ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ ΣΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΟΤΗΤΑΣ *** Η χούντα των Ελλήνων Συνταγματαρχών και η αποβολή της από το Συμβούλιο της Ευρώπης *** Μελέτη – Έρευνα – Επεξεργασία του εκλεκτού συνεργάτη μας κ. Κωνσταντίνου Γρηγ. Κυριακόπουλου, Υποστράτηγου Ιατρού ε.α. Νευροχειρουργού
ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ
ΣΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΟΤΗΤΑΣ
Η χούντα των Ελλήνων Συνταγματαρχών και η αποβολή της από το Συμβούλιο της Ευρώπης
Μελέτη – Έρευνα – Επεξεργασία του εκλεκτού συνεργάτη μας κ. Κωνσταντίνου Γρηγ. Κυριακόπουλου, Υποστράτηγου Ιατρού ε.α. Νευροχειρουργού
Γνώμη της Επιτροπής σχετικά στο ερώτημα, αν υπήρχε στις 21 Απριλίου 1967, Δημόσια Έκτακτη κατάσταση στην Ελλάδα, που απειλούσε τη ζωή του Έθνους…
{Μέρος έκτο – συνέχεια από το προηγούμενο}
ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ
Στη δεύτερη απόφασή της για το παραδεκτό, η Επιτροπή, λαμβάνοντας ιδιαίτερα υπόψη την απόλυση των δικαστικών λειτουργών τον Μάιο του 1968, διαπίστωσε, ότι τα εσωτερικά ένδικα μέσα στην Ελλάδα για καταγγελίες, που επικαλούνται βασανιστήρια, ή κακομεταχείριση πολιτικών κρατουμένων από τις δημόσιες αρχές δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ως αποτελεσματικά, ή επαρκή. Ότι τα δικαστήρια και τα στρατοδικεία στην Ελλάδα δεν θεωρούνται ανεξάρτητα αποδεικνύεται περαιτέρω από τις συνέπειες των πρόσφατων αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας και το καθεστώς των έκτακτων στρατοδικείων.
Όσον αφορά τη θέση του συνηγόρου υπεράσπισης σε δίκες ενώπιον στρατοδικείων, η Επιτροπή παραπέμπει στις παραπάνω σκέψεις. Παρατηρεί επίσης, ότι ο Γεώργιος Β. Μαγκάκης, ο οποίος υπηρέτησε ως συνήγορος υπεράσπισης για λογαριασμό ορισμένων προσώπων, που κατηγορούνταν για πολιτικά αδικήματα και κλήθηκε να καταθέσει ενώπιον της Υποεπιτροπής, εμποδίστηκε από την εναγόμενη Κυβέρνηση να εμφανιστεί ενώπιον της Υποεπιτροπής και αργότερα συνελήφθη.
Άρθρο 8 της Σύμβασης.
Γνώμη της Επιτροπής.
Η Επιτροπή θεωρεί, ότι η αναστολή από την 21η Απριλίου 1967 έως την 9η Απριλίου 1969 του δικαιώματος σεβασμού της κατοικίας και η συνακόλουθη παραβίαση του δικαιώματος αυτού, ιδίως από την πρακτική των αστυνομικών αρχών να πραγματοποιούν συλλήψεις τη νύχτα, αποτελεί παραβίαση αυτού του δικαιώματος που, ελλείψει «δημόσιας κατάστασης έκτακτης ανάγκης, που απειλεί τη ζωή του έθνους» κατά την έννοια του άρθρου 15 της Σύμβασης, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως «απαραίτητη σε μια δημοκρατική κοινωνία» για κανέναν από τους σκοπούς, που ορίζονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 8.
Άρθρα 9 και 10 σε συνδυασμό με το άρθρο 14 της Σύμβασης.
Γνώμη της Επιτροπής.
Λογοκρισία Τύπου.
Η Επιτροπή θεωρεί, ότι οι κανόνες, που περιγράφονται παραπάνω, εάν εφαρμοστούν στην πλήρη έκτασή τους, δεν συνάδουν με το άρθρο 10 της Σύμβασης.
Προπαντός:
- Η απαγόρευση της δημοσίευσης οποιουδήποτε κειμένου, εντοπίου, ή ξένου, που «ασκεί άμεση, ή έμμεση κριτική» στην Κυβέρνηση κατά την άσκηση των καθηκόντων της αποτελεί περιορισμό της ελευθερίας της έκφρασης, που δεν είναι «απαραίτητο σε μια δημοκρατική κοινωνία» για κανέναν από τους στόχους που έχουν τεθεί στην παράγραφο 2 του άρθρου 10·
- Η γενική απαγόρευση ανακοινώσεων «αριστερών οργανώσεων», χωρίς περαιτέρω διευκρίνιση του σκοπού τους, συνεπάγεται διάκριση λόγω «πολιτικής γνώμης» κατά την έννοια του άρθρου 14, σε συνδυασμό με τα άρθρα 9 και 10 της Σύμβασης .
Άρθρο 11 της Σύμβασης.
Γνώμη της Επιτροπής.
Η ελευθερία του συνέρχεσθαι αποτελεί σημαντικό μέρος της πολιτικής και κοινωνικής ζωής κάθε χώρας. Αποτελεί ουσιαστικό μέρος των δραστηριοτήτων των πολιτικών κομμάτων, που προβλέπονται στο άρθρο 58 του Συντάγματος του 1968 και της διεξαγωγής εκλογών σύμφωνα με το άρθρο 3 του Πρώτου Πρωτοκόλλου, οι οποίες διασφαλίζουν την ελεύθερη έκφραση της γνώμης του λαού.
Η παρούσα προϋπόθεση του δικαιώματος συνάθροισης στην Ελλάδα είναι ότι (1) αναγνωρίζεται στις αναγνωρισμένες επαγγελματικές οργανώσεις το δικαίωμα συνάθροισης με τον νόμο «Άλφα» της 16ης Νοεμβρίου 1968, αλλά δεν είναι σαφές εάν, ελλείψει του εφαρμοστικού νόμου, αυτός ο νόμος και ο νόμος «Bήτα» της 9ης Απριλίου 1969, εξακολουθούν να ισχύουν· (2) οι συνεδριάσεις για πολιτικούς σκοπούς απαγορεύονται, εάν πρόκειται να διεξαχθούν σε δημόσιο χώρο και μπορούν να πραγματοποιηθούν κατ’ ιδίαν μόνο με την άδεια της αρμόδιας αστυνομικής αρχής· (3) οι συναντήσεις σε κλειστούς χώρους για την παρακολούθηση διάλεξης απαιτούν την άδεια της αρμόδιας στρατιωτικής αρχής.
Η Επιτροπή θεωρεί, ότι κανένας από αυτούς τους περιορισμούς στη διεξαγωγή συναθροίσεων δεν συνάδει με το άρθρο 11 της Σύμβασης. Η εναγόμενη Κυβέρνηση δεν απέδειξε, ότι είναι «απαραίτητα σε μια δημοκρατική κοινωνία» για κανένα από τους σκοπούς, που ορίζονται στο άρθρο 11 παράγραφος 2. Ειδικότερα, δεν δόθηκαν στοιχεία στην Υποεπιτροπή, που να αποδεικνύουν, ότι η απαγόρευση δημόσιων πολιτικών συναθροίσεων είναι απαραίτητη για οποιονδήποτε από αυτούς τους σκοπούς. Επιπλέον, το να υπόκεινται οι εσωτερικές συνεδριάσεις στη διακριτική ευχέρεια της Αστυνομίας και οι διαλέξεις στη διακριτική ευχέρεια των στρατιωτικών αρχών, χωρίς καμμιά σαφή νομική επιταγή ως προς τον τρόπο άσκησης αυτής της διακριτικής ευχέρειας και χωρίς περαιτέρω έλεγχο, σημαίνει δημιουργία ενός αστυνομικού κράτους, που είναι ο αντίποδας μιας «δημοκρατικής κοινωνίας».
Όσον αφορά την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι, η Επιτροπή παρατηρεί, ότι η εναγόμενη Κυβέρνηση: 1 διέταξε τη διάλυση πολιτικών κομμάτων και περίπου 270 συνδικαλιστικών οργανώσεων και άλλων οργανώσεων με την αιτιολογία, ότι ήταν κομμουνιστικά, ή κομμουνιστικής έμπνευσης· 2 απέλυσε τα διοικητικά συμβούλια όλων των οργανισμών, πλήν του Δικηγορικού Συλλόγου και του Συλλόγου Συμβολαιογράφων.
Άρθρο 13 της Σύμβασης.
ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ.
Η Επιτροπή παρατηρεί, ότι τα ένδικα μέσα, που ζητούνται από το άρθρο 13 δεν ήταν πλήρως αποτελεσματικά στην Ελλάδα από την 21η Απριλίου 1967. Η εναγόμενη Κυβέρνηση είπε, ότι τα ένδικα μέσα μέσω ποινικών, αστικών και διοικητικών διαδικασιών εξακολούθησαν να είναι διαθέσιμα και δεν επηρεάστηκε από την αναστολή, ή την καθυστέρηση έναρξης ισχύος συγκεκριμένων Συνταγματικών διατάξεων.
Όμως η Επιτροπή παρατηρεί τα εξής:
(1) Η έλλειψη ανεξαρτησίας αμερόληπτων δικαστηρίων από τον Μάϊο του 1968 έχει ήδη επισημανθεί στη δεύτερη απόφαση της Επιτροπής σχετικά με το παραδεκτό και εξετάστηκε περαιτέρω σε σχέση με το άρθρο 6 ανωτέρω.
(2) Όσον αφορά, ειδικότερα, τις καταγγελίες πολιτικών κρατουμένων, που ισχυρίζονται ότι υπέστησαν βασανιστήρια, ή κακομεταχείριση, η Επιτροπή παρατηρεί, ότι οι διοικητικές έρευνες, που αναφέρει η εναγόμενη Κυβέρνηση δεν διατάχθησαν σε όλες τις περιπτώσεις τέτοιων καταγγελιών και δεν διεξήχθησαν πάντα όταν διατάχθησαν. Επιπλέον, από τις εκθέσεις τους, που υποβλήθηκαν από την εναγόμενη Κυβέρνηση, κρίνουμε, ότι είναι ανεπαρκείς ως προς τη συμπεριφορά τους ακόμη και για την αποσαφήνιση των γεγονότων, πόσο μάλλον για τη σωστή κρίση τους. Εφόσον επομένως δεν ελήφθησαν υπόψη οι πιο στοιχειώδεις αρχές σε αυτές τις έρευνες, είναι αδύνατο να θεωρηθεί η υπάρχουσα διαδικασία διοικητικής έρευνας ως αποτελεσματικό ένδικο μέσο κατά την έννοια του άρθρου 13 της Σύμβασης.
Άρθρο 3 του Πρώτου Πρωτοκόλλου.
Γνώμη της Επιτροπής.
Η Επιτροπή θεωρεί, ότι το άρθρο 3 του πρώτου πρωτοκόλλου προϋποθέτει την ύπαρξη αντιπροσωπευτικού νομοθετικού Σώματος, εκλεγομένου σε εύλογα χρονικά διαστήματα, ως βάσης μιας δημοκρατικής κοινωνίας. Η Βουλή των Ελλήνων, εκλεγμένη με το παλιό Σύνταγμα του 1952, διαλύθηκε στις 4 Απριλίου 1967 και οι εκλογές, που ορίστηκαν κατά τη διάλυση για τις 28 Μαΐου 1967, ακυρώθηκαν από την εναγόμενη Κυβέρνηση. Από εκείνη την ημέρα δεν υπάρχει στην Ελλάδα εκλεγμένο νομοθετικό σώμα. Έτσι ο Ελληνικός λαός εμποδίζεται να εκφράσει τις πολιτικές απόψεις του επιλέγοντας νομοθετικό σώμα σύμφωνα με το άρθρο 3.
Ακόμη και αν λεχθεί, ότι υπήρξε μια συνεχιζόμενη «δημόσια έκτακτη ανάγκη, που απειλεί τη ζωή του έθνους», κατά την έννοια του άρθρου 15 της Σύμβασης, δεν υπάρχει καμμιά ένδειξη, ότι η κατάσταση ήταν και εξακολουθεί να είναι τέτοια, που να απαιτεί τη συνέχιση της αναστολής του κοινοβουλευτικού βίου, ή ότι δεν μπορούσαν να διεξαχθούν εκλογές. Η Επιτροπή παρατηρεί σχετικά, ότι το Κοινοβούλιο συνέχισε να λειτουργεί στην Ελλάδα κατά τον εμφύλιο πόλεμο του 1946-1949.
ΑΡΘΡΟ 7 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΚΑΙ ΑΡΘΡΟ 1
ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ.
- Ως προς το άρθρο 7 της Σύμβασης.
Οι τρεις πρώτες εγκαλούσες κυβερνήσεις υποστήριξαν, ότι η Συντακτική Πράξη «Η» της 11ης Ιουλίου 1967, παραβίαζε το Άρθρο 7 της Σύμβασης.
Το άρθρο 1 της Πράξης ανέφερε τα εξής:
«1. Έλληνες πολίτες, που διαμένουν στο εξωτερικό, προσωρινά, ή μόνιμα, ή έχουν περισσότερες από μία ιθαγένειες, που ενεργούν, ή ενήργησαν αντιπατριωτικά, ή που προβαίνουν σε πράξεις ασυμβίβαστες με την Ελληνική ιθαγένεια, ή αντίθετες προς τα συμφέροντα της Ελλάδας, ή για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων… μπορούν να στερηθούν την Ελληνική ιθαγένεια με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, κατά των οποίων δεν επιτρέπεται η άσκηση προσφυγής, ή η αίτηση ακύρωσης…
- (Ορισμός «αντιπατριωτικής δραστηριότητας»).
3…Σε περίπτωση, που η πράξη τελέστηκε στο εξωτερικό από ομοεθνείς, η δίωξη γίνεται αυτεπάγγελτα, ανεξάρτητα από τις προϋποθέσεις του άρθρου 6 του Ποινικού Κώδικα. Τροποποίηση, ή αναστολή της ποινής δεν επιτρέπεται και η προσφυγή δεν έχει ανασταλτική ισχύ».
Γνώμη της Επιτροπής.
Το άρθρο 1 της Συνταγματικής Πράξης επαναφέρει κατ’ ουσίαν το διάταγμα αριθ. 4234/1962. Ο βαθμός στον οποίο μπορούν να θεωρηθούν με αναδρομική ισχύ, ή οι κυρώσεις, που επιβλήθηκαν μπορεί να είναι μεγαλύτερες από αυτές, που ίσχυαν όταν διαπράχθηκε το αδίκημα, περιορίζεται από: τη λειτουργία του άρθρου 7 του Συντάγματος του 1952, που δεν έχει ανασταλεί μέχρι τις 15 Νοεμβρίου 1968.
Το άρθρο 2, παράγραφος 2, της Συνταγματικής Πράξης «Η΄» προβλέπει τη δήμευση και της περιουσίας του συζύγου, ή της συζύγου του δράστη. Η εφαρμογή αυτής της διάταξης ως «κύρωσης» κατά την έννοια του άρθρου 1, του πρώτου πρωτοκόλλου θα δημιουργούσε το ερώτημα εάν η έννοια της «κύρωσης» απαιτεί τη διάπραξη αδικήματος από το πρόσωπο στο οποίο επιβάλλεται. Ωστόσο, η Επιτροπή δεν θεωρεί απαραίτητο να εκφράσει γνώμη σχετικά με αυτό το ζήτημα, δεδομένου, ότι δεν αμφισβητείται μεταξύ των μερών, ότι η Συντακτική Πράξη «Η΄» δεν έχει εφαρμοστεί σε καμμιά πραγματική περίπτωση.
ΑΡΘΡΟ 3 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ.
Χαρακτήρας και εύρος των ισχυρισμών βάσει του άρθρου 3 Α.
ΕΝΝΟΙΑ ΤΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 3.
Το άρθρο 3 προβλέπει ότι: «Κανείς δεν πρέπει να υποβάλλεται σε βασανιστήρια, ή σε απάνθρωπη, ή εξευτελιστική μεταχείριση, ή τιμωρία».
Είναι ξεκάθαρο, ότι μπορεί να υπάρχει μεταχείριση στην οποία ισχύουν όλοι αυτοί οι χαρακτηρισμοί, γιατί όλα τα βασανιστήρια είναι απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση και η απάνθρωπη μεταχείριση είναι ταπεινωτική. Η έννοια της απάνθρωπης μεταχείρισης καλύπτει τουλάχιστον τη μεταχείριση, που προκαλεί εσκεμμένα σοβαρή ταλαιπωρία, ψυχική, ή σωματική, η οποία, στη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι αδικαιολόγητη.
Σε αυτή την έκθεση, η έκφραση «βασανιστήρια, ή κακομεταχείριση» χρησιμοποιείται, για λόγους συντομίας, για να περιγράψει γενικά πράξεις, που απαγορεύονται από το άρθρο 3.
Με υπόμνημα της 22ας Μαρτίου 1968, οι εγκαλούσες κυβερνήσεις, με εξαίρεση την Ολλανδική, διεύρυναν τις αιτήσεις τους ώστε να συμπεριλάβουν ισχυρισμούς, ότι οι διοικητικές πρακτικές, που ακολουθούνται τώρα στην Ελλάδα· «από υψηλά στελέχη της ιεραρχίας των κρατικών αρχών, ή με την άδεια, ή τη γνώση τους… επιτρέπουν, ή ακόμη και κάνουν συστηματικά χρήση βασανιστηρίων» σε πολιτικούς κρατούμενους».
Οι τρεις εγκαλούσες κυβερνήσεις επέστησαν την προσοχή στις συνθήκες υπό τις οποίες κρατούνται οι πολιτικοί κρατούμενοι στην Ελλάδα, ιδίως στα Αρχηγεία της Ασφαλείας της Αστυνομίας Αθηνών και Πειραιά και στα στρατόπεδα κράτησης στα νησιά Γιάρος και Λέρος.
Η εναγόμενη Κυβέρνηση αμφισβήτησε το παραδεκτό αυτών των νέων ισχυρισμών ελλείψει αποδείξεων εκ πρώτης όψεως και προσκόμισε 31 εκθέσεις της Επιτροπής του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, σχετικά με επισκέψεις σε διάφορους χώρους κράτησης στην Ελλάδα, μια περαιτέρω γενική έκθεση, που καλύπτει την περίοδο Μαΐου 1967 έως Μαρτίου 1968 και ορισμένα άλλα έγγραφα, που επισυνάπτονται στις παρατηρήσεις της 27ης Μαΐου 1968
Κηρύσσοντας παραδεκτούς τους ισχυρισμούς βάσει του άρθρου 3 της Σύμβασης, η Επιτροπή έκρινε, ότι οι τρεις εγκαλούσες Κυβερνήσεις δεν προσέφεραν σε εκείνο το στάδιο ουσιαστικές αποδείξεις για πρακτική βασανιστηρίων, ή κακομεταχείρισης στην Ελλάδα. Ότι μπορεί όμως να προκύψει ζήτημα εξάντλησης των εγχώριων ενδίκων μέσων από τα φερόμενα θύματα βασανιστηρίων, ή κακομεταχείρισης· ότι εν τούτοις στην επικρατούσα κατάσταση -η Επιτροπή σημείωσε ιδίως την απόλυση τριάντα δικαστών, ή εισαγγελέων στις 29 Μαΐου 1968 – στην Ελλάδα τα ένδικα μέσα, που υπέδειξε η εναγόμενη Κυβέρνηση δεν μπορούσαν να θεωρηθούν επαρκή, ή αποτελεσματικά. Και ότι το ζήτημα της απόδειξης των καταγγελιών για βασανιστήρια, ή κακομεταχείριση, που προβλήθηκαν στις αιτήσεις, ήταν μέρος της ουσίας.
Οι τρεις εγκαλούσες Κυβερνήσεις υπέβαλαν στις 10 Σεπτεμβρίου 1968 κατάλογο μαρτύρων, που έπρεπε να εξεταστούν, τόσο εκτός, όσο και στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένων των ονομάτων 53 ατόμων, φερόμενων θυμάτων βασανιστηρίων, ή κακομεταχείρισης, ιδίως όταν κρατούνταν στα κεντρικά κτίρια της Ασφαλείας στην Αθήνα (οδός Μπούμπουλίνας), Πειραιά, Θεσσαλονίκη και Κρήτη.
Τα αποδεικτικά έγγραφα, που υποβλήθηκαν από τις τρεις εγκαλούσες κυβερνήσεις περιέχουν περιγραφές πολλών μορφών βασανιστηρίων, ή κακομεταχείρισης, υπογεγραμμένες από τα αναφερόμενα θύματα, ή αποδιδόμενες σε κατονομαζόμενα ως φερόμενα θύματα. Περαιτέρω δηλώσεις προσώπων των οποίων τα ονόματα αποκρύπτονται· μια παραπομπή σε υποτιθέμενο κανονισμό, που εκδόθηκε κρυφά στις Ένοπλες Δυνάμεις, που επιτρέπει τη χρήση βασανιστηρίων, ή κακομεταχείρισης· και περιγραφές των συνθηκών κράτησης πολιτικών κρατουμένων στα κεντρικά κτίρια της Ασφάλειας στην Αθήνα και Πειραιά και στα Κέντρα κράτησης στη Γιάρο και τη Λέρο.
Αμφισβητώντας τους ισχυρισμούς για βασανιστήρια, ή κακομεταχείριση γενικά, η εναγόμενη Κυβέρνηση επικαλέστηκε κυρίως:
(i) Ελληνικές νομοθετικές διατάξεις, που απαγορεύουν τα βασανιστήρια και την επιβολή κυρώσεων, στον ποινικό κώδικα και στο άρθρο 11 του νέου Συντάγματος και τόνισε, ότι καμμιά από αυτές τις διατάξεις δεν υπόκειται σε μέτρα καταστολής από την 21η Απριλίου 1967.
(ii) διάφορες προτροπές του Υπουργού Δημόσιας Τάξης προς την Αστυνομία, που ζητά ευγενική και ανθρώπινη συμπεριφορά κατά την άσκηση των καθηκόντων της και να ανακοινώνει αυστηρή τιμωρία για κάθε παραβάτη· δήλωση του Πρωθυπουργού, ότι οι υπεύθυνοι για τυχόν βασανιστήρια θα ανακαλυφθούν θα εκτελεστούν στην Πλατεία Συντάγματος.
(iii) Επιχειρήσεις και στατιστικές για πειθαρχικές διαδικασίες κατά αστυνομικών και αξιωματικών χωροφυλακής, που κατέληξαν στην απόρριψη των κατηγοριών, ή στην τιμωρία ορισμένων χωροφυλάκων, ή ενωμοταρχών.
(iv) τη διενέργεια διοικητικών ερευνών για έναν αριθμό υποθέσεων εικαζόμενων βασανιστηρίων, ή κακομεταχείρισης·
(v) ορισμένες εκθέσεις της Διεθνούς Επιτροπής του Ερυθρού Σταυρού·
(vi) εκθέσεις, ή δηλώσεις μερικών Βρετανών βουλευτών και του κ. Siegmann, εισηγητή της Συμβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Γενικά υποστήριξε, ότι οι ισχυρισμοί είναι ψευδής προπαγάνδα, που διατυπώνεται από το Κομμουνιστικό Κόμμα τόσο εντός, όσο και εκτός Ελλάδας, ή από άλλες ομάδες εχθρικές προς την εναγόμενη Κυβέρνηση, για να τη δυσφημήσουν και τις αστυνομικές αρχές.
Έρευνα της Υποεπιτροπής.
Σε πέντε ακροάσεις ενώπιον της Υποεπιτροπής, ή των αντιπροσώπων της, από 25 έως 28 Νοεμβρίου, στο Στρασβούργο, από τις 18 έως τις 20 Δεκεμβρίου 1968, στο Στρασβούργο, από 10 έως 20 Μαρτίου 1969, στην Αθήνα, από τις 16 έως τις 17 Ιουνίου 1969, στο Στρασβούργο, στις 26 Ιουλίου 1969, στο Στρασβούργο.
Κατέθεσαν συνολικά σχετικά 58 μάρτυρες. Μεταξύ αυτών ήταν: 16 φερόμενα θύματα σωματικής κακομεταχείρισης, ή βασανιστηρίων. 7 άτομα, που είχαν τεθεί υπό κράτηση μαζί με τα φερόμενα θύματα. 25 αστυνομικοί και άλλοι Έλληνες αξιωματούχοι. 2 πολιτικοί κρατούμενοι για τους οποίους δεν έγιναν καταγγελίες για βασανιστήρια αλλά είχαν προταθεί από την εναγόμενη Κυβέρνηση (Ζερβουλάκος και Ταμπάκης). 8 άλλα άτομα, που είχαν κάνει παρατηρήσεις σχετικά με τη μεταχείριση των πολιτικών κρατουμένων στην Ελλάδα.
49 μάρτυρες τους οποίους η Υποεπιτροπή αποφάσισε να ακούσει σχετικά με το άρθρο 3, δεν ακούστηκαν για διάφορους λόγους, μεταξύ των οποίων 21 άτομα κρατούνται στην Ελλάδα τα οποία η εναγόμενη Κυβέρνηση δεν έθεσε στη διάθεση της Υποεπιτροπής για ακρόαση. Ένας από αυτούς τους μάρτυρες, ο Μίκης Θεοδωράκης, δεν είχε τεθεί στη διάθεση της Υποεπιτροπής πριν τερματίσει την έρευνά της στην Ελλάδα την 19η Μαρτίου 1969. Ωστόσο, την επόμενη ημέρα η εναγόμενη Κυβέρνηση πρόσφερε στα εξουσιοδοτημένα μέλη τη δυνατότητα να ακούσουν τον Θεοδωράκη ως μάρτυρα. Τα εξουσιοδοτημένα μέλη θεώρησαν, ότι δεν έπρεπε σε αυτό το στάδιο να δεχτούν τα αποδεικτικά στοιχεία, που προσφέρθηκαν μόνο μετά την απόφαση της Υποεπιτροπής να περατώσει τη διαδικασία και παρέπεμψαν το θέμα στην πλήρη Υποεπιτροπή, η οποία την 20ή Μαΐου 1969 κάλεσε εκ νέου την εναγόμενη Κυβέρνηση να προβεί σε διευθετήσεις για την ακρόαση του Θεοδωράκη και 20 άλλων μαρτύρων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων, που είχαν προηγουμένως αρνηθεί. Η εναγόμενη Κυβέρνηση δεν απάντησε σε αυτό το αίτημα.
Ένας κάτοικος Ελλάδας, που κλήθηκε να εμφανιστεί στο Στρασβούργο τον Ιούνιο του 1969, ο δικηγόρος Γεώργιος Β. Μαγκάκης, δεν μπόρεσε να εμφανιστεί, λόγω αφαίρεσης του διαβατηρίου του και εν συνεχεία εξορίας του. Μια άλλη μάρτυρας, η κ. Τσίρκα, η οποία παρομοίως δεν μπόρεσε να εμφανιστεί στην ακροαματική διαδικασία τον Ιούνιο, ακούστηκε στη συνέχεια τον Ιούλιο μετά την αναχώρησή της από την Ελλάδα.
– 73 μάρτυρες, που κρατούνται, ή διαμένουν στην Ελλάδα και 2 μάρτυρες, που ζουν εκτός Ελλάδας, που προτείνονται από τις εγκαλούσες κυβερνήσεις, 7 μάρτυρες, που ζουν στην Ελλάδα, που προτάθηκαν από την εναγόμενη Κυβέρνηση, δεν είχαν ακουστεί, ή κληθεί, όταν η Υποεπιτροπή ολοκλήρωσε την έρευνά της. Αφού άκουσε τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο του 1968 όλους τους μάρτυρες, που προτάθηκαν από τα μέρη, η Υποεπιτροπή αποφάσισε στη συνέχεια να δώσει προτεραιότητα, κατά την έρευνά της στην Ελλάδα τον Μάρτιο του 1969, για αποδεικτικά στοιχεία, που συνδέονται με τις υποθέσεις για τις οποίες είχαν ήδη παραληφθεί ορισμένα ουσιαστικά στοιχεία. Ως συνέπεια της άρνησης της εναγόμενης Κυβέρνησης να διαθέσει μεγάλο αριθμό μαρτύρων, που κρατούνται στην Ελλάδα και εμποδίζοντας άλλους, που ζουν στην Ελλάδα να ταξιδέψουν στο Στρασβούργο, η Υποεπιτροπή έπρεπε να περιορίσει τις επόμενες ακροάσεις της τον Ιούνιο και τον Ιούλιο σε μάρτυρες διαθέσιμους εκτός Ελλάδας. Για τους λόγους αυτούς οι άλλοι μάρτυρες, που ζουν στην Ελλάδα δεν μπόρεσαν να ακουστούν. Η Υποεπιτροπή κάλεσε επίσης ιατρικούς εμπειρογνώμονες, που εξέτασαν 8 φερόμενα θύματα με τη συγκατάθεσή τους.
Κατά τη διάρκεια της έρευνάς της, η Υποεπιτροπή έλαβε από τα μέρη και από μάρτυρες μεγάλο αριθμό εγγράφων σχετικά με το άρθρο 3, συμπεριλαμβανομένων δηλώσεων από φερόμενα θύματα για βασανιστήρια, ή κακομεταχείριση, ιδίως από μάρτυρες τους οποίους αποφάσισε η Υποεπιτροπή να ακούσει, αλλά τους οποίους εμπόδισε η εναγόμενη Κυβέρνηση να καταθέσουν προφορικά.
Η Υποεπιτροπή είχε επίσης ζητήσει από την εναγόμενη Κυβέρνηση να υποβάλει ορισμένα περαιτέρω ιατρικά πιστοποιητικά, εκθέσεις της Διεθνούς Επιτροπής του Ερυθρού Σταυρού και πληροφορίες για τα αποτελέσματα ορισμένων διοικητικών ερευνών, αλλά η εναγόμενη Κυβέρνηση δεν συμμορφώθηκε με αυτά τα αιτήματα.
Η Υποεπιτροπή πραγματοποίησε επιθεώρηση στα Αρχηγεία Ασφαλείας της Αστυνομίας Αθηνών και Πειραιά, αλλά της απαγορεύτηκε η πρόσβαση στις φυλακές Αβέρωφ και στα στρατόπεδα κράτησης της νήσου Λέρου. Η Υποεπιτροπή είχε εξετάσει το ενδεχόμενο επιθεώρησης του στρατοπέδου Διονύσου, αλλά, λαμβάνοντας υπόψη την άρνηση της εναγόμενης Κυβέρνησης να επιτρέψει την ακρόαση των τεσσάρων μαρτύρων, που φέρονται, ότι βασανίστηκαν σε αυτό το στρατόπεδο (Παναγούλη, Μαρίας Καλλέργη, Πετρόπουλου και Κιάου), δεν επισκέφθηκε το στρατόπεδο.
Μετά την έρευνα της Υποεπιτροπής, οι εγκαλούσες κυβερνήσεις κατέληξαν στο συμπέρασμα, ότι είχαν ήδη προσκομιστεί συντριπτικά στοιχεία για το γεγονός, ότι τα βασανιστήρια εφαρμόζονται σε πολιτικούς κρατούμενους στην Ελλάδα κατά παράβαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ. Υποστήριξαν περαιτέρω, ότι αυτό το προφανές συμπέρασμα είχε ενισχυθεί και επιβεβαιωθεί από τις πράξεις και τις παραλείψεις της Ελληνικής Κυβέρνησης κατά την αντιμετώπιση του ζητήματος των βασανιστηρίων στην παρούσα υπόθεση. Προέτρεψαν την Υποεπιτροπή να λάβει υπόψη, όχι μόνο τις προφορικές μαρτυρίες μαρτύρων, αλλά και γραπτές δηλώσεις, άρθρα εφημερίδων και περιοδικών, φημισμένων δημοσιογράφων, επιστολές, που βγήκαν λαθραία από την Ελλάδα -υπογεγραμμένες, ή ανώνυμες- και παρόμοια γραπτά πιστοποιητικά.
Όσον αφορά στις εκθέσεις του Ερυθρού Σταυρού, οι εγκαλούσες Κυβερνήσεις υποστήριξαν, ότι η εναγόμενη Κυβέρνηση είχε κάνει εσκεμένη επιλογή για να ανταποκρίνεται στους δικούς της σκοπούς και δεν είχε υποβάλει εκείνες τις εκθέσεις, που αφορούσαν ρητά τα βασανιστήρια.
Σε απάντηση στο επιχείρημα της εναγόμενης Κυβέρνησης σύμφωνα με το οποίο τα φερόμενα θύματα βασανιστηρίων είναι «κομμουνιστές, που είπαν κομμουνιστικά ψέματα κατασκευασμένα στη Μόσχα», οι εγκαλούσες κυβερνήσεις ανέφεραν, ότι «η εναγόμενη Κυβέρνηση δεν προσκόμισε, ούτε ένα αποδεικτικό στοιχείο σχετικά με αυτούς τους παράλογους ισχυρισμούς» και ότι οι μάρτυρες, που ακούστηκαν ανήκαν, στην πραγματικότητα, σε διάφορα κόμματα.
Τέλος, οι εγκαλούσες Κυβερνήσεις τόνισαν, ότι η στάση, που έλαβε η εναγόμενη Κυβέρνηση εμποδίζοντας την Υποεπιτροπή να αποδείξει τα γεγονότα της υπόθεσης δεν ωφελεί αυτή την Κυβέρνηση και κατά συνέπεια, τα αποδεικτικά έγγραφα, που προέρχονται από πρόσωπα, που δεν ακούστηκαν ως μάρτυρες πρέπει να ληφθούν πλήρως υπόψη ως αποδεικτικά στοιχεία.
Οι εγκαλούσες κυβερνήσεις σχολίασαν λεπτομερώς 40 υποθέσεις, όπως θα εκτεθεί παρακάτω στο πλαίσιο αυτών των υποθέσεων και έκαναν μια έρευνα για τη γεωγραφική κατανομή των βασανιστηρίων με βάση έναν κατάλογο 88 ονομάτων, που λέγεται, ότι « δεν σημαίνει εξαντλητικό».
Σχολιάζοντας τις εκθέσεις των ιατρικών εμπειρογνωμόνων στις περιπτώσεις Βαρδίκου, Κοροβέση, Μελέτη και Βλάσση, οι εγκαλούσες Κυβερνήσεις τόνισαν τις εγγενείς δυσκολίες στον καθορισμό οποιωνδήποτε ευδιάκριτων σημείων περίπου δύο χρόνια μετά τα συμβάντα. Συμπερασματικά, υποστήριξαν, ότι τα αποδεικτικά στοιχεία, που συγκέντρωσε η Υποεπιτροπή κατά τις ακροάσεις, τις έρευνες και τις ιατρικές εξετάσεις, που πραγματοποιήθηκαν περιέχουν πειστικά στοιχεία, ότι όλοι οι προαναφερθέντες μάρτυρες έχουν υποστεί βασανιστήρια και άλλη απάνθρωπη μεταχείριση.
Η εναγόμενη Κυβέρνηση δεν υπέβαλε τελικές παρατηρήσεις σχετικά με τα αποδεικτικά στοιχεία, που συγκέντρωσε η Υποεπιτροπή και τις εκθέσεις των ιατρικών εμπειρογνωμόνων. Όσον αφορά τις ακροάσεις, που πραγματοποιήθηκαν τον Ιούνιο και Ιούλιο του 1969, η εναγόμενη Κυβέρνηση δεν πρότεινε μάρτυρες σε σχέση με τις υποθέσεις, που αποτέλεσαν το αντικείμενο αυτών των ακροάσεων. Γενικά χαρακτήρισε τα αποδεικτικά στοιχεία, που συγκεντρώθηκαν στις ακροάσεις της 16ης/17ης Ιουνίου 1969 ως «συκοφαντικούς ισχυρισμούς». Ζήτησε την ακύρωση των δύο τελευταίων ακροάσεων μαρτύρων με το αιτιολογικό, ότι η ίδια η Υποεπιτροπή είχε παραβιάσει το άρθρο 28, παράγραφος (α) της Σύμβασης κατά τη διεξαγωγή αυτών των ακροάσεων από αντιπροσώπους και απουσία των μερών.
Στις 9 Οκτωβρίου 1969, η ολομέλεια της Επιτροπής αποφάσισε περαιτέρω να μην λάβει πληροφορίες, ούτε με ακρόαση άλλων μαρτύρων, ούτε με άλλο τρόπο.
Όπου υπάρχει πρακτική μη τήρησης ορισμένων διατάξεων της Σύμβασης, τα προβλεπόμενα ένδικα μέσα παρακάμπτονται αναγκαστικά, ή καθίστανται ανεπαρκή. Έτσι, εάν υπήρχε διοικητική πρακτική βασανιστηρίων, ή κακομεταχείρισης, τα προβλεπόμενα δικαστικά ένδικα μέσα τείνουν να καταστούν αναποτελεσματικά λόγω της δυσκολίας εξασφάλισης αποδεικτικών στοιχείων και οι διοικητικές έρευνες, είτε δεν διενεργούνται, είτε, είναι πιθανόν να είναι απρόθυμες και ημιτελείς. Μπορεί να σημειωθεί ότι, στις αποφάσεις της σχετικά με το παραδεκτό των ισχυρισμών βάσει του άρθρου 3, η Επιτροπή διαπίστωσε, ότι δεν είχαν προσκομιστεί ακόμη αποδεικτικά στοιχεία Διοικητικής πρακτικής βασανιστηρίων, ή κακομεταχείρισης. Συνεπώς, διαπίστωσε, ότι τα ένδικα μέσα ήταν αναποτελεσματικά για λόγους άλλους από την ύπαρξη διοικητικής πρακτικής.
Πρέπει επίσης να προσέξουμε ορισμένους παράγοντες γενικού χαρακτήρα:
Πρώτον, οι πράξεις, που απαγορεύονται από το άρθρο 3 της Σύμβασης ενέχουν την ευθύνη ενός Συμβαλλόμενου Κράτους μόνο εάν διαπράττονται από πρόσωπα, που ασκούν δημόσια εξουσία. Τότε πρέπει να τεκμαίρεται, ότι αντιβαίνουν στο εσωτερικό δίκαιο. Ως εκ τούτου, οι παραβιάσεις του άρθρου 3 είναι κυβερνητικές πράξεις, που είναι παράτυπες και ανώμαλες εάν αναφέρονται ρητά, θα γίνονται μόνο με τις πιο μυστικές οδηγίες. Δεδομένου, ότι στην παρούσα υπόθεση φέρεται να σημειώνονται βασανιστήρια και κακομεταχείριση σε χώρους υπό τον έλεγχο αστυνομικών, ή στρατιωτικών αρχών, τα στοιχεία, που τείνουν να καταδεικνύουν την αλήθεια, ή το ψεύδος τέτοιων ισχυρισμών βρίσκονται ιδιαιτέρως σε γνώση, ή έλεγχο αυτών των αρχών. Επιπλέον, ότι θα ακυρωνόταν ο σκοπός του άρθρου 3 να επιμένει, ότι υπάρχει διοικητική πρακτική μόνο εάν υπάρχουν πάγιες οδηγίες για την εφαρμογή βασανιστηρίων, ή κακομεταχείρισης, διότι η απόδειξη ύπαρξης τέτοιων οδηγιών θα ήταν σχεδόν αδύνατη, δεδομένης της μυστικότητας με την οποία περιβάλλονται.
Δεύτερον, πρέπει να σημειωθεί, ότι δεν θα ήταν σωστό να χαρακτηριστούν ως διοικητική πρακτική πράξεις βασανιστηρίων, ή κακομεταχείρισης, που απομονώθηκαν σε χρόνο και τόπο και μετά από απόδειξη, τιμωρήθηκαν δεόντως. Θα ήταν παράλογο να υποστηριχθεί, ότι δεν καθιερώνεται διοικητική πρακτική εκτός εάν και έως ότου κάθε πολιτικός κρατούμενος, ή τουλάχιστον η πλειοψηφία τους, υποβληθεί σε βασανιστήρια, ή κακομεταχείριση.
Αυτές οι διάφορες σκέψεις μας οδηγούν στο συμπέρασμα, ότι υπάρχουν δύο στοιχεία, που είναι απαραίτητα για την ύπαρξη διοικητικής πρακτικής βασανιστηρίων, ή κακομεταχείρισης για επανάληψη πράξεων και επίσημης ανοχής. Το πρότυπο τέτοιων πράξεων μπορεί να είναι ότι έγιναν στον ίδιο τόπο, ότι αποδίδονταν σε παράγοντες της ίδιας αστυνομικής, ή στρατιωτικής αρχής, ότι τα θύματα ανήκαν στην ίδια πολιτική κατηγορία, ή ότι συνέβησαν σε πολλά μέρη, ή στα χέρια διακριτών αρχών, ή επιβλήθηκαν σε άτομα διαφορετικών πολιτικών πεποιθήσεων.
Υπάρχουν ορισμένες εγγενείς δυσκολίες ως προς την απόδειξη των κατηγοριών βασανιστηρίων, ή κακομεταχείρισης. Έ ένα θύμα, ή ένας μάρτυρας, που μπορεί να επιβεβαιώσει την περίπτωσή του μπορεί να διστάζει να περιγράψει, ή αποκαλύψει όλα όσα του συνέβησαν, φοβούμενος αντίποινα εναντίον του ίδιου, ή της οικογένειάς του. Οι πράξεις βασανιστηρίων, ή κακομεταχείρισης από εκπροσώπους της Αστυνομίας, ή των Ενόπλων Δυνάμεων θα πραγματοποιούνταν όσο το δυνατόν περισσότερο χωρίς μάρτυρες και ίσως χωρίς τη γνώση της ανώτερης αρχής. Όταν γίνονταν καταγγελίες βασανιστηρίων, ή κακομεταχείρισης, οι αρχές, είτε η Αστυνομία, είτε οι Ένοπλες Δυνάμεις, είτε τα αρμόδια Υπουργεία, πρέπει αναπόφευκτα να αισθάνονται, ότι έχουν να υπερασπιστούν μια συλλογική υπόληψη, ένα αίσθημα, που είναι ακόμη πιο ισχυρό σε αυτές τις αρχές, που δεν είχαν γνώση των δραστηριοτήτων των παραγόντων εναντίον των οποίων διατυπώνονται οι καταγγελίες. Κατά συνέπειαν, ενδέχεται να υπάρχει απροθυμία της ανώτερης αρχής να παραδεχθεί, ή να επιτρέψει τη διερεύνηση, γεγονότων, που θα έδειχναν, ότι οι ισχυρισμοί είναι αληθινοί. Τα φυσικά ίχνη βασανιστηρίων, ή κακομεταχείρισης μπορεί με την πάροδο του χρόνου να μη είναι αναγνωρίσιμα, ακόμη και από ειδικούς γιατρούς, ιδιαίτερα όταν η ίδια η μορφή βασανιστηρίων αφήνει ελάχιστα εξωτερικά σημάδια.
Έχοντας υπόψη αυτούς τους κανόνες και τα αποδεικτικά μέσα, η Υποεπιτροπή, κατά την ακρόαση μαρτύρων, περιορίστηκε όσο το δυνατόν περισσότερο σε εκείνους των οποίων οι αποδείξεις ήσαν άμεσες με έναν από τους τρεις πιθανούς τρόπους: ότι ο μάρτυρας ισχυρίστηκε, ότι είχε υποβληθεί ο ίδιος σε βασανιστήρια, ή κακομεταχείρηση, ότι ο μάρτυρας είδε τον πραγματικό εξαναγκασμό ή πρόκληση σε ένα άλλο άτομο, ή ότι ο μάρτυρας είδε σημάδια, ή ίχνη σε άλλο άτομο, που μπορούσαν να αποδοθούν σε βασανιστήρια, ή κακομεταχείριση. Με άλλα λόγια, η Υποεπιτροπή θεώρησε σωστό να αγνοήσει ένα μεγἀλο αριθμό από διαδόσεις, που της έχουν υποβληθεί σε διάφορες μορφές.
Η Υποεπιτροπή έλαβε επίσης και εξέτασε πολλά έγγραφα, συμπεριλαμβανομένων γραπτών δηλώσεων φερόμενων θυμάτων, που περιγράφουν βασανιστήρια, ή κακομεταχείριση. Η Υποεπιτροπή έχει αποδώσει αποδεικτική βαρύτητα σε τέτοιες δηλώσεις, εάν η αυθεντικότητά τους αποδεικνύεται, ή δεν αμφισβητείται.
Κατά την αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων, που έχει ενώπιόν της, η Υποεπιτροπή έλαβε επίσης υπόψη δύο χαρακτηριστικά της άρνησης από την εναγόμενη Κυβέρνηση των ισχυρισμών για βασανιστήρια, ή κακομεταχείριση: η εναγόμενη Κυβέρνηση αρνήθηκε την πρόσβαση της Υποεπιτροπής σε ένα αριθμό ατόμων, τα οποία κατονομάζει και ζήτησε να δει και τα οποία θα μπορούσαν να δώσουν άμεσες αποδείξεις βασανιστηρίων, ή κακομεταχείρισης με έναν από τους τρόπους, που έχουν ήδη περιγραφεί. Ειδικότερα οι Πανάγου, Νοταράς, Πετρόπουλος, Καλλέργη, Τσίλογλου και Κιάος μπορούσαν να έχουν δώσει άμεσες αποδείξεις, που αφορούσαν τους ίδιους ως φερόμενα θύματα. Η εναγόμενη Κυβέρνηση αρνήθηκε να επιτρέψει στην Υποεπιτροπή να επισκεφθεί τις φυλακές Αβέρωφ στην Αθήνα, ή τα κρατητήρια στη Λέρο. Η Υποεπιτροπή δεν θεώρησε, ότι καμμιά από αυτές τις αρνήσεις δικαιολογείται στην πραγματικότητα από τους λόγους, που επικαλέστηκε η εναγόμενη Κυβέρνηση.
Μπορούν όμως να συναχθούν αντίθετα συμπεράσματα. Αφ’ ενός οι ισχυρισμοί για βασανιστήρια, ή κακομεταχείριση μπορεί μερικές φορές να είναι παραμορφωμένοι, ή υπερβολικοί ή ακόμα και κατασκευασμένοι για πολιτικούς σκοπούς για να δυσφημήσουν την εναγόμενη Κυβέρνηση.
Ενώ λοιπόν το γενικό σχέδιο, ότι οι ισχυρισμοί για βασανιστήρια, ή κακομεταχείριση είναι απλώς αντικυβερνητική προπαγάνδα πρέπει να χρησιμεύσει ως προειδοποίηση για την παρακολούθηση των στρεβλώσεων, των υπερβολών και των ψευδών επαναλήψεων σε αυτά, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ως βάση για την απλή απόρριψή τους. Η Υποεπιτροπή θεωρεί, ότι δεν μπορεί γενικά να υποψιαστεί, ότι η πληροφορία, που δίνεται πρώτα από ένα υποτιθέμενο θύμα σε συγγενείς, ή με μυστικότητα σε άλλους, παρά σε δημόσιο τόπο συζητήσεως, ότι υποκινείται για προπαγανδιστικούς σκοπούς.
Όσον αφορά τον γενικό ισχυρισμό της εναγόμενης Κυβέρνησης, ότι οι ισχυρισμοί των κρατουμένων είναι μια προσπάθεια να δικαιωθούν στα μάτια των συγκατηγορουμένων και των πολιτικών τους φίλων γενικά, αφού πρόδωσαν άλλους στην Αστυνομία κατά τη διάρκεια των ανακρίσεων, η Υποεπιτροπή έλαβε υπόψη αυτή την πιθανότητα κατά την εξέταση των ισχυρισμών για κακομεταχείριση, αλλά διαπιστώνει επίσης, ότι τέτοιοι ισχυρισμοί δεν μπορούν να γίνουν δεκτοί χωρίς περαιτέρω τεκμηρίωση ως βάση για τη γενική τους απόρριψη.
Οι περιπτώσεις, που εξετάστηκαν από την Υποεπιτροπή και αναφέρονται στην παρούσα έκθεση, καθώς και οι περαιτέρω καταγγελίες για κακομεταχείριση, ή βασανιστήρια, ομαδοποιήθηκαν ανάλογα με την τοποθεσία της Αστυνομίας, ή άλλο τόπο κράτησης με τον οποίο σχετίζονται η τελική διαταγή.
– ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΑΘΗΝΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΑΣΤΙΩΝ.
– ΤΟΠΟΘΕΣΙΕΣ ΥΠΟ ΕΛΕΓΧΟ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ ΕΝΤΟΣ ΚΑΙ ΚΟΝΤΑ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ.
– ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΠΕΙΡΑΙΑ.
– ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ.
– ΤΟΠΟΙ ΥΠΟ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟ ΕΛΕΓΧΟ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΝΤΑ ΣΤΟ ΣΕΔΕΣ.
– ΚΡΗΤΗ.
– ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΑ ΤΜΗΜΑΤΑ ΣΕ ΑΛΛΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ.
– ΤΟΠΟΙ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗΣ ΣΥΛΛΗΦΘΕΝΤΩΝ ΤΟΝ ΑΠΡΙΛΙΟ 1967.
– ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΑΛΛΕΣ ΤΟΠΟΘΕΣΙΕΣ.
Στη συνέχεια, η έκθεση ασχολείται με ισχυρισμούς για μη σωματικά βασανιστήρια, ή κακομεταχείριση κρατουμένων, όπως σοβαρή ψυχολογική πίεση, ή εξευτελιστική μεταχείριση και με τις συνθήκες κράτησης των πολιτικών κρατουμένων. Τέλος παρουσιάζει τις απόψεις της σχετικά με το εάν και σε ποιο βαθμό έχουν παραβιαστεί, σύμφωνα με τα γεγονότα, που διαπιστώθηκαν από την Υποεπιτροπή.
Η έκθεση αφιερώνει περισσότερες από 300 σελίδες στο Άρθρο 3, εξετάζοντας 30 περιπτώσεις βασανιστηρίων στο επίπεδο της απόδειξης, που απαιτείται σε μεμονωμένες αιτήσεις, με βάση τις καταθέσεις 58 μαρτύρων.
Περισσότερες από 70 υποθέσεις αφορούσαν κατάχρηση από τους αστυνομικούς της Ασφάλειας στα κεντρικά τους στην οδό Μπουμπουλίνας στην Αθήνα. Η αυστηρή τοπική διαπίστωση γεγονότων ήταν το κλειδί, για τα πορίσματα και την αρχή της έκθεσης σχετικά με το άρθρο 3. Οι φρικτές μέθοδοι βασανιστηρίων και κακομεταχείρισης, καθώς φαίνεται ξεκάθαρα τα δεινά των ατόμων στα χέρια των βασανιστών τους, ή ότι η αξία της ακρόασης αποδεικτικών στοιχείων σε έναν τόπο δεν μπορεί να υπερεκτιμηθεί. Καμμιά γραπτή περιγραφή, όσο πολύχρωμη και παραστατική κι’ αν είναι, δεν θα μπορούσε να ήταν τόσο κατατοπιστική, όσο η επίσκεψη στην οδό Μπουμπουλίνας στην Αθήνα.
Στη συνέχεια παραθέτουμε τα συμπερασματα της Επιτροπής.
«Η Υποεπιτροπή έχει διερευνήσει 30 υποθέσεις σε σημαντικό βαθμό και εξέφρασε κάποιο συμπέρασμα σχετικά με 28 από αυτές. Όσον αφορά τις υποθέσεις αυτές, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι:
(i) έχουν επιβληθεί σε βασανιστήρια, ή κακομεταχείριση 11 μεμονωμένες περιπτώσεις και συγκεκριμένα:
– Βαρδίκου, Βλάσση, Λελούδα, δεσποινίδας Αρσένη, κυρίας Τσίρκα, Λεντάκη, Κοροβέση (στην Ασφάλεια Αθηνών).
– Βερυβάκη (στην έδρα της Χωροφυλακής Προαστείων Αθηνών στα Πατήσια).
– Μελέτη, δεσποινίδας Παγκοπούλου (από την Αστυνομία Ασφαλείας Θεσσαλονίκης) .
– Λιβανού (στο στρατόπεδο του 521 Τάγματος Πεζοναυτών κοντά στην Αγία Παρασκευή)·
(ii) από τον Απρίλιο του 1967 υπάρχει πρακτική βασανιστηρίων και κακομεταχείρισης από την Ασφάλεια Αθηνών, στην οδό Μπουμπουλίνας, ατόμων, που συνελήφθησαν για πολιτικούς λόγους και: (α) αυτά τα βασανιστήρια και η κακομεταχείριση συνίστατο τις περισσότερες φορές στην εφαρμογή «φάλαγγας», ή άγριου ξυλοδαρμού σε όλα τα μέρη του σώματος· (β) ο σκοπός τους ήταν η εξαγωγή πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων των ομολογιών σχετικά με τις πολιτικές δραστηριότητες και ενώσεις των θυμάτων και άλλων προσώπων, που θεωρούνται ανατρεπτικά·
(iii) τα στοιχεία ενώπιον της Επιτροπής για βασανιστήρια, ή κακομεταχείριση, που υπέστησαν 17 άλλα άτομα απαιτούν περαιτέρω διερεύνηση, δεδομένου, ότι κυμαίνονται από ενδείξεις:
– Αμπατιέλου (από την Ασφάλεια της Αστυνομίας Πειραιά).
– Καραοσμάν (στο Κέντρο Ανακρίσεων της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών στην Αγία Παρασκευή).
Αναγνώριση με την πρώτη ματιά στις στις περιπτώσεις:
– Δεσποινίδας Καλλέργη, Πετρόπουλου, Κιάου, Τσίλογλου, Ντάκου (από την Ασφάλεια Αθηνών).
– Νοταρά (από την Αστυνομία Ασφαλείας Αθηνών και επί του πλοίου «Έλλη»). Ισχυρές ενδείξεις:
– Ξηνταβελώνη, κα Παπανικόλα (στην Ασφάλεια Αθηνών).
– Παναγούλη (στο στρατόπεδο του 505 Τάγματος Πεζοναυτών κοντά στο Διόνυσο).
– Παπαγιαννάκη και Γιωτόπουλου (από την Ασφάλεια της Αστυνομίας Πειραιά).
– Νέστορα, Σιπιτάνου και Πύρζα (σε στρατόπεδο κοντά στο αεροδρόμιο Σέδες Θεσσαλονίκης – Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών).
Στην πραγματικότητα, η εναγόμενη Κυβέρνηση εμπόδισε, άμεσα, ή έμμεσα, την Υποεπιτροπή να ολοκληρώσει την έρευνά της για αυτές τις υποθέσεις.
(iv) Οι αρμόδιες Ελληνικές αρχές, αντιμέτωπες σε πολλές και ουσιώδεις καταγγελίες και ισχυρισμούς για βασανιστήρια και κακομεταχείριση, αφού απέτυχαν να λάβουν κάποιο αποτελεσματικό μέτρο για να τις διερευνήσουν, ή να εξασφαλίσουν ένδικα μέσα για οποιεσδήποτε τέτοιες καταγγελίες, ή ισχυρισμούς, που κρίθηκαν αληθείς. (σ. οι υποενότητες (iii), εκτός από τα πορίσματα για 4 περιπτώσεις και (iv) υιοθετήθηκαν από μια πλειοψηφία 13 μελών. Τα ευρήματα για τις περιπτώσεις Αμπατιέλου, Καραοσμάν, Παπαγιαννάκη και Γιωτόπουλος υιοθετήθηκαν κατά πλειοψηφία 10 μελών).
Η Επιτροπή διαπιστώνει επίσης ότι:
(i) οι συνθήκες κράτησης στα κελιά στο υπόγειο του κτιρίου Ασφαλείας της Αστυνομίας στην οδό Μπουμπουλίνας, στο οποίο κρατούνταν για πολιτικούς λόγους συλληφθέντες, αντίκεινται στο άρθρο 3.
(ii) ο συνδυασμός των συνθηκών, που περιγράφονται παραπάνω, στις οποίες κρατούνται πολιτικοί κρατούμενοι στις Φυλακές Αβέρωφ και ο ακραίος τρόπος χωρισμού των κρατουμένων από τις οικογένειές τους και οι συνθήκες μεγάλου συνωστισμού στα στρατόπεδα της Λέρου, αποτελούν επίσης παραβάσεις του άρθρου 3.
Το πόρισμα της επιτροπής ελήφθη κατά πλειοψηφία. Οι διαφορετικές απόψεις των μειοψηφησάντων μελών παρατίθενται μετα από κάθε κεφάλαιο.
Ενώ το γενικό σχέδιο της Ελληνικής Κυβέρνησης για την αντιμετώπιση των καταγγελιών ήταν, ότι οι ισχυρισμοί για βασανιστήρια, ή κακομεταχείριση είναι αντικυβερνητική προπαγάνδα που χρησιμοποιείται από τους κομμουνιστές και τους αντιπάλους του καθεστώτος, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ως βάση για την απλή απόρριψή τους. Η Υποεπιτροπή μελέτησε με μεγάλη προσοχή την κατάσταση, όπως προέκυπτε από τις μαρτυρίες διαφόρων θυμάτων και τις εκθέσεις της Διεθνούς Αμνηστείας και θεώρησε, ότι δεν μπορεί γενικά να υποψιαστεί, ότι η αναφορά για βασανιστήρια, που γίνεται από ένα υποτιθέμενο θύμα σε συγγενείς, ή με μυστικότητα σε άλλους, σε δημόσιο τόπο συζητήσεως, υποκινείτο για προπαγανδιστικούς σκοπούς. Οι ισχυρισμοί της Κυβέρνησης δεν μπορούν να γίνουν δεκτοί χωρίς περαιτέρω τεκμηρίωση, αφού η Κυβέρνηση δεν παρουσίασε στοιχεία που να τους αποδεικνύουν. Στο πόρισμα της επιτροπής γίνεται κατ’ επανάληψη αναφορά στα εμπόδια που παρενέβαλε η Κυβέρνηση. Αν όπως ισχυρίζονταν δεν γινόντουσαν βασανιστήρια τότε έπρεπε να αφήνουν ελεύθερο το πεδίο για ενέργεια ερεύνης.
Λίγο μετά την παραλαβή της έκθεσης από την Επιτροπή, αυτή διέρρευσε. Έγινε εκτενής κάλυψη ξένων εφημερίδων του πορίσματος, που ανέφερε, ότι η Ελλάδα είχε παραβιάσει την ΕΣΔΑ και τα βασανιστήρια ήταν επίσημη πολιτική της Ελληνικής Κυβέρνησης. Η έκθεση είχε ισχυρό αντίκτυπο στηδιεθνή κοινή γνώμη.
Στις 12 Δεκεμβρίου 1969, συνεδρίασε η Επιτροπή Υπουργών στο Παρίσι. Επειδή οι κανόνες της απαγόρευαν την ψηφοφορία επί της έκθεσης, για τρεις μήνες, όσο παρέμεινε στα χέρια της Επιτροπής η έκθεση, που διαβιβάστηκε στις 18 Νοεμβρίου 1969, δεν συζητήθηκε στη συνεδρίασή τους. Ο Πιπινέλης, ο χουντικός και δικτατορικών αντιλήψεων Έλληνας Υπουργός Εξωτερικών, έκανε μια εκτενή ομιλία στην οποία συζήτησε τα αίτια του πραξικοπήματος, πιθανές μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα και τις συστάσεις στην έκθεση της Επιτροπής. Ωστόσο, δεδομένου ότι το κοινό του είχε αντίγραφα της έκθεσης της Επιτροπής και ο Πιπινέλης δεν έδωσε χρονοδιάγραμμα, για τις εκλογές, η ομιλία του δεν ήταν πειστική. Έντεκα από τα δεκαοκτώ κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης υποστήριξαν το ψήφισμα, που ζητούσε την απέλαση της Ελλάδας. Eνα ψήφισμα, για καθυστέρηση της ψηφοφορίας ήταν ανεπιτυχές. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, η Τουρκία, η Κύπρος και η Γαλλία ήταν τα μόνα, που αντιτίθεντο στην εκδίωξη της Ελλάδας και έγινε φανερό, ότι η Ελλάδα θα έχανε στην ψηφοφορία.
Ο πρόεδρος της Επιτροπής, Ιταλός Υπουργός Εξωτερικών Άλντο Μόρο πρότεινε ένα διάλειμμα, για μεσημεριανό γεύμα, Ο Πιπινέλης ζήτησε τον λόγο. Σε μια κίνηση, ψευτολεονταρισμού, σύμφωνα με τις οδηγίες της χούντας ανακοίνωσε, ότι η Ελλάδα αποχωρεί από το Συμβούλιο βάσει του άρθρου 7 του Καταστατικού, και αποχώρησε. Αυτό είχε, ως αποτέλεσμα να καταγγελθούν τρεις συνθήκες στις οποίες η Ελλάδα ήταν συμβαλλόμενο μέρος: το Καταστατικό, η ΕΣΔΑ και το Πρωτόκολλο 1 της ΕΣΔΑ. Μετά την αποχώρηση της Ελλάδας από το Συμβούλιο ο Παν. Πιπινέλης, την θε΄ψρησς ηρωική πράξη προβαίνοντας στη ακόλουθη δήλωση:
«Εθεώρησα σκόπιμον να κάμω την ακόλουθον δήλωσιν περί αποχωρήσεως, όχι μόνον, διότι ήθελα να καταστή εμφανές, ότι η αποχώρησις δεν είναι συνέπεια των οιωνδήποτε διαθέσεων του Συμβουλίου, ως προς τον αποκλεισμόν της Ελλάδος, αλλά διότι δεν ευρέθησαν διατεθειμένοι πολλοί Υπουργοί να υιοθετήσουν διεξόδους, αι οποίαι τους προσεφέροντο. Εθεώρησα περιττόν να αναμένωμεν την περαιτέρω απόφασιν».
Η χουντική Κυβέρνηση δεν δέχτηκε την απόφαση της επιτροπής, θεωρούσε, όσα συνέβαιναν σαν ψευδείς απόψεις και μιλούσε, για «δήθεν» κακοποιημένους. Ο Πιπινέλης μιλούσε, για την ανησυχία του, για το μέλλον της Ευρώπης, «ανησυχίαν, καθ’ ήν στιγμήν το κύμα επαναστατικής αναρχίας σαλεύει τα θεμέλια πολλών δυτικών κρατών!!!»
Η Επιτροπή Υπουργών ενέκρινε την έκθεση στην επόμενη συνεδρίασή της την 15η Απριλίου 1970. Ανέφερε, ότι «η Ελληνική Κυβέρνηση δεν είναι διατεθειμένη να συμμορφωθεί με τις συνεχιζόμενες υποχρεώσεις της βάσει της Σύμβασης», σημειώνοντας τις συνεχιζόμενες παραβιάσεις. Ως εκ τούτου, η έκθεση θα δημοσιοποιηθεί καθώς «η Κυβέρνηση της Ελλάδας κλήθηκε να αποκαταστήσει χωρίς καθυστέρηση τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες στην Ελλάδα» και να καταργήσει αμέσως τα βασανιστήρια.
Ο Επίτροπος Sørensen πίστευε, ότι οι ενέργειες της Επιτροπής Υπουργών ήταν, μια «χαμένη ευκαιρία». Παίζοντας τον κίνδυνο της απέλασης πολύ σύντομα και έκλεισε τη δυνατότητα λύσης σύμφωνα με το άρθρο 32 και τις συστάσεις της Επιτροπής. Μολονότι η παραδοχή της έκθεσης ήταν μια «πύρρεια νίκη», η άποψη του Sørensen αγνοούσε, ότι το Ελληνικό καθεστώς δεν ήταν ποτέ πρόθυμο να περιορίσει τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Το γεγονός αυτό αποτελούσε το πιστεύω των ηγετών του πραξικοπήματος, οπαδούς των ανελεύθερων πολιτικών συστημάτων, συμβατών με τη φασιστική νοοτροπία καί πιστεύω τους.
Ο Νίκος Παπανδρέου αναφέρεται σχετικά μέ τις καταθέσεις μαρτύρων στο Στρασβούργο και την προσπάθεια υποστήριξης των μαρτύρων: «… Σε μια από τις εκθέσεις του ο van der Stoël παραθέτει μια συζήτηση με τον αντιπρόεδρο της Κυβέρνησης Παττακό, ο οποίος προέβαλε το ακόλουθο επιχείρημα δικαιολογώντας το πραξικόπημα: Το έθνος έπρεπε να προστατευτεί από αυτούς τους ανθρώπους, που ήθελαν εμφύλιο πόλεμο. Ο κ. Ανδρέας Παπανδρέου και ο κ. Ερλάντερ, ο Σουηδός Πρωθυπουργός, που τον στήριξαν… ήταν μεταξύ αυτών». Αν έρθουν στην Ελλάδα», είπε ο Παττακός, «θα τους εξορίσουμε και αυτούς στα νησιά…
Τόσο οι εκπρόσωποι της χούντας, όσο και ο Ανδρέας Παπανδρέου βρέθηκαν στο Στρασβούργο για τις ακροάσεις για την Ελληνική υπόθεση, οι πρώτοι για να καταθέσουν υπέρ της χούντας, ο δεύτερος κατά…
Με τον Ανδρέα Παπανδρέου ήταν ο ξάδερφός του, Σίγκμουντ Μινέικο, δύο Έλληνες φοιτητές από τη Γερμανία, πρώην Έλληνας πρεσβευτής και ένας νεαρός Ολλανδός ονόματι Έρικ Ντελάνζ…Ήρθαν σε επαφή με έναν από τους κρατούμενους, τον Κωνσταντίνο Μελέτη, ο οποίος αμέσως έδειξε την επιθυμία του να δραπετεύσει…Αργότερα μέσα στην ημέρα η ομάδα ακτιβιστών κατάφερε να σώσει έναν δεύτερο μάρτυρα, τον Παντελή Μαρκετάκη. Οι δύο δραπέτες κατέθεσαν ενώπιον των Ευρωπαίων νομικών την Τετάρτη 27 Νοεμβρίου».
Η έκθεση της Επιτροπής χαιρετίστηκε, ως ένα μεγάλο επίτευγμα, για την αποκάλυψη των παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε ένα έγγραφο ουσιαστικής ισχύος και αξιοπιστίας. Ο Στ. Παττακός έκανε την περιβόητη δήλωσή του, ότι το Συμβούλιο της Ευρώπης δεν ενόχλησε την Ελλάδα περισσότερο από ένα κουνούπι, που κάθεται στα κέρατα ενός βοδιού!!!
Το Συμβούλιο της Ευρώπης δεν μπόρεσε να αποδυναμώσει τη χούντα στο εσωτερικό της χώρας. Της αφαίρεσε όμως κάθε διεθνή νομιμότητα και προκάλεσε τη διεθνή της απομόνωση. Οι ενέργειές του στην Ελληνική υπόθεση οδήγησαν σε πιο ξεκάθαρους ορισμούς διεθνώς, για το τι συνιστά βασανιστήριο και πώς τεκμηριώνεται, ενώ ενίσχυσαν τις διαδικασίες της ΕΣΔΑ.
Στην έκθεση της Ελληνικής περίπτωσης, η Επιτροπή έκρινε, ότι η απαγόρευση των βασανιστηρίων ήταν απόλυτη. Όμως η απάνθρωπη και ταπεινωτική μεταχείριση ήταν απολύτως απαγορευμένη, φάνηκε δε να σημαίνει, ότι μπορεί να μην είναι, η διατύπωση «στη συγκεκριμένη κατάσταση αδικαιολόγητη».
Τα κράτη, που υποστήριξαν το ψήφισμα ήταν: Σουηδία, Νορβηγία, Δανία, Ισλανδία, Κάτω Χώρες, Λουξεμβούργο, Ιρλανδία, Δυτική Γερμανία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ιταλία και Βέλγιο. Η υπόθεση απογύμνωσε τη χούντα και μια τέτοια απομόνωση μπορεί να συνέβαλε στις δυσκολίες της χούντας στην αποτελεσματική διακυβέρνηση.
Γενική ήταν η αξίωση της κοινωνίας για την τιμωρία των βασανιστών της χούντας και την απομάκρυνση τους από τις Ένοπλες Δυνάμεις και τα Σώματα Ασφαλείας. Ήταν λαϊκή επιταγή να σπάσει το απόστημα για να εκλείψει η εστία νοσηρότητας που δηλητηρίαζε όλη τη ζωή και το όλο κλίμα της Χώρας. Η απομάκρυνση όλων των βασανιστών αλλά κυρίως ο κολασμός των ενόχων ήταν αναγκαία για την ηθική αποτοξίνωση της Χώρας και η αποκατάσταση της ηθικής του Έθνους.
ΣΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΤΟ ΤΕΛΟΣ