Μια θαυμάσια περιγραφή για την παλιά διαδικασία με τα ελαιοτριβεία μέσα από το αφηγηματικό κείμενο του κ. Κώστα Ι. Περδίκη
ΑΝΤΙΛΑΛΟΙ ΛΟΓΟΥ
& ΚΑΙ ΤΕΧΝΗΣ
Γράφει ο συγγραφέας λογοτέχνης Κώστας Ι. Περδίκης
Χαμολόι και καράβες
Τα λιτρουβιά[1]μας, εκείνα τα χρόνια, λίγο πριν το ’60, ήσαν όλα χτισμένα, όχι τυχαία βέβαια, δίπλα στη γράνα, στο ρέμα, δηλαδή, που τότε πέρναγε στην άκρη της πόλης μας. Βόλευε έτσι να ρίχνουν εκεί τα λιόζουμα, που κατάληγαν ύστερα στη θάλασσα.
Το λιτρουβιό των Φακαλαίων ήταν το μόνο κοντά στην αγορά. Προχωρώντας βορειοανατολικά, αντίθετα με το ρεύμα της γράνας, συνάνταγες πρώτα το λιτρουβιό του Δημοσθένη του Πατσαβούρα, μετά, του Κατσάκου και τελευταίο των Κονταίων-Καραίων, λίγο μετά το γεφύρι για τον Α’Λιά.
Ήσαν κτίρια ορθογώνια, σαν μεγάλες αποθήκες, με κεραμιδένιες στέγες. Στο βάθος ήταν η στρογγυλή γούρνα, που μέσα της γύριζαν τα τεράστια κυλινδρικά λιθάρια και έλειωναν τις ελιές, κάνοντάς τες πηχτό πολτό. Την κίνηση την έδινε μια μηχανή με ένα μακρύ και φαρδύ λουρί. Η ίδια εκείνη μηχανή άναβε και τις λιγοστές λάμπες, που, κρεμασμένες από τα πατερόξυλα της στέγης, φώτιζαν τον χώρο. Πιο παλιά τα λιθάρια τα γύριζαν άλογα. Στο μέσον ήταν το πιεστήριο με το μεγάλο έμβολο και τους ντορβάδες[2] και τέλος λίγο πριν την εξώπορτα, το μηχάνημα που ξεχώριζε το καθαρό λάδι από το λιόζουμο.
Το μάζεμα των ελιών άρχιζε, συνήθως, μετά τη γιορτή του Άγιου Σπυρίδωνα, του πολιούχου μας. Ήταν δύσκολη δουλειά, που γινόταν ακόμη δυσκολότερη, όταν ο καιρός χάλαγε και πιάνανε βροχές και παγωνιές. Τα καημένα τα ζώα, άλογα και γαϊδούρια, φορτωμένα πότε με τα βρεγμένα λιόπανα και πότε με τα τσουβάλια γεμάτα καρπό αγκομάχαγαν τσαλαπατώντας μέσα στη λάσπη, στα ανηφορικά μονοπάτια. Το τέλος της συγκομιδής έφερνε στους γονείς μας μεγάλη ανακούφιση. Οι γιορτές των Χριστουγέννων, που έφταναν λίγες μέρες μετά, ήσαν για κείνους ευκαιρία για να ξαποστάσουν και να πάρουν μιαν ανάσα.
Το πρώτο λάδι έβγαινε λίγες μέρες πριν τις γιορτές και πάντοτε βράδυ. Με το που μας ειδοποιούσαν ότι ήρθε η σειρά μας, η μητέρα έβαζε στο σακούλι ένα καρβέλι ψωμί, μια χιλιάρα κρασί και έχοντάς με μόνιμο συνοδό σπεύδαμε στο λιτρουβιό.
Περνώντας το κατώφλι του μπαίναμε σ’ ένα άλλο σύμπαν. Καπνοί από τσιγάρα, αναθυμιάσεις και μυρουδιές από τις λειωμένες ελιές, λιγοστό φως από τις λάμπες και μια ζεστασιά μας τύλιγαν. Στο βάθος, δυο-τρεις εργάτες άδειαζαν τα τσουβάλια στη γούρνα με τα λιθάρια, που γύριζαν ασταμάτητα. Στο πιεστήριο δέσποζαν με την παρουσία τους ο λεγόμενος «καραβοκύρης» με τους δυο βοηθούς του, που φόραγαν και οι τρεις τους ποδιές από τον λαιμό μέχρι τα πόδια, φτιαγμένες από τομάρια. Οι βοηθοί γέμιζαν τους χοντρούς ντορβάδες με τον λειωμένο πολτό και ο «καραβοκύρης» στοίβαζε τον ένα πάνω στον άλλο, στο πιεστήριο. Εκεί, με τη μεγάλη πίεση και το ζεματιστό νερό που ’ριχνε πάνω τους, το λάδι ανάβλυζε και έτρεχε στα πλάγια των ντορβάδων. Μετά το στύψιμο, τους άδειαζαν από το υπόλειμμα, το λιοκόκι, που ακόμη άχνιζε και έβγαζε μια χαρακτηριστική μυρουδιά. Μόλις σταμάταγαν να πάρουν μιαν ανάσα, η μητέρα εύρισκε την ευκαιρία και πήγαινε κοντά τους με τη χιλιάρα το κρασί. Εκείνοι λούτσα στον ιδρώτα, αξύριστοι και λαδωμένοι, το ’πιναν μονορούφι ο ένας μετά τον άλλο, με το ίδιο ποτήρι. Ό,τι υγρό έβγαινε στο πιεστήριο, στη συνέχεια, πέρναγε από το μηχάνημα, που ξεχώριζε και κράταγε το καθαρό λάδι ενώ το λιόζουμο, άχρηστο πια, έπεφτε στη γράνα.
Βλέποντας η μητέρα να στάζει το φρέσκο λάδι, ζεστό και μυρωδάτο, έκοβε σε φέτες το καρβέλι, που ’χε φέρει και τις έδινε για να τις καψαλίσουν στη φωτιά που έκαιγε για το ζέσταμα του νερού. Έπιανε μετά λίγο λάδι, το ’ριχνε πάνω τους και φίλευε τους εργάτες και φυσικά κι εμένα. Η όλη ατμόσφαιρα του λιτρουβιού, η μυρουδιά του φρεσκοβγαλμένου λαδιού και η υπόπικρη γεύση έκανε εκείνη τη φέτα του ψωμιού πολύτιμη. Τελειώνοντας, γυρνάγαμε στο σπίτι και περιμέναμε τους αγωγιάτες να μας φέρουν το λάδι, φορτωμένο στ’ άλογα μέσα σε ασκιά.
Μόλις τα πέταλα των αλόγων χτύπαγαν στο πλακόστρωτο της αυλής μας, ο πατέρας με μια λάμπα στο χέρι και η μητέρα με ένα πιάτο κουραμπιέδες, κατέβαιναν και άνοιγαν το κατώι. Με το που έλυναν οι αγωγιάτες το ασκί και το λάδι με ένα «πλαφ» έπεφτε στο τσίγκινο ντεπόζιτο ή στη ζάρα[3], μας έλεγαν τις ευχές τους «καλοφάγωτο, υγεία, καλές γιορτές» και η μητέρα τους γλύκαινε με το φίλεμά της.
Την άλλη μέρα το πρωί, όταν εγώ κ’ η αδελφή μου είμαστε ακόμη στα κρεβάτια μας, έφτανε στα ρουθούνια μας από την κουζίνα η μυρουδιά των λαλαγκίδων[4], που η μητέρα μας σηκωμένη αχάραγα είχε τηγανίσει, όπως κάθε χρονιά, με το πρώτο λάδι. Πριν φύγουμε για το σχολείο γευόμαστε λαίμαργα όσο πιο πολλές λαλαγκίδες μπορούσαμε, ζεστές ακόμη, βουτηγμένες μέσα στο γλυκό πετιμέζι…
Εμείς είχαμε πολλές ελιές, άλλες στον κάμπο και άλλες στο ύψωμα, τον Κάνταλο. Χρόνο παρά χρόνο βγάζαμε μπόλικο λάδι. Κρατάγαμε όσο χρειαζόταν για το σπίτι και το υπόλοιπο το πουλάγαμε για να βγάλουμε τα έξοδα και κάποιο μικρό κέρδος. Υπήρχαν όμως σπιτικά, που δεν είχαν ούτε μια ρίζα ελιά, για να λαδώσουν, που λέει ο λόγος, το άντερό τους. Για να βρουν λίγο λάδι, είχαν, οι δύστυχοι δυο τρόπους.
Ο ένας ήταν το χαμολόι. Οι φτωχές νοικοκυρές πήγαιναν, συνήθως τ’ απογεύματα, στα λιοστάσια όπου είχε γίνει ήδη το μάζεμα και πεσμένες στα γόνατα μάζευαν σε μια κανίστρα, μία-μία, όσες ελιές έβρισκαν κάτω στο χώμα. Ώρες πολλές για να γεμίσουν, με το ζόρι, ένα τσουβάλι.
Άλλος τρόπος ήσαν οι καράβες, και ήταν δουλειά που ’καναν, αποκλειστικά, τα μικρά φτωχόπαιδα εκείνων των σπιτικών. Με βέργες από λυγιές και καλάμια, φτιάχνανε, εκεί που άρχιζε η όχθη της γράνας, μικρά φράγματα, τις καράβες. Τα λιόζουμα που ’πεφταν από τα λιτρουβιά στη γράνα, ζεστά ακόμη και αφρισμένα, παράσερναν και λίγο λάδι, που οι καράβες το συγκρατούσαν, καθώς εκείνο έπλεε πάνω πάνω. Οι μικροί εκείνοι φτωχοδιάβολοι το μάζευαν λίγο-λίγο με το κουτάλι και γέμιζαν τα μικρά τενεκεδάκια τους.
Όλη αυτή η προσπάθεια και ο κόπος για μια στάλα λάδι. Πόσο, αλήθεια, απίστευτα μας φαίνονται αυτά σήμερα…
[1] Λιτρουβιά = λιοτρίβια
[2] Ντορβάδες = είδος χοντρού σάκου από τρίχες γίδας
[3] Ζάρα = μεγάλο πήλινο πιθάρι
[4] Λαλαγκίδες = τιγανίτες