Μια προσωπική εμπειρία από μια τελετουργική στιγμή για *τα γεμιστά της νοσταλγίας* της Λ. Δημητρ.
Τα γεμιστά της νοσταλγίας
Γράφει η συγγραφέας ποιήτρια από τον Γρύλλο Ηλείας φιλόλογος Λίτσα Δημητροπούλου
Τραβούσε κρυφά το σκαμνάκι κι ανέβαινε στον πάγκο της κουζίνας να κάνει παρέα στο καυτό ταψί που μόλις είχε ξεφουρνίσει η μητέρα της από τα πύρινα νύχια της φωτιάς. Της άρεσε να μετρά τους κόκκους από το ρύζι, που προεξείχαν από τα κοιμισμένα ζαρζαβατικά. Όμορφα κι ανέμελα που είχαν αποκοιμηθεί στη θαλπωρή του φούρνου!
Συχνά άκουγε και τις μικρές ιστορίες τους. Κρυφάκουγε τους έρωτες της φλογερής ντομάτας με τον ζωηρό κύριο κρέμμυδο που λούζονταν από τον ήλιο. Παρατηρούσε τις ουλές στο κόκκινο κορμί της, ψαχούλευε το μοναδικό, κυκλώπειο μάτι της που κρατούσε ακόμα νωπό το δάκρυ στα ματοτσίνορά του, σημάδι βίαιου αποχωρισμού από το θρεπτικό κοτσάνι της. Γελούσε με τα τσαλίμια της πρασινωπής περπεριάς -έτσι κατάφερνε να την προφέρει- γελούσε με τα νάζια της και τα ψιθυριστά θροΐσματα στον κουτόχορτο κύριο βλήτο. Κι αν συναντούσε μια μοναχική μελιτζάνα ή ένα αδέξιο κολοκυθάκι στη γωνιά του ταψιού να λουφάζουν, τα καθησύχαζε για τη μοναξιά τους. Τραβούσε με το δάχτυλό της λίγη από τη σάλτσα και τα βρόχιζε ευθύς να δροσερέψουν.
Κάπως έτσι γευόταν τη μαμαδίστικη μαγειρική με τα γνήσια αρώματα του γενναιόδωρου περιβολάρη, του χωριού. Κάπως έτσι έμαθε να μετρά αριθμούς, να νταντεύει νούμερα και να πλάθει φανταστικές και άλλες αλλόκοτες παραμυθοϊστορίες.
Ακόμα κρατά τη μαγειρική τελετουργία στη μνήμη της, τις γνήσιες γεύσεις και τα ζωντανά αρώματα. Σαν αχνίζει η νοσταλγία στο ταψί της κι αυθαδιάζουν τα μαχαιροπίρουνα στο κορμί των ζαρζαβατικών, βρίσκει έναν ωραίο τρόπο να τα κρατήσει αβασάνιστα στα ήσυχα βάθη του χρόνου. Να, σαν και ετούτη τη φωτογραφία.