το βράδυ, όπως μας είπαν. Μόνο που εμείς, τότε, θα είχαμε προ πολλού αναχωρήσει.
Θα θυμάμαι πάντα εκείνη τη μέρα του πανηγυριού. Ήταν μια μέρα ηλιόλουστη, γλυκιά και όλος ο κόσμος μέσα στην καλή χαρά και ανεμελιά. Γι’ αυτούς το πανηγύρι ήταν ευκαιρία, μια φορά το χρόνο, για να ξεχνούν λίγο τις δουλειές και τις σκοτούρες τους και να το ρίχνουν έξω, όπως λέμε.
Όσο για το κίτρινο σουγιαδάκι το έχω ακόμη, μέχρι σήμερα. Και τι δεν μαστόρεψα με δαύτο. Τώρα, η θέση του είναι πάντα μέσα στο ντουλαπάκι του αυτοκινήτου μας. Η παρουσία του και η χρησιμότητά του εξακολουθεί να αποδεικνύεται πολύτιμη.
Στις εκδρομές μας θα βοηθήσει να καθαρίσουμε το φρούτο μας, να μοιράσουμε τη φρατζόλα του ψωμιού και να κόψουμε σε ψιλά κομμάτια το τυρί και το σαλάμι μας. Τι κι αν τώρα πλέον, για μας, όλα σχεδόν τα φαγώσιμα έχουν ταμπελίτσα με την ένδειξη «Light», τουτέστιν με λίγα λιπαρά…