ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ ΣΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΟΤΗΤΑΣ **** Η χούντα των Ελλήνων Συνταγματαρχών **** Αποβολή της από το Συμβούλιο της Ευρώπης **** Μελέτη – Έρευνα – Επεξεργασία του εκλεκτού συνεργάτη μας κ. Κωνσταντίνου Γρηγ. Κυριακόπουλου, Υποστράτηγου Ιατρού ε.α. Νευροχειρουργού {Μέρος πέμπτο} Γνώμη της Επιτροπής σχετικά στο ερώτημα, αν υπήρχε στις 21 Απριλίου 1967, Δημόσια Έκτακτη κατάσταση στην Ελλάδα, που απειλούσε τη ζωή του Έθνους…
ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ ΣΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΟΤΗΤΑΣ
**** Η χούντα των Ελλήνων Συνταγματαρχών **** Αποβολή της από το Συμβούλιο της Ευρώπης
**** Μελέτη – Έρευνα – Επεξεργασία του εκλεκτού συνεργάτη μας κ. Κωνσταντίνου Γρηγ. Κυριακόπουλου, Υποστράτηγου Ιατρού ε.α. Νευροχειρουργού
{Μέρος πέμπτο}
Γνώμη της Επιτροπής σχετικά στο ερώτημα, αν υπήρχε στις 21 Απριλίου 1967, Δημόσια Έκτακτη κατάσταση στην Ελλάδα, που απειλούσε τη ζωή του Έθνους
- Ως προς την έννοια του όρου «δημόσια έκτακτη ανάγκη, που απειλεί τη ζωή του έθνους» στο άρθρο 15, παράγραφος (1) της Συμβάσεως».
Μια «Δημόσια έκτακτη ανάγκη, που απειλεί τη ζωή του έθνους» έχει περιγραφεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην υπόθεση Lawless σαν: «μια εξαιρετικά κρίσιμη κατάσταση, ή έκτακτη ανάγκη, που επηρεάζει ολόκληρο τον πληθυσμό και αποτελεί απειλή, για την οργανωμένη ζωή της κοινότητας από την οποία αποτελείται το Κράτος».
Μια τέτοια δημόσια έκτακτη ανάγκη μπορεί να θεωρηθεί, ότι έχει, συγκεκριμένα, τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:
(1) Πρέπει να είναι πραγματική, ή επικείμενη.
(2) Τα αποτελέσματά της πρέπει να αφορούν ολόκληρο το έθνος και πρέπει να απειλείται η οργανωμένη ζωή της κοινότητας. Η σειρά, είναι ξεκάθαρα επαρκής, ως προς τα κριτήρια, που διέπουν τον έλεγχο της κήρυξης κατάστασης δημόσιας έκτακτης ανάγκης. Η Επιτροπή θεωρεί, ότι στην παρούσα περίπτωση βαρύνει την εναγόμενη Κυβέρνηση να αποδείξει, ότι οι προϋποθέσεις, που δικαιολογούν τα μέτρα καταστολής βάσει του άρθρου 15 και συνεχίζουν να υπάρχουν, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη το «περιθώριο εκτίμησης» το οποίο, σύμφωνα με τη νομολογία της Επιτροπής, η Κυβέρνηση έχει να κρίνει την κατάσταση στην Ελλάδα από τη στιγμή, που ανέλαβε την εξουσία στις 21 Απριλίου 1967.
Ως προς τα κριτήρια, που διέπουν τον έλεγχο μιας
δήλωσης δημόσιας έκτακτης ανάγκης.
Στην ανακοίνωση της 3ης Μαΐου 1967, η εναγόμενη Κυβέρνηση αναφέρθηκε σε «εσωτερικούς κινδύνους, που απειλούν τη δημόσια τάξη και την ασφάλεια του κράτους». Σύμφωνα με την Κυβέρνηση, την 21η Απριλίου 1967, «δεν υπήρχε θέμα εξωτερικού κινδύνου, δηλαδή πόλεμος».
Όσον αφορά την εσωτερική κατάσταση, η Επιτροπή θεωρεί αναμφισβήτητο, μετά την πολιτική κρίση του Ιουλίου 1965, υπήρξε στην Ελλάδα μια περίοδος έντονης αστάθειας και έντασης, της επέκτασης των δραστηριοτήτων των κομμουνιστών και των συμμάχων τους και κάποιας δημόσιας αταξίας.
Η ίδια η εξέταση περιορίζεται από τα κριτήρια του τι συνιστά δημόσια έκτακτη ανάγκη, για τους σκοπούς του άρθρου 15, που ορίζονται παραπάνω. Ειδικότερα, το κριτήριο της πραγματικής, ή «επικείμενης» επιβάλλει χρονικό περιορισμό. Επομένως, η αιτιολόγηση βάσει του άρθρου 15 των μέτρων καταστολής, που έλαβε η εναγόμενη Κυβέρνηση την 21η Απριλίου 1967, εξαρτάται από την ύπαρξη δημόσιας έκτακτης ανάγκης, πραγματικής, ή επικείμενης, κατά την ημερομηνία αυτή.
Η Επιτροπή δεν διαπίστωσε, με τα στοιχεία, που προσκόμισε η εναγόμενη Κυβέρνηση να φαίνεται, ότι την 21η Απριλίου 1967 επίκειται κατάργηση της νόμιμης Κυβέρνησης με τη δύναμη των όπλων από τους κομμουνιστές και τους συμμάχους τους. Υπάρχουν στοιχεία, που αποδεικνύουν, ότι, ούτε σχεδιάστηκε, ούτε αναμενόταν σοβαρά, ούτε από τις πολιτικές, ούτε από τις αστυνομικές αρχές.
(2) οι συντάκτες του «Γενικού Σχεδίου Δράσης», που αποδίδεται στον στρατηγό Αργυρόπουλο, δηλώνουν σε αυτό, ότι προβλέπουν βία μόνο σε τρεις πιθανές καταστάσεις: -Στη διεξαγωγή των εκλογών του Μαΐου η χρήση βίας, ή απάτης από το συντηρητικό κόμμα ΕΡΕ του Πρωθυπουργού Κανελλόπουλου,
– την επ’ αόριστον αναβολή των εκλογών από αυτό το Κόμμα, με βάση μια «καμουφλαρισμένη Βασιλική δικτατορία». Και
– δυσμενή εκλογικά αποτελέσματα, για τη Δεξιά και άρνηση παράδοσης της εξουσίας στο κόμμα της πλειοψηφίας.
Ήταν λοιπόν ουσιαστικά ένα πολιτικό σχέδιο δράσης κατά της Δεξιάς. Οι συντάκτες δηλώνουν, ότι η βία πρέπει να χρησιμοποιηθεί από αυτούς μόνο στη δεύτερη και στην τρίτη περίπτωση. Η δεύτερη πρέπει να αντιμετωπιστεί με «εκδηλώσεις διαμαρτυρίας», που να ασκούν πίεση «μέχρι και αιματηρές συγκρούσεις». Η τρίτη με οργάνωση ειδικών ομάδων εφόδου, εξοπλισμένων με κατάλληλα μέσα και οπλισμό, μέσω των οποίων θα είναι δυνατή η εξουδετέρωση, ή η καταστροφή των τεθωρακισμένων αρμάτων μάχης, καθώς και των χημικών μέσων του αντιπάλου. Καμμιά από αυτές τις προβλεπόμενες αντιδράσεις σε κινήσεις της Δεξιάς δεν συνεπάγεται την επικείμενη ανατροπή της νόμιμης Κυβέρνησης με τη βία.
Το γεγονός, ότι η εναγόμενη Κυβέρνηση, έχοντας πλήρη πρόσβαση σε όλες τις διαθέσιμες πληροφορίες, δημοσιευμένες, επίσημες, ή απόρρητες, προσκόμισε μόνο τα πολύ ισχνά στοιχεία, που ήδη συζητήθηκαν, καταδεικνύει από μόνο της, ότι δεν υπήρχε αναμενόμενη καμμιά κομμουνιστική κατάληψη της Κυβέρνησης από η δύναμη των όπλων.
Η Επιτροπή σημειώνει εδώ, όσον αφορά την εν ισχύι Κυβέρνηση μεταξύ 3ης και 21ης Απριλίου 1967, ότι ο Πρωθυπουργός Κανελλόπουλος και οι δύο Υπουργοί ιδιαίτερα υπεύθυνοι, για τη δημόσια ασφάλεια και τάξη, Ράλλης και Παπαληγούρας εξέφρασαν την πάγια γνώμη, ότι την 21η Απριλίου 1967 δεν υπήρξε καμμιά δημόσια έκτακτη ανάγκη στην Ελλάδα, πραγματική, ή επικείμενη.
Η Επιτροπή έπρεπε στη συνέχεια να εξετάσει, εάν την 21η Απριλίου 1967 υπήρχε μια άμεση απειλή, για την οργανωμένη ζωή της κοινότητας, δηλαδή:
(1) δεδομένης της συνεργασίας μεταξύ της Ένωσης Κέντρου και του κόμματος της ΕΔΑ και του ρόλου σχετικά με αυτή του Γεωργίου και του Ανδρέα Παπανδρέου, οι εκλογές του Μαΐου θα οδηγούσαν στη δημιουργία μιας Κυβέρνησης «Λαϊκού Μετώπου», στην οποία θα κυριαρχούσαν ουσιαστικά οι κομμουνιστές και οι σύμμαχοί τους, μια τελική ανάληψη της Κυβέρνησης.
(2) σχετικά με αυτή την πολιτική εξέλιξη, οι διαδηλώσεις και η αταξία στους δρόμους, η κατάληψη κτιρίων και οι στάσεις εργασίας, που υποκινούνταν από τη Νεολαία Λαμπράκη και άλλες ανατρεπτικές οργανώσεις, θα αυξάνονταν σε σημείο, που θα περνούσαν πέρα από τον έλεγχο των αστυνομικών δυνάμεων, ή του στρατού· και
(3) ο στρατός, έχοντας ταυτόχρονα στρατεύσιμη δύναμη, που υπόκειται σε κάποια κομμουνιστική διείσδυση, εάν αντιμετώπιζε μαζικές, αλλά άοπλες λαϊκές διαδηλώσεις, θα αρνιόταν να πυροβολήσει εναντίον τους και η δημόσια τάξη θα κατέρρεε.
Το συγκεκριμένο ερώτημα ενώπιον της Επιτροπής ήταν εάν, την 21η Απριλίου 1967, υπήρχε επικείμενη απειλή, που θα πραγματοποιείτο πριν, ή αμέσως μετά τις εκλογές του Μαΐου, με δημιουργία τέτοιας πολιτικής αστάθειας και αταξίας, που η οργανωμένη ζωή της κοινότητας δεν μπορούσε να συνεχιστεί. Η Επιτροπή δίνει αρνητική απάντηση στο ερώτημα αυτό, για δύο λόγους: (1), ελέχθη ότι η πιθανότητα συγκρότησης Κυβέρνησης «Λαϊκού Μετώπου», με πιθανή συνέπεια την ανάληψη της Κυβέρνησης από τους κομμουνιστές, αποτελούσε από μόνη της μια δημόσια έκτακτη ανάγκη, που απειλούσε τη ζωή του έθνους η Επιτροπή θεωρεί, ότι δεν αποδείχθηκε, από την κατάσταση των κομμάτων, ή από την γενικότερη κατάσταση, ότι ο σχηματισμός Κυβέρνησης «Λαϊκού Μετώπου» μετά τις εκλογές του Μαΐου ήταν βέβαιη, ή πιθανή.
(2) Εξ άλλου, την 21η Απριλίου 1967 δεν υπήρχε καμμιά ένδειξη, ότι, είτε πριν, είτε μετά τις εκλογές του Μαΐου, θα υποδαυλίζετο και θα οργανώνοταν δημόσια αναταραχή σε σημείο πέρα από τη δυνατότητα της Αστυνομίας να την ελέγξει. Αντίθετα, η ταχύτητα με την οποία «εξουδετερώθηκε» μεγάλος αριθμός κομμουνιστών και συμμάχων τους την 21η Απριλίου 1967, υποδηλώνει, παρ’ όλα τα υποτιθέμενα σχέδιά τους, ήταν ανίκανοι, για οποιαδήποτε οργανωμένη δράση σε μια κρίση. Εν ολίγοις, η εναγόμενη Κυβέρνηση δεν ικανοποίησε την Επιτροπή με τα στοιχεία, που προσκόμισε, ότι υπήρξε, την 21η Απριλίου 1967, κατάσταση έκτακτης ανάγκης, που απειλούσε τη ζωή του Ελληνικού έθνους.
Η εξέλιξη της κατάστασης από την 21η Απριλίου 1967 μέχρι σήμερα.
- ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΗΛΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΜΕΡΩΝ.
- Εναγόμενη Κυβέρνηση.
Η εναγόμενη Κυβέρνηση υποστήριξε, ότι παρά την επιτυχία της να αποκαταστήσει την τάξη σε ολόκληρη τη χώρα από την 21η Απριλίου 1967, ο κίνδυνος ανατρεπτικών ενεργειών εντός της Ελλάδας δεν είχε πλήρως εξαλειφθεί. Αυτό κατέστησε αναγκαία τη συνέχιση της εφαρμογής έκτακτων μέτρων.
Η εναγόμενη Κυβέρνηση αναφέρθηκε επίσης σε ορισμένες δηλώσεις του Πρωθυπουργού Παπαδόπουλου σε συνέντευξη Τύπου την 15η Μαρτίου μετά από ομιλία της 6ης Μαρτίου 1969. Στις 6 Μαρτίου ο Παπαδόπουλος είχε πει μεταξύ άλλων: «Δεν αντιμετωπίζουμε κανέναν κίνδυνο, από οποιαδήποτε πλευρά. Οι Ένοπλες Δυνάμεις και οι Δυνάμεις Ασφαλείας της χώρας, εκμεταλλευόμενες την τεράστια υποστήριξη, που παρέχει ο λαός μας στα όργανά τους, κατάφεραν να χαρακτηρίζεται η κατάσταση σήμερα, ως απολύτως ασφαλής. Είχαμε μόνο λίγους κομμουνιστές στη χώρα μας.
Στη συνέντευξη Τύπου της 15ης Μαρτίου 1969, ο Παπαδόπουλος επιβεβαίωσε, «ότι οι Έλληνες, από ανατροφή και παράδοση, δεν συμβιβάζονται με την κομμουνιστική παγκόσμια θεωρία». Ο κομμουνιστικός κίνδυνος, που υπήρχε την 21η Απριλίου 1967 «δεν βρισκόταν στον αριθμό των κομμουνιστών». Ήταν «οι κοινωνικές συνθήκες, που επικρατούσαν εκείνη την εποχή, που επέτρεψαν σε μια χούφτα κομμουνιστών να βρουν έτοιμη απάντηση στην προπαγάνδα τους».
Γνώμη της Επιτροπής για την κατάσταση από την 21η Απριλίου 1967.
Μολονότι η εναγόμενη Κυβέρνηση αναγκάστηκε να ακυρώσει, ή να χαλαρώσει ορισμένα κατασταλτικά μέτρα από την 21η Απριλίου 1967, η κατάσταση πολιορκίας συνεχίζεται και η Κυβέρνηση επεσήμανε δύο νέους παράγοντες εκ των οποίων η Επιτροπή έλαβε υπόψη:
(1) τα περιστατικά εκρήξεως βομβών και τις πράξεις δολιοφθοράς, οι οποίες έχουν επαναληφθεί συχνά από το καλοκαίρι του 1967 και
(2) τη σύσταση και δραστηριότητες ορισμένων παράνομων οργανώσεων, που σχηματίστηκαν επίσης από τον Απρίλιο του 1967.
Η Επιτροπή διαπιστώνει, βάσει των στοιχείων, που έχει στη διάθεσή της, ότι κανένας από τους δύο παράγοντες είναι πέρα από τον έλεγχο των δημοσίων αρχών, που χρησιμοποιούν συνήθη μέτρα, ή βρίσκονται σε κλίμακα, που απειλεί τη ζωή του Ελληνικού έθνους.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ II.
ΑΡΘΡΑ 5, 6, 8, 9, 10, 11, 13 ΚΑΙ 14 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ
ΚΑΙ ΑΡΘΡΟ 3 ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ
ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ
Η Επιτροπή παρατηρεί, ότι η πρακτική, που ακολουθήθηκε στη στέρηση της ελευθερίας στην Ελλάδα την 21η Απριλίου 1967 και μετά, αντίκειται στο άρθρο 5 για τους εξής λόγους: (1) Η κράτηση κατόπιν διοικητικής απόφασης προσώπων, που θεωρούνται επικίνδυνα για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια, σύμφωνα με τη νομοθεσία, που περιγράφεται παραπάνω, είναι αντίθετη με το άρθρο 5 της Σύμβασης, δεδομένου ότι πρόκειται για στέρηση της ελευθερίας, που δεν αντιστοιχεί σε καμμιά των κατηγοριών στέρησης της ελευθερίας, που επιτρέπεται από την παράγραφο 1.
(2) Η δυνατότητα προσφυγής κατά αποφάσεων των Επιτροπών Δημόσιας Ασφάλειας μόνο στον Υπουργό Δημόσιας Τάξης δεν ικανοποιεί την απαίτηση του άρθρου 5 ότι η νομιμότητα της κράτησης κρίνεται από δικαστήριο. Η διαδικασία, που εφαρμόστηκε πρόσφατα βάσει του διατάγματος υπ’ αριθ. 188 της 14ης/15ης Μαΐου επίσης δεν συνάδει με τις διατάξεις του άρθρου 5 της Σύμβασης, δεδομένου ότι οι Επιτροπές, που θα συσταθούν δυνάμει του Διατάγματος δεν είναι δικαστήρια και η απόφαση για συνέχιση, περιορισμό ή αναστολή της κράτησης είναι διακριτική.
(3) Η χρήση του κατ’ οίκον περιορισμού από την εναγόμενη Κυβέρνηση, όπως περιγράφεται ανωτέρω, όταν ο περιορισμός στο σπίτι είναι σχεδόν πλήρης, δεν αντιστοιχεί σε καμμιά από τις κατηγορίες στέρησης της ελευθερίας, που επιτρέπεται από το άρθρο 5, της Σύμβασης.
Άρθρο 6 της Σύμβασης.
Η Ελληνική Δικαιοσύνη έδειξε τα δύο είδη των δικαστών, εκείνους του συνεργού και εκείνους του αντίπαλου της χούντας. Στην πρώτη κατηγορία ανήκαν πολλοί ανώτατοι δικαστικοί, που ἐλαβαν μέρος στις κυβερνήσεις της χούντας και μάλιστα την υποστήριξαν μέχρι αηδίας και συνέχισαν να την υποστηρίζουν ενεργά μετά την πτώση της και εκείνοι, που αντιστάθηκαν. Στους πρώρους ανήκει και ο «πρωθυπουργός» της χούντας ο γνωστός εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Κωνστ. Κόλλιας. Στη δεύτερη οι Στυλιανός Μαυρομιχάλης Ανδρέας Τούσης Πρόεδρος και Εισαγγελέας αντίστοιχα του Αρείου Πάγου, ο αρεοπαγίτης Φλώρος και ο εμβληματικὀς Μιχαήλ Στασινόπουλος, πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας. Το πόρισμα μιλάει για τις διώξεις των 30 δικαστικών λειτουργών από την χούντα.
«Δράση της Κυβέρνησης σχετικά με το δικαστικό σώμα.
(α) Απόλυση τριάντα δικαστικών λειτουργών τον Μάιο του 1968.
Το άρθρο 1 της Συνταγματικής Πράξης «ΚΔ΄» της 28ης Μαΐου 1968, προέβλεπε:
«1. Εντός τριών ημερών από τη δημοσίευση της παρούσης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, η ισόβια θητεία και η μονιμότητα των δικαστών της Τακτικής Δικαιοσύνης σύμφωνα με το άρθρο 88 του Συντάγματος αναστέλλεται. Μπορούν να απολυθούν εντός αυτής της χρονικής περιόδου εάν:
(α) για οποιονδήποτε λόγο δεν διαθέτουν το ηθικό ανάστημα, που απαιτείται για την άσκηση του αξιώματός τους· (β) δεν διαποτίζονται από υγιείς κοινωνικές αρχές, ή εάν η γενική συμπεριφορά τους εντός της κοινωνίας, ή του νόμου δεν μπορεί να θεωρηθεί συμβατή με τα καθήκοντά τους και την αξιοπρέπεια του αξιώματός τους, με αποτέλεσμα την υποβάθμιση του κύρους τους μεταξύ των συναδέλφων τους και του κοινού.
2, η απόλυση των δικαστικών λειτουργών της προηγούμενης παραγράφου θα επηρεαστεί με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, μετά από έρευνα των στοιχείων της υπόθεσής τους, με Βασιλικό Διάταγμα, που προτείνει αυτό.
- Οι απολύσεις δυνάμει του παρόντος Νόμου δεν υπόκεινται σε προσφυγή, ή ένσταση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, ούτε αγωγή αποζημίωσης ενώπιον τακτικών δικαστηρίων».
Σύμφωνα με τη Συντακτική Πράξη «ΚΔ΄», ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου και είκοσι οκτώ άλλοι δικαστικοί λειτουργοί απομακρύνθηκαν από τα καθήκοντά τους με τον νόμο αριθ. 94 της 29ης Μαΐου 1968.
Όσον αφορά την παύση του Προέδρου του Αρείου Πάγου Μαυρομιχάλη και του Εισαγγελέα του Α. Τούση, η εναγόμενη Κυβέρνηση υπέβαλε δύο έγγραφα με ημερομηνία 1 Νοεμβρίου 1968 και με τίτλο «Καταγραφή προσωπικών Στοιχείων». Δεν υπάρχει καμία ένδειξη, ότι τα έγγραφα αυτά τέθηκαν ποτέ υπόψη, είτε του Μαυρομιχάλη, είτε του Τούση.
Ο Mαυρομιχάλης, όταν ακούστηκε ως μάρτυρας από την Υποεπιτροπή, υποστήριξε, ότι η αναστολή της θητείας των δικαστών από την εναγόμενη Κυβέρνηση είχε κλονίσει τη δικαστική εξουσία στα θεμέλιά της.
(β) σύγκρουση μεταξύ της εναγόμενης Κυβέρνησης και του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Υπεβλήθησαν προσφυγές στο Συμβούλιο της Επικρατείας από αρκετούς δικαστικούς λειτουργούς, που απολύθηκαν βάσει της Συντακτικής Πράξης «ΚΔ΄». Με την απόφασή του 503/1969 της 6ης/8ης Μαρτίου 1969, το Συμβούλιο απέρριψε την προσφυγή του πρώην αρειοπαγίτη Φλώρου. Ο προσφεύγων είχε διαμαρτυρηθεί, ότι δεν είχε ακουσθεί από τις αρχές πριν ληφθεί η απόφαση για την απόλυσή του. Το Συμβούλιο απέρριψε αυτή την καταγγελία, δηλώνοντας, ότι η απαίτηση ακρόασης «δεν συγκαταλέγεται στις προϋποθέσεις, που απαιτούνται από τις διατάξεις της Συνταγματικής Πράξης «ΚΔ΄» για την έκδοση πράξεων απόλυσης βάσει αυτής, οι οποίες δεν έχουν χαρακτήρα πειθαρχικών κυρώσεων, αλλά δυσμενών διοικητικών μέτρων. Σύμφωνα με την εναγόμενη Κυβέρνηση, η απόφαση αυτή ελήφθη ομόφωνα.
Με περαιτέρω αποφάσεις του Ιουνίου 1969 το Συμβούλιο της Επικρατείας έκανε δεκτές παρόμοιες προσφυγές, που είχαν υποβληθεί από άλλους δικαστικούς λειτουργούς, που είχαν επίσης απορριφθεί βάσει της Συντακτικής Πράξης «ΚΔ΄». Αναφερόμενο σε Νομοθετικό Διάταγμα, που είχε εκδοθεί στις 29 Μαΐου 1969, το Συμβούλιο διαπίστωσε τώρα, ότι αυτή η απόλυση πρέπει να θεωρηθεί ως πειθαρχικό μέτρο και κατά συνέπεια η Συντακτική Πράξη «ΚΔ΄» πρέπει να ερμηνευθεί ότι απαιτεί ακρόαση των ενδιαφερομένων. Ως εκ τούτου, το Συμβούλιο ακύρωσε τον νόμο αριθ. 94. Σύμφωνα με την εναγόμενη Κυβέρνηση, η απόφαση αυτή του Συμβουλίου της Επικρατείας ελήφθη «με εξαιρετικά αδύναμη πλειοψηφία (11 έναντι 10).
(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)