ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ *** Το Πόρισμα της Επιτροπής *** Η χούντα των Ελλήνων Συνταγματαρχών και η αποβολή της από το Συμβούλιο της Ευρώπης *** Μελέτη – Έρευνα – Επεξεργασία Κωνσταντίνος Γρηγορίου Κυριακόπουλος – Υποστράτηγος Ιατρός ε. α. Νευροχειρουργός
ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ
Το Πόρισμα της Επιτροπής
Η χούντα των Ελλήνων Συνταγματαρχών και η αποβολή της από το Συμβούλιο της Ευρώπης
Μελέτη – Έρευνα – Επεξεργασία Κωνσταντίνος Γρηγορίου Κυριακόπουλος Υποστράτηγος Ιατρός ε. α. Νευροχειρουργός
{Μέρος τέταρτο}
Το πόρισμα της Επιτροπής ήταν πολύ διαφωτιστικό, ακριβές και δίκαιο, που δυστυχώς παραμένει άγνωστο στους περισσότερους Έλληνες. Μαζί με τά παρατήματά του είναι 1100 περίπου σελίδες, ενώ το κύριο μέρος του καταλαμβάνει 510 σελίδες.
Αναφέρεται στο πόρισμα:
«Την 3η Μαΐου 1967, ο μόνιμος Αντιπρόσωπος της Ελλάδας απηύθυνε επιστολή στον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης, επικαλούμενος το άρθρο 15 της Σύμβασης, των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, αναφέροντας, ότι με το Βασιλικό Διάταγμα αριθ. 280 της 21ης Απριλίου 1967, είχε ανασταλεί η ισχύς των άρθρων 5, 6, 8, 10, 11, 12, 14, 20, 95 και 97 του Ελληνικού Συντάγματος, λόγω εσωτερικών κινδύνων, που απειλούσαν τη δημόσια τάξη και την ασφάλεια του Κράτους. Σε μεταγενέστερες επιστολές της 25ης Μαΐου και της 19ης Σεπτεμβρίου 1967, η Ελληνική Κυβέρνηση είχε δώσει πληροφορίες σχετικά με το άρθρο 15.
Στις πανομοιότυπες αιτήσεις τους της 20ής Σεπτεμβρίου 1967 προς την Επιτροπή, οι ενάγουσες Κυβερνήσεις της Δανίας, της Νορβηγίας και της Σουηδίας αναφέρθηκαν πρώτα στην αναστολή των ανωτέρω διατάξεων του Ελληνικού Συντάγματος. Υποστήριξαν δε ότι με το βασιλικό διάταγμα αριθ. 280 και άλλα νομοθετικά μέτρα και ορισμένες διοικητικές πράξεις, η εναγόμενη Κυβέρνηση είχε παραβιάσει τα άρθρα 5, 6, 8, 9, 10, 11, 13 και 14 της Σύμβασης. Σχετικά με όλους αυτούς τους ισχυρισμούς, υποστήριξαν, ότι η εναγόμενη Κυβέρνηση δεν απέδειξε, ότι ικανοποιούνταν οι προϋποθέσεις του άρθρου 15 της Σύμβασης, για τα μέτρα καταστολής. Η ενάγουσα Κυβέρνηση της Ολλανδίας, προσχώρησε στις εγκαλούσες Κυβερνήσεις και με αίτησή της της 27 Σεπτεμβρίου 1967, υπέβαλε παρατηρήσεις, που αντιστοιχούσαν στην ουσία με εκείνες των τριών πρώτων εναγουσών Κυβερνήσεων.
Οι τέσσερις αιτήσεις ενώθηκαν από την Επιτροπή στις 2 Οκτωβρίου 1967.
Η εναγόμενη Κυβέρνηση, με τις γραπτές της παρατηρήσεις σε απάντησή της την 16η Δεκεμβρίου 1967, υποστήριξε, ότι η Επιτροπή δεν ήταν αρμόδια να εξετάσει τις αιτήσεις γιατί αφορούσαν τις ενέργειες μιας επαναστατικής Κυβέρνησης. Δήλωσε επίσης, σχετικά με το άρθρο 15 της Σύμβασης, ότι σύμφωνα με τη νομολογία της Επιτροπής, μια Κυβέρνηση διέθετε «περιθώριο εκτίμησης», για να αποφασίσει, αν υπήρξε δημόσια έκτακτη ανάγκη, που απειλούσε τη ζωή του και εάν ναι, ποια έκτακτα μέτρα απαιτούνταν.
Τα μέλη της Επιτροπής ήσαν οι A. SÜSTERHENN, Αναπληρωτής Πρόεδρος, M. SØRENSEN C. TH. EUSTATHIADES J. E. S. FAWCETT F. ERMACORA F. CASTBERG G. SPERDUTI M. A. TRIANTAFYLLIDES F. WELTER T. BALTA W. F. DE GAAY FORTMAN P. P. O’DONOGHUE P. O. DELAHAYE T. B. LINDAL E. BUSUTTIL
Αφού δεν επιτεύχθηκε Φιλική διευθέτηση της υπόθεσης, η Επιτροπή έπρεπε, (1) να διαπιστώσει τα γεγονότα και (2) να εκφράσει γνώμη, ως προς το, εάν τα γεγονότα, που διαπιστώθηκαν αποκαλύπτουν παραβίαση από την εναγόμενη Κυβέρνηση των υποχρεώσεών της βάσει της Σύμβασης.
Αυτό εμπόδισε την Επιτροπή να εξετάσει την υπόθεση στην κατάλληλη ατμόσφαιρα· ότι οι νέοι ισχυρισμοί έπρεπε να είχαν υποβληθεί, ως νέες αιτήσεις· ότι έπρεπε να έχουν απευθυνθεί στον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης και όχι στον Γραμματέα της Επιτροπής. Σύμφωνα με το άρθρο 15, η εναγόμενη Κυβέρνηση είχε σαφώς παρεκκλίνει από ορισμένες από τις υποχρεώσεις της βάσει της Σύμβασης. Όσον αφορά τα συγκεκριμένα άρθρα, που επικαλέστηκαν οι τρεις πρώτες εγκαλούσες Κυβερνήσεις, η εναγόμενη Κυβέρνηση υποστήριξε:
«Ότι οι νέοι ισχυρισμοί βάσει του άρθρου 3 της Σύμβασης ήταν προδήλως αβάσιμοι. Πρέπει επίσης να απορριφθούν λόγω μη εξάντλησης των εσωτερικών ενδίκων μέσων. Δεν υπήρχε «διοικητική πρακτική» βασανιστηρίων, ή κακομεταχείρισης κρατουμένων στην Ελλάδα και δεν είχαν εξαντληθεί τα αποτελεσματικά ένδικα μέσα, που ήταν διαθέσιμα σύμφωνα με την Ελληνική νομοθεσία…
Όσον αφορά τον ισχυρισμό βάσει του άρθρου 3 του Πρωτοκόλλου, ότι είχε παραβιαστεί η υποχρέωση διεξαγωγής εκλογών «σε εύλογο διάστημα», τα άρθρα 53 και 57 του σχεδίου Συντάγματος προέβλεπαν βουλευτικές εκλογές. Σε κάθε περίπτωση, η θέση της Κυβέρνησης δικαιολογήθηκε με βάση το άρθρο 15 της Σύμβασης». Με την απόφασή της της 31ης Μαΐου 1968, η Επιτροπή κήρυξε τους νέους ισχυρισμούς των εγκαλουσών Κυβερνήσεων παραδεκτούς.
Δήλωσε σχετικά με αυτούς τους ισχυρισμούς στο σύνολό τους, ότι ορθώς είχαν εισαχθεί, ως επέκταση των αρχικών ισχυρισμών των τριών πρώτων εγκαλουσών Κυβερνήσεων και ότι δεν έπρεπε να απορριφθούν, ως «καταχρηστικοί». Σε σχέση με τις εργασίες της Συμβουλευτικής Συνέλευσης, η Επιτροπή αναφέρθηκε στη δήλωσή της στην απόφασή της της 24ης Ιανουαρίου 1968, ότι κατά την άσκηση των καθηκόντων της δυνάμει του άρθρου 19 της Σύμβασης, ενήργησε με πλήρη ανεξαρτησία από οποιοδήποτε εξωτερικό σώμα.
Όσον αφορά τους ισχυρισμούς δυνάμει του άρθρου 3 της Σύμβασης, η Επιτροπή διαπίστωσε, ότι οι τρεις εγκαλούσες Κυβερνήσεις δεν παρουσίασαν στο στάδιο αυτό της διαδικασίας, ουσιαστικά στοιχεία, που να αποδεικνύουν την ύπαρξη «διοικητικής πρακτικής» και ότι κατά συνέπειαν, η εφαρμογή του κανόνα των εθνικών ενδίκων μέσων δεν μπορούσε να αποκλειστεί, για τον λόγο αυτό.
Εξ άλλου, η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη τα μέτρα, που έλαβε η εναγόμενη Κυβέρνηση σχετικά με το καθεστώς και τη λειτουργία των δικαστηρίων, δεν διαπίστωσε, ότι στη συγκεκριμένη κατάσταση, που επικρατεί στην Ελλάδα, τα εσωτερικά ένδικα μέσα, που υποδεικνύονται από η εναγόμενη Κυβέρνηση μπορούν να θεωρηθούν αποτελεσματικά και επαρκή.
Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι οι ισχυρισμοί δυνάμει του άρθρου 3 της Σύμβασης δεν μπορούν να απορριφθούν λόγω μη εξάντλησης των εγχωρίων ενδίκων μέσων και δήλωσε επίσης, ότι δεν μπορούν να απορριφθούν.
Όσον αφορά τους ισχυρισμούς δυνάμει του άρθρου 7 της Σύμβασης και του άρθρου 1 του πρώτου πρωτοκόλλου σχετικά με τη Συντακτική Πράξη «Η», η Επιτροπή παρατήρησε, ότι η κατάσταση του «θύματος» δεν αναφέρεται στο άρθρο 24 της Σύμβασης, όπως στο άρθρο 25 και ότι συνεπώς δεν ήταν απαραίτητο, για τις τρεις εγκαλούσες Κυβερνήσεις να αποδείξουν, στο στάδιο του παραδεκτού, ότι είχαν όντως εφαρμοσθεί οι σχετικές διατάξεις αυτής της Συνταγματικής Πράξης.
Σχετικά η Επιτροπή χώρισε την εξέταση σε διάφορες περιόδους.
- Περίοδος από 21 Απριλίου έως 19 Σεπτεμβρίου 1967.
Με επιστολή της 3ης Μαΐου 1967, η εναγόμενη Κυβέρνηση επεσήμανε «ότι η αναστολή της εφαρμογής των προαναφερθέντων άρθρων του Ελληνικού Συντάγματος δεν προδικάζει την παράγραφο (2) του άρθρου 15» και διευκρίνισε περαιτέρω, ότι «η Ελλάδα θα επανέλθει στην κανονική πολιτική και κοινοβουλευτική ζωή μόλις το επιτρέψουν οι συνθήκες». Ο Γενικός Γραμματέας θα ενημερωθεί, σύμφωνα με την παράγραφο (3) του άρθρου 15, «για την ημερομηνία κατά την οποία αυτά τα έκτακτα μέτρα παύουν να ισχύουν και οι διατάξεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα εκτελούνται εκ νέου πλήρως».
Με επιστολή του της 19ης Σεπτεμβρίου 1967, ο Μόνιμος Αντιπρόσωπος, αναφερόμενος στην επιστολή του της 3ης Μαΐου, παρέσχε στον Γενικό Γραμματέα, «στο μέτρο, που το επιτρέπουν οι εκτιμήσεις της κρατικής ασφάλειας σε αυτό το στάδιο και σύμφωνα με το πνεύμα του άρθρου 15 της Σύμβασης, ορισμένες λεπτομέρειες σχετικά με τη δημόσια έκτακτη ανάγκη, που απειλούσε τη ζωή του έθνους».
Ταυτόχρονα, ο Μόνιμος Αντιπρόσωπος δήλωσε, ότι τα μέτρα, που έλαβε η Κυβέρνησή του «περιορίστηκαν αυστηρά σε ό,τι ήταν απολύτως απαραίτητο από την κατάσταση, που επικρατούσε στην Ελλάδα πριν από την 21η Απριλίου 1967» και ότι εν τω μεταξύ, «τα τρία τέταρτα των αρχικώς συλληφθέντων αφέθηκαν ελεύθεροι, μόλις είχαν αναλάβει τη δέσμευση να μην εμπλακούν σε δραστηριότητες κατά των νόμιμων αρχών της χώρας».
- Για την περίοδο από 20 Σεπτεμβρίου, 1967, έως 24 Ιανουαρίου 1968 αναφέρεται στο πόρισμα:
«Οι παρούσες αιτήσεις εισήχθησαν στις 20 και 27 Σεπτεμβρίου, 1967, αντίστοιχα και κηρύχθηκαν παραδεκτές από την Επιτροπή στις 24 Ιανουαρίου 1968. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η εναγόμενη Κυβέρνηση δεν απηύθυνε καμμιά ανακοίνωση στον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης στην οποία να γίνεται αναφορά στο άρθρο 15 της Σύμβασης.
Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί, ότι με την επιστολή υπ’ αριθ. 1974 της 24ης Οκτωβρίου, ζήτησε να κοινοποιηθούν αυτές οι πληροφορίες στις Κυβερνήσεις των κρατών μελών και στον Πρόεδρο της Συμβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Με επιστολή της 10ης Νοεμβρίου 1967, η εναγόμενη Κυβέρνηση ζήτησε από τον Γενικό Γραμματέα να ενημερώσει τον Πρόεδρο της Επιτροπής, ότι η δικαιοδοσία των τακτικών δικαστηρίων είχε αποκατασταθεί εν μέρει σε ποινικές υποθέσεις.
- Περίοδος από την 25η Ιανουαρίου 1968 έως την ημέρα της έκδοσης του πορίσματος.
Κατά την περίοδο αυτή η εναγόμενη Κυβέρνηση προέβη σε περισσότερες από είκοσι ανακοινώσεις προς τον Γενικό Γραμματέα σχετικά με τα μέτρα καταστολής, που ελήφθησαν βάσει του άρθρου 15.
Οι ανακοινώσεις περιγράφουν σε μεγάλο βαθμό νομοθετικές και διοικητικές πράξεις, που καταργούν, ή βελτιώνουν προηγούμενα μέτρα καταστολής. Δεν συνοδεύονται από νομοθετικά κείμενα, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις παραθέτουν δηλώσεις της Κυβέρνησης.
Η Επιτροπή έρχεται κατόπιν στο να απαντήσει το ερώτημα, εάν υπήρξε στις 21 Απριλίου 1967 μια δημόσια έκτακτη ανάγκη στην Ελλάδα – που απειλούσε τη ζωή του έθνους, εξετάζοντας τα στοιχεία, που υπέδειξε η εναγόμενη Κυβέρνηση, ότι συνιστούν κατά την άποψή της έκτακτη ανάγκη. Σε αυτά τα ζητήματα η Επιτροπή θεωρεί, ότι η παρούσα Κυβέρνηση της Ελλάδας είχε το δικαίωμα να λάβει υπόψη, ως στοιχείο, για την εκτίμηση της κατάστασης την 21η Απριλίου 1967 και μετά και την κατάσταση, που υπήρχε πριν από αυτή την ημερομηνία.
Ο ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΣ.
Γενικές δηλώσεις των μερών.
(α) Εναγόμενη Κυβέρνηση.
Το κύριο στοιχείο, που υποδεικνύεται από την εναγόμενη Κυβέρνηση, ως πρόκληση δημόσιας έκτακτης ανάγκης, που απειλούσε τη ζωή του έθνους, όταν η Κυβέρνηση ανέλαβε την εξουσία στις 21 Απριλίου 1967, ήταν οι κομμουνιστικές δραστηριότητες στην Ελλάδα και στα γειτονικά κράτη. Η Κυβέρνηση αναφέρθηκε σε γεγονότα, που συνέβησαν πριν από την 21η Απριλίου 1967, αλλά τα οποία, κατά τη γνώμη της, ήταν σχετικά με την εκτίμηση της κατάστασης, που υπήρχε κατά και μετά την ημερομηνία αυτή.
(β) Ενάγουσες Κυβερνήσεις.
Ο ισχυρισμός της εναγόμενης Κυβέρνησης, ότι οι κομμουνιστικές δραστηριότητες στην Ελλάδα αποτελούσαν κατάσταση έκτακτης ανάγκης, που απειλούσε τη ζωή του έθνους τον Απρίλιο του 1967 αμφισβητήθηκε από τις εν λόγω Κυβερνήσεις, για τους εξής λόγους: (1) Η ύπαρξη τέτοιου κινδύνου δεν είχε αναφερθεί από την εναγόμενη Κυβέρνηση στις αρχικές της δηλώσεις προς τον Ελληνικό λαό και το Συμβούλιο της Ευρώπης και τα αποδεικτικά στοιχεία, που υποβλήθηκαν δεν έδειξαν, ότι ήταν επικείμενος ένας τέτοιος κίνδυνος το 1967. (2) Ενώ δεν πρέπει να αμφισβητηθεί, ότι η Ελλάδα υπέφερε πολύ κατά τα έτη 1944-1949, η κατάσταση είκοσι χρόνια αργότερα ήταν εντελώς διαφορετική, όπως σε άλλα δημοκρατικά κράτη. Οι κομμουνιστικές οργανώσεις μπορεί να είχαν πραγματοποιήσει ανατρεπτικές δραστηριότητες στην Ελλάδα πριν από την 21η Απριλίου, 1967, αλλά οποιοσδήποτε κίνδυνος, που περιείχαν τέτοιες δραστηριότητες μπορούσε να αντιμετωπιστεί με συνήθη συνταγματικά μέσα. Η Κυβέρνηση στην εξουσία πριν από την 21η Απριλίου 1967, δεν θεώρησε απαραίτητο να κάνει χρήση των έκτακτων εξουσιών της βάσει του Συντάγματος.
Είχε επίσης στη διάθεσή της έναν ισχυρό και σύγχρονο στρατό, ο οποίος ήταν αντικομμουνιστικός στο πνεύμα και ήλεγχε την κατάσταση. Σχετικά με αυτή, οι εγκαλούσες Κυβερνήσεις παρατήρησαν, ότι η «Μαραθώνειος Πορεία», η οποία είχε προγραμματιστεί να πραγματοποιηθεί την 16η Απριλίου 1967 και αναφέρθηκε από την εναγόμενη Κυβέρνηση, ως απειλή, για τη δημόσια τάξη, στην πραγματικότητα ακυρώθηκε μετά από απαγόρευση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης.
(3), Όσον αφορά τους ισχυρισμούς της εναγόμενης Κυβέρνησης σχετικά με τις δραστηριότητες της ΕΔΑ και την ύπαρξη συνεργασίας μεταξύ της ΕΔΑ και του Κόμματος της Ένωσης Κέντρου, οι εγκαλούσες Κυβερνήσεις υποστήριξαν, ότι η ΕΔΑ δεν ήταν αμιγώς κομμουνιστικό κόμμα, αλλά ότι αποτελούνταν από κομμουνιστές και άλλους αριστερούς, ότι η εκλογική της ισχύς στις ψήφους, που έλαβε και στους βουλευτές μειώνοταν από το 1958 και ότι το Κόμμα της Ένωσης Κέντρου δεν είχε συνεργαστεί με την EΔA, ιδίως ότι δεν υπήρχε εκλογική συμμαχία μεταξύ των δύο κομμάτων στην προεκλογική εκστρατεία του 1967.
Απόδειξη ενώπιον της Επιτροπής.
(α) Μάρτυρες.
Όλοι οι μάρτυρες, που ακούστηκαν από την Υποεπιτροπή στην παρούσα υπόθεση κλήθηκαν αυτεπάγγελτα ex officio. Ορισμένοι περαιτέρω μάρτυρες, που είχαν κληθεί να καταθέσουν, για πραγματικά ζητήματα, που ανακύπτουν βάσει του άρθρου 15 της Σύμβασης δεν εμφανίστηκαν, για διάφορους λόγους.
Από τους πολυάριθμους μάρτυρες, που προτάθηκαν για να καταθέσουν για τα ζητήματα αυτά, από τις εγκαλούσες και την εναγόμενη Κυβερνήσεις, η Υποεπιτροπή επέλεξε εκείνους, που μπορούσαν να μιλήσουν με πειστικότητα, ως προς τα γεγονότα της κατάστασης την 21η Απριλίου 1967 και οι οποίοι μαζί αντιπροσωπεύουν αρκετούς διαφορετικούς τομείς του Ελληνικού δημόσιου βίου. Δεν κάλεσε άλλους, είτε επειδή δεν φαινόταν να πληρούν την πρώτη προϋπόθεση και παρά τα επανειλημμένα αιτήματα της Υποεπιτροπής, δεν της δόθηκε καμμιά ένδειξη σχετικά με τα συγκεκριμένα γεγονότα, ότι μπορούσαν να καταθέσουν ωφέλιμα, είτε επειδή, σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας έκρινε, ότι δεν θα μπορούσε να γίνει καμμιά ουσιαστική προσθήκη στα αποδεικτικά στοιχεία της από περαιτέρω ακροάσεις.
- Εξέταση των αποδεικτικών στοιχείων από την Επιτροπή.
Η εναγόμενη Κυβέρνηση προσκόμισε στην Υποεπιτροπή αποδεικτικά στοιχεία τόσο, για τη γενική δύναμη των κομμουνιστών, όσο και των συμμάχων τους και των ιδιαιτέρων μεθόδων, που συνιστούσαν, για την επίτευξη των στόχων τους.
Σχετικά με τη γενική πολιτική, δόθηκαν στην Υποεπιτροπή έξι έγγραφα:
(1) ένα έγγραφο, που περιγράφεται, ως «Περίγραμμα, για την ανάλυση της 10ης Συνόδου του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΔΑ». Η πηγή, ή η χρήση αυτου του εγγράφου δεν αναφέρεται, αλλά σύμφωνα με την Κυβέρνηση, αφορά μια συνεδρίαση της ΕΔΑ, που πραγματοποιήθηκε στις 10 και 11 Σεπτεμβρίου 1965.
(2) δακτυλογραφημένο απόσπασμα ομιλίας του Μανώλη Γλέζου στη δέκατη συνεδρίαση της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΔΑ τον Μάϊο του 1966·
(3) ένα άρθρο του Κώστα Φιλίνη, που δημοσιεύτηκε σε εφημερίδα τον Ιούλιο του 1966, από το οποίο έχουν υποβληθεί μόνο ορισμένα αποσπάσματα σε μετάφραση.
(4) μυστική αποστολή ορισμένων εντολών του Γενικού Επιτελείου Στρατού με ημερομηνία 23 Ιουλίου 1966·
(5) ένα ανυπόγραφο έγγραφο, με τίτλο «Συμπεράσματα» και απευθύνεται στον Βασιλιά. Σύμφωνα με την εναγόμενη Κυβέρνηση, το έγγραφο αυτό προέρχεται από την τριμηνιαία έκθεση του Αρχηγού Στρατού της περιόδου Οκτωβρίου-Δεκεμβρίου 1966. Ο συντάκτης του δεν αναφέρεται·
(6) έγγραφο με τίτλο «Γενικό Σχέδιο Δράσης» και με ημερομηνία 15η Απριλίου, 1967.
Το «Γενικό Σχέδιο Δράσης» έχει προσδιοριστεί από την εναγόμενη Κυβέρνηση, ότι εκπονήθηκε από τον Αρχιμήδη Αργυρόπουλο, απόστρατο Στρατηγό και τον καθηγητή Φαίδωνα Βεγλερή. Αντίγραφα λέγεται, ότι έχουν βρεθεί στα γραφεία της ΕΔΑ και του Ανδρέα Παπανδρέου. Ο Στρατηγός Αργυρόπουλος αργότερα καταδικάστηκε και το «Γενικό Σχέδιο Δράσης» είπε, ότι είναι να δείξει τη συμβολή του Κόμματος της Ένωσης Κέντρου στην απόπειρα κατάληψη της εξουσίας από τους Έλληνες κομμουνιστές.
Κατά την κατάθεση ενώπιον της Υποεπιτροπής, ο μάρτυρας, καθηγητής Βεγλερής δήλωσε σχετικά με αυτό το έγγραφο: «Είναι η πρώτη φορά, που το βλέπω. Έχω δει αποσπάσματα στην εφημερίδα, που μου έστειλαν από την Αθήνα, την εφημερίδα, που περιείχε το δικό μου κείμενο, αλλά είναι η πρώτη φορά αυτό το κείμενο το έχω δει ολόκληρο». Το άλλο κείμενο, που αναφέρεται από τον μάρτυρα ως «δικό μου κείμενο» είναι προφανώς το έγγραφο με τίτλο «Κείμενο του καθηγητή Φαίδωνα Βεγλερή». Η περαιτέρω δήλωσή του: «Γνωρίζω, ότι τον περασμένο Ιούνιο εμφανίστηκε στις εφημερίδες της Αθήνας ένα κείμενο, που μου αποδόθηκε και το διάβασα στις στήλες της Ελληνικής εφημερίδας, που μου έστειλαν από την Αθήνα…»
Ο μάρτυρας καθηγητής Ανδρέας Παπανδρέου, όταν του έδειξαν το «Γενικό Σχέδιο Δράσης» και ρωτήθηκε, αν το γνωρίζει, απάντησε: «Όχι, κύριε,… Τα γραφεία μου έκλεισαν 10 μέρες μετά το πραξικόπημα και αφαιρέθηκαν τα πάντα από αυτά. Ο Ανδρέας Παπανδρέου δεν είχε γραφεία, λοιπόν, με μεγάλη έκπληξη ανακάλυψα, όταν βρισκόμουν στη Σουηδία, όταν πρωτοδιάβασα, ότι βρέθηκε ένα έγγραφο στα γραφεία μου, αλλά το γραφείο μου είχε καθαριστεί, φρόντισαν στις 10 μέρες από το πραξικόπημα εν γνώσει του στρατού. Θα έλεγα, ότι την 5η Μαΐου 1967 δεν υπήρχε γραφείο του Ανδρέα Παπανδρέου, που ισχυρίζονται, ότι το βρήκαν».
Μόνο σε δύο από τα έγγραφα, που αναφέρονται παραπάνω γίνεται αναφορά στα όπλα και συγκεκριμένα: (1) η συλλογή φορητών αυτόματων όπλων και περιστρόφων, που λέγεται, ότι προτάθηκε από το Ελληνικό Κομμουνιστικό Κόμμα (ΚΚΕ) μετά τον Ιανουάριο του 1965. Και (2). Σύμφωνα με το κείμενό του, το «Γενικό Σχέδιο» συντάχθηκε «για την αντιμετώπιση κάθε είδους βίας και απάτης, έστω και καμουφλαρισμένης, ή απροκάλυπτης δικτατορίας» και η παραπάνω δήλωση έγινε σχετικά με την «περίπτωση γ΄: Ολοκλήρωση των εκλογών με δυσμενή αποτελέσματα, για την μη εκχώρηση της εξουσίας στο κόμμα της πλειοψηφίας με διάφορες δικαιολογίες (δηλαδή αόριστος κίνδυνος, για τη διατήρηση της εσωτερικής τάξης και ασφάλειας, από την σκηνοθετημένη πρόκληση σοβαρών περιστατικών και ταραχών».
Όσον αφορά την αναμενόμενη απόπειρα ανάληψης της Κυβέρνησης με τη δύναμη των όπλων, πρέπει να σημειωθεί σχετικά με τα έγγραφα, που αναφέρονται ανωτέρω ότι: (1) η ανακοίνωση στο Βασιλιά («Συμπεράσματα») λέει ρητά, για «ο κομμουνισμός», για την εποχή έχει εγκαταλείψει κάθε προσπάθεια να επιβληθεί με τη βία.
(2) Η ισχύς των όπλων εξετάζεται στο «Γενικό Σχέδιο Δράσης», ως αντίμετρο στον «αγώνα νομιμότητας» κατά της κατάργησης από τη Δεξιά της «νόμιμης δημοκρατικής διακυβέρνησης και των ελευθεριών του λαού». Ωστόσο, η διατύπωση αυτού του εγγράφου δεν είναι απαραιτήτως οριστική, ως προς τις πραγματικές προθέσεις των συντακτών του.
(3) Επίσης ο Φιλίνης, μολονότι υποστηρίζει τη δημιουργία ισορροπίας δυνάμεων, που θα απέτρεπε οποιαδήποτε ομάδα από την προσπάθεια έναρξης ενός εμφυλίου πολέμου, επιμένει στο άρθρο του στην εφημερίδα του Ιουλίου 1966, στην πιθανότητα ενός «ειρηνικού τρόπου».
Τρεις συγκεκριμένες μέθοδοι, για την εκτέλεση του γενικού σχεδίου των κομμουνιστών και των συμμάχων τους αναφέρονται στα έγγραφα, που υπέβαλε η εναγόμενη Κυβέρνηση:
(1) διείσδυση στις ένοπλες δυνάμεις.
(2) «εξουδετέρωση» των Ενόπλων Δυνάμεων και ιδιαίτερα των αξιωματικών τους. Και
(3) συναρμολόγηση όπλων και πυρομαχικών.
Όσον αφορά το πρώτο, στις εκτιμήσεις, που δίνονται στα έγγραφα, που υποβλήθηκαν και από μάρτυρες, ο αριθμός των υποστηρικτών των κομμουνιστών και των συμμάχων τους στο Στρατό κυμαίνονται από 15% έως 20%. Ωστόσο, διαψεύστηκε από τον Αντιναύαρχο Εγκολφόπουλο, ότι υπήρξε οποιαδήποτε διείσδυση στο Ναυτικό και ο στρατηγός Τζανετής, Υπουργός Δημοσίας Τάξεως μεταξύ Δεκεμβρίου 1966 και Απριλίου 1967 υποστήριξε, ότι όλοι οι αξιωματικοί των Ενόπλων Δυνάμεων ήταν αντικομμουνιστές. Επιπλέον, υπάρχει μια αξιοσημείωτη μείωση στις Ένοπλες Δυνάμεις μετά το 1960 στον αριθμό των διώξεων, για κομμουνιστικές, ή ανατρεπτικές δραστηριότητες.
Όσον αφορά τη σήμανση των θυρών, ο στρατηγός Αγγελής εξέφρασε αμφιβολίες, για το αν τα σημάδια, που παρατηρήθηκαν ήταν αυτά των κομμουνιστών και των συμμάχων τους. Δήλωσε, ωστόσο, ότι τα σχέδια, για δολοφονία αξιωματικών ήταν γνωστά.
Ο Στρατηγός Τσόλακας είπε: «Είχαμε πληροφορίες, ότι οι κομμουνιστές σημάδευαν τα σπίτια των αξιωματικών και ότι σε μια δεδομένη στιγμή, επρόκειτο να τους θέσουν εκτός δράσης… αλλά μην ξεχνάτε, ότι και εμείς, ως φύλακες της εθνικής ασφάλειας, τα έχουμε μελετήσει και ξέρουμε πώς να τους αντιμετωπίσουμε και πώς να αντιδράσουμε ενάντια σε αυτή τη δραστηριότητα των κομμουνιστών…Το γεγονός, ότι ακόμη και η σημερινή Κυβέρνηση χρησιμοποίησε το ίδιο σχέδιο και συνέλαβε σε μια νύχτα όλους τους κομμουνιστές, που θεωρούνταν επικίνδυνοι».
Τα στοιχεία, που προσκόμισε η εναγόμενη Κυβέρνηση, για την πραγματική συγκέντρωση όπλων και πυρομαχικών είναι ελάχιστα.
Τέσσερα έγγραφα προσκομίστηκαν στην Υποεπιτροπή από την εναγόμενη Κυβέρνηση, τα οποία είναι αναφορές των ακόλουθων ευρημάτων αποθηκών όπλων.
Τα ανωτέρω προσκομίστηκαν στην Υποεπιτροπή σε φωτοαντίγραφα, στην Ελληνική γλώσσα, με επεξηγηματικό σημείωμα του Υπουργείου Εξωτερικών. Το σημείωμα αυτό, περίληψη των εγγράφων, που υποβλήθηκαν, είναι στην πραγματικότητα ελλιπές, διότι δεν αναφέρει:
(1), ότι σύμφωνα με το αρχικό κείμενο της έκθεσης της 7ης Οκτωβρίου 1966, τα 126 τουφέκια, που βρέθηκαν ήταν «σε κατάσταση ημικαταστροφής».
(2), ότι τα όπλα, που βρέθηκαν στις 29 Δεκεμβρίου 1966 ήταν «σε κατάσταση καταστροφής» (έτσι το αρχικό κείμενο της δεύτερης έκθεσης).
(3), ότι τα δύο άτομα, που συνελήφθησαν μετά το εύρημα της 2ας Νοεμβρίου 1967, περιγράφονταν στην τρίτη έκθεση, ως «εθνικιστές» και ο γιός ενός από αυτούς, ως ηγέτης της ομάδας ΤΕΑ» και
(4), ότι αυτό το εύρημα ήταν συνδεδεμένο με αυτό, που αναφέρεται στο τέταρτη αναφορά.
Μιλώντας, για αυτά τα έγγραφα και για μια εφημερίδα, για την ανακάλυψη κρύπτης όπλων στις 31 Μαρτίου 1967, ο πρώην πρωθυπουργός Κανελλόπουλος είπε στην Υποεπιτροπή, ότι το δημοσίευμα της εφημερίδας ήταν ψευδές, ότι δεν είχαν βρεθεί, ούτε αναφερθεί στην Κυβέρνησή του σημαντικές αποθέσεις όπλων και ότι σε κάθε περίπτωση «είναι αδύνατο να οργανωθεί ένοπλη εξέγερση με 100, 200, ή και 2.000 όπλα»!
Ο Στρατηγός Παπαγεωργόπουλος, πρώην Αρχηγός της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΚΥΠ), μίλησε με παρόμοιους όρους, για τη γνωστή εισαγωγή κυνηγετικών όπλων, ότι «δεν ήταν ποσότητες, που θα έδιναν δυνατότητα…, υπό μια προϋπόθεση, δηλαδή, ότι ο στρατός δεν θα είχε κληθεί να αντιμετωπίσει μια μεγάλη εξέγερση στην Αθήνα, εννοώ της τάξης των 100.000 ατόμων, ακόμη και άοπλους, ή με πεντακόσια όπλα. Επειδή ο Ελληνικός Στρατός δεν είναι επαγγελματικός, οι στρατιώτες είναι στρατεύσιμοι και είναι αμφίβολο, αν θα υπάκουαν στις εντολές να πυροβολήσουν το πλήθος, για να σκοτώσουν μεγάλο αριθμό ανθρώπων».
Σχετικά με το κομματικό συλλαλητήριο, που σχεδιάστηκε στη Θεσσαλονίκη, για τον Γεώργιο Παπανδρέου στις 23 Απριλίου 1967, ο Ανδρέας Παπανδρέου αρνήθηκε ενώπιον της Υποεπιτροπής, ότι προβλεπόταν οποιαδήποτε σύγκρουση με τις αρχές.
Όσον αφορά στην κρίση της συνταγματικής Κυβέρνησης αναφέρεται στο πόρισμα.
«Η εναγόμενη Κυβέρνηση υποστήριξε, ότι η πολιτική ζωή της χώρας ήταν σε παρακμή από το 1944. Από τον Ιούλιο του 1965 είχε δημιουργηθεί μια κατάσταση, εν μέρει από τον κομμουνιστικό παράγοντα, στην οποία η ύπαρξη εδραιωμένων πολιτικών στα θεσμικά όργανα απειλήθηκε ξεκάθαρα. Το κοινοβουλευτικό σύστημα είχε ουσιαστικά καταρρεύσει, με κομματική διαφθορά και βίαια επεισόδια στην αίθουσα της Βουλής. Ο κρατικός μηχανισμός είχε παραλύσει. Υπήρχαν καθημερινές απεργίες και προειδοποιήσεις, ότι η οικονομία ήταν στα πρόθυρα χρεοκοπίας.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου στη συνωμοσία του «ΑΣΠΙΔΑ» συνεργάστηκε με μια ομάδα αξιωματικών, για να καθαιρέσει τον Βασιλιά και να αντικαταστήσει τη συνταγματική μοναρχία από μια δικτατορία με σοσιαλιστικές τάσεις. Ο πατέρας του ο Πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου, παρενέβη το 1965, για να επηρεάσει την έρευνα και για το σκοπό αυτό, επέμεινε στην ανάληψη του Υπουργείου Άμυνας.
Στις 22 Φεβρουαρίου 1967, ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε δηλώσει σε ομιλία, ότι η συνταγματική μορφή της ορκωμοσίας θα αγνοηθεί από τη νέα Κυβέρνηση μετά τις εκλογές του Μαΐου και την Κεντροαριστερά πλειοψηφία θα αναλάμβανε την εξουσία χωρίς παρουσίαση της νέας Κυβέρνησης στον Βασιλιά. Η εναγόμενη Κυβέρνηση υποστηρίζει, ότι αυτή η δήλωση συνεπάγεται πρόθεση «να καταργήσει το Σύνταγμα και τον βασιλιά», αφού η διάλυση της Βουλής και η προκήρυξη εκλογών είναι αρμοδιότητες μόνο του Βασιλιά.
Οι εγκαλούσες Κυβερνήσεις παρατήρησαν, ότι η εναγόμενη Κυβέρνηση είχε βασιστεί σε γεγονότα εν μέρει σχετικά, με όσα συνέβησαν το 1965 και ότι τέτοια γεγονότα δεν μπορούσαν να δικαιολογήσουν την εναγόμενη Κυβέρνηση για παρέκκλιση από τη Σύμβαση το 1967.
Όσον αφορά τη συνωμοσία «ΑΣΠΙΔΑ», επεσήμαναν, ότι οι αναφερόμενοι αξιωματικοί είχαν καταδικαστεί πριν από την 21η Απριλίου 1967 και ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε απελευθερωθεί από φυλάκιση από την εναγόμενη Κυβέρνηση επειδή οι κατηγορίες εναντίον του δεν διετηρούντο. Στην πραγματικότητα, ένα από τα υποβληθέντα από την εναγόμενη Κυβέρνησης έγγραφα σχετικά με την υποτιθέμενη συμμετοχή του Γεωργίου και του Ανδρέα στη συνωμοσία του «ΑΣΠΙΔΑ ήταν «χαλκευμένο».
Υπάρχει γενική συμφωνία, που διαπιστώθηκε στα στοιχεία, που παρουσιάστηκαν στην Υποεπιτροπή, ότι τον Απρίλιο του 1967 υπήρχε εκτεταμένη ανησυχία, για το μέλλον των πολιτικών θεσμών στην Ελλάδα και την ικανότητα της Κυβερνήσεως να διατηρήσει τη δημόσια τάξη και την κοινωνική πρόοδο. Ωστόσο, όσον αφορά τους παράγοντες, που αναφέρθηκαν από την εναγόμενη Κυβέρνηση, μείωση της θέσης και της επιρροής του Κοινοβουλίου, αύξηση του αριθμού και των οργανώσεων των κομμουνιστών και των συμμάχων τους και πιθανότητα δημιουργίας ενός «Λαϊκού Μετώπου» μετά τις εκλογές του Μαΐου – η Επιτροπή παρατηρεί τα εξής:
(1) Η προετοιμασία, για τις εκλογές του Μαΐου προχωρούσε με βάση, σαφώς αποδεκτή από όλα τα κόμματα. Επρόκειτο να εκλεγεί νέο Κοινοβούλιο, με κανονική συνταγματική διαδικασία Δεν υπάρχουν πειστικές αποδείξεις, ότι κάποιο κόμμα, ή ομάδα στην προεκλογική εκστρατεία πρότεινε την κατάργηση της Βουλής, ή τον ουσιαστικό περιορισμό των εξουσιών της τον Μάρτιο 1967 με μια σειρά από ενεργειών.
(2), όσον αφορά τους κομμουνιστές και τους συμμάχους τους, επέμεινε ο πρωθυπουργός Παπαδόπουλος τον Μάρτιο του 1969, ότι ο αριθμός των κομμουνιστών στην Ελλάδα ήταν πάντα μικρός.
(3), Για τις δραστηριότητες του Γεωργίου και του Ανδρέα Παπανδρέου, ορισμένα από τα στοιχεία σχετίζονται με την προηγούμενη περίοδο 1964-1965 και έχουν μικρή σημασία στο ερώτημα, εάν υπήρξε δημόσια έκτακτη ανάγκη, πραγματική, ή επικείμενη, το 1967. Η Επιτροπή σημειώνει, ότι μια επιστολή, που προσκόμισε η εναγόμενη Κυβέρνηση προς την Υποεπιτροπή, για τη συνωμοσία «ΑΣΠΙΔΑ» και είχε θεμελιωθεί μπροστά από ένα δικαστήριο της Αθήνας «είναι πλαστή».
Ως πρός τις θέσεις, που αποδίδονται στον Ανδρέα Παπανδρέου τον Φεβρουάριο του 1967, η Υποεπιτροπή άκουσε έναν αριθμό μαρτύρων. Ο Παπανδρέου, όταν κατέθεσε ενώπιον της Υποεπιτροπής, περιέγραψε την ομιλία του, ως εξής: «Εγώ μιλούσα, για διαδικασίες σε χώρες της Δυτικής Ευρώπης,.. ειδικά τη Δανία…, Έγινε πράξη, εφαρμόστηκε, γιατί στην πραγματικότητα το Σύνταγμα της Δανίας και το Ελληνικό Σύνταγμα είναι πολύ κοντά στη διατύπωση, αλλά όχι στην εφαρμογή είναι ότι: «Κοίτα την αντίθεση», είπα, «εδώ βλέπεις, όταν ο Πρωθυπουργός κερδίζει εκλογές, ενημερώνει τον Βασιλιά, για το γεγονός, όπως έκανε στην πραγματικότητα ο κ. Κραγκ, ενώ στην Ελλάδα πρέπει να θέσουμε το ερώτημα, ακόμη κι, αν κάποιος έχει την πλειοψηφία των βουλευτών, αν θα κυβερνήσει, ή όχι». Αυτή είναι μια ερώτηση εγώ έβαλα και αυτή είναι η αντίθεση, που έκανα, αλλά θα ήταν ό,τι πιο μακριά από τις σκέψεις μου…»
Ο μάρτυρας δήλωσε περαιτέρω: «Μου είχε τεθεί μια ερώτηση αρχής από το ακροατήριο εκείνη την ώρα, αν το κόμμα μας δεν είχε απόλυτη νίκη στις εκλογές, θα δεχόταν μια συνεργασία με κάποιο κόμμα στη Βουλή. Δήλωσα, ότι το ερώτημα δεν υπήρχε στην πραγματικότητα πολιτικά γιατί θα κερδίζαμε τις εκλογές απολύτως, αλλά πρόσθεσα, ότι η νόμιμη διαδικασία γενικά, το πλαίσιο μέσα στο οποίο λειτουργεί ένα κόμμα σε μια κοινοβουλευτική δημοκρατία, είναι το εξής: Έχετε το ελάχιστο πρόγραμμά σας, το οποίο παρουσιάζετε, εάν δεν έχετε απόλυτη πλειοψηφία, στο κοινοβούλιο. Εάν αυτό το πρόγραμμα εγκριθεί από το Κοινοβούλιο, μπορείτε να παραμείνετε, εάν όχι, προτείνετε στον Βασιλιά να διαλυθεί η Βουλή και να διεξαχθούν νέες εκλογές. Νομίζω, ότι αυτή είναι απολύτως σωστή συνταγματική διαδικασία και κατά κάποιον τρόπο έκανα ένα μάθημα, για τη συνταγματική διαδικασία εκείνη την εποχή».
Όταν ρωτήθηκε, αν ζήτησε διόρθωση των δημοσιευμάτων των εφημερίδων σχετικά με την ομιλία του, ο μάρτυρας απάντησε: «αν ήταν να απαντώ σε όλη τη λάσπη, που μου έχουν ρίξει πάνω από ενάμιση χρόνο μέσω των προετοιμασιών αυτής της ποιότητας, δεν θα είχα χρόνο να κάνω οτιδήποτε άλλο. Στην πραγματικότητα δεν ήταν το πιο σοβαρό αντικείμενο με ό,τι μπορείτε να σκεφτείτε και η απάντησή μου είναι συγκεκριμένα: όχι, εγώ δεν απαντούσα σε καμμιά από τις κατηγορίες στον Κίτρινο Τύπο της Ελλάδας, δεν έχω απαντήσει σε καμμιά από αυτές».
Σύμφωνα με τον μάρτυρα Μπακόπουλο, πρώην Υπουργό και αρχηγό του Κόμματος Ένωσης Κέντρου, «ο Ανδρέας Παπανδρέου δεν είπε, ότι θα σχημάτιζε Κυβέρνηση στην πλατεία Συντάγματος. Οι εφημερίδες έγραφαν εκείνη την εποχή, ότι το είχε πει, αλλά ο Ανδρέας Παπανδρέου το διέψευσε αμέσως και έγραψε δύο άρθρα στην Αθηναική εφημερίδα «Έθνος»…»
Σύμφωνα με τον πρώην Υπουργό Αβέρωφ, ο Ανδρέας Παπανδρέου όντως έκανε τη δήλωση, ότι θα σχηματίσει Κυβέρνηση στην πλατεία Συντάγματος «και αυτή δημοσιεύτηκε σε όλες τις εφημερίδες. Μετά ταύτα, υπήρχε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, που όλοι έλεγαν, ότι ήταν πολύ σημαντικό και θεμελιώδες. Σχολιάστηκε τόσο πολύ, ώστε από τα χείλη όλων μας, που αρκετοί από εμάς συζητήσαμε ακόμη και τι θα έπρεπε να κάνουμε, εάν ο Ανδρέας Παπανδρέου ενεργούσε με αυτόν τον τρόπο».
<<Ο ρόλος του Αβέρωφ φαίνεται σκοτεινός ενώ δεν ήταν ο ίδιος παρών, όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου φέρεται να έκανε τις παραπάνω δηλώσεις>>.
{ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ}