ΛΟΓΟτεχνείο Το ποίημα της Κυριακής *** Γράφει η Καλλιόπη Ι. Δημητροπούλου
ΛΟΓΟτεχνείο
Το ποίημα της Κυριακής
Γράφει η Καλλιόπη Ι. Δημητροπούλου
φιλόλογος, συγγραφέας
Με το μικρό αφήγημα του Μιχάλη Γκανά, με τον τίτλο «Κοιτάζει τα χέρια της», θα κινητοποιήσουμε τον συναισθηματικό μας κόσμο σήμερα και θα επιστρατεύσουμε την ενσυναίσθηση. Θα θέσουμε τα υπαρξιακά μας ερωτήματα, θα μετρήσουμε κι εμείς, μαζί με την ηρωίδα του ποιητή, την αναπόδραστη και αμείλικτη φθορά του χρόνου. Και τι πιο μετρήσιμο από τα χέρια; Έχουν στοχεύσει για ζωή σε όλες τις προσταγές του χρόνου. Από τους καιρούς της εαρινής τους ανθοφορίας ώς τη χειμερία νάρκη της γεροντικής ηλικίας.
ΚΟΙΤΑΖΕΙ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΗΣ, ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΚΑΝΑΣ.
Κοιτάζει τα χέρια της. Πώς έγιναν έτσι; Πού βρέθηκαν τόσες φλέβες, τόσες ελιές και σημάδια, τόσες ρυτίδες στα χέρια της; Εβδομήντα χρόνια τα κουβαλάει μαζί της και ποτέ δεν γύρισε να τα κοιτάξει. Ούτε τότε που ήταν χλωρά, ούτε που μέστωσαν, ούτε που μαράθηκαν, ώσπου ξεράθηκαν. Όλα αυτά τα χρόνια η έγνοια της ήταν αλλού, όχι στα χέρια της: μην κοπεί, μην καεί, μην τρυπηθεί, μην το παρακάνει το βράδυ με τον άντρα της –όποτε τύχαινε, μια στις τόσες– κι ακούσει πάλι τα λόγια του, καρφί στην καρδιά της “πού τα ‘μαθες αυτά μω γυναίκα;” Κοιτάζει τα χέρια της σαν να τα βλέπει πρώτη φορά. Ξένα της φαίνονται, καθώς κάθονται άνεργα πάνω στη μαύρη ποδιά της, σαν προσφυγάκια. Έτσι της έρχεται να τα χαϊδέψει.
Και τι δεν τράβηξαν αυτά τα χεράκια, στα κρύα και στα λιοπύρια, στη φωτιά, στα νερά, στα χώματα, στα κάτουρα και στα σκατά. Πέντε χρόνια κατάκοιτη η πεθερά της, αλύχτησε ώσπου να της βγει η ψυχή.
Κοιτάζει πάλι τα χέρια της. Τι θα τα κάνει; Να τα κρύψει κάτω από την ποδιά της να μην τα βλέπει, να τα χώσει στην περούκα της διπλανής, που κοιμάται με το κεφάλι γουλί, να τα βάλει στις μάλλινες κάλτσες που της έφερε ο γιος της μόλις του ‘πε ότι κρυώνει εδώ στο γηροκομείο που την έριξε η μοίρα της; Τόσα χρόνια δεν γύρισε να τα κοιτάξει και τώρα δεν μπορεί να πάρει τα μάτια της από πάνω τους. Κι όταν δεν τα κοιτάει ή κάνει πως δεν τα κοιτάει, την κοιτάνε αυτά.
Άνεργα χέρια, τι περιμένεις, αφού δεν έχουν δουλειά κάθονται και κοιτάνε. Δεν είναι που κοιτάνε, άσ’ τα να κοιτάνε, είναι που κοιτάνε σαν να θέλουνε κάτι. Ξέρει τι θέλουν: να τα χαϊδέψει.
Δεν θα τους κάνει τη χάρη. Ντρέπεται, γριά γυναίκα, να χαϊδεύεται στα καλά καθούμενα. Τα κοιτάζει κλεφτά και βλέπει μια σκουριά από καφέ στο δεξί. Σηκώνεται και πάει στο μπάνιο, πιάνει το μοσχοσάπουνο και πλένει τα χέρια της. Τα πλένει, τα ξαναπλένει, δεν λέει ν’ αφήσει το σαπούνι, της αρέσει έτσι που γλιστρούν απαλά, το ένα μέσα στο άλλο, “κοίτα”, λέει, “που μ’ έβαλαν να τα χαϊδέψω θέλοντας και μη, τα σκασμένα” και γελάει από μέσα της που δεν την κοιτάνε τώρα όπως πριν, χαμένα μέσα στους αφρούς και τα χάδια, σαν να ‘χουν κλείσει τα μάτια, μην τους πάει σαπούνι και τα πάρουν τα δάκρυα.
(Από τη συλλογή «Γυναικών – Μικρές και πολύ Μικρές Ιστορίες»)
ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ
Ο πολυβραβευμένος ποιητής Μιχάλης Γκανάς, ένας από τους σημαντικότερους εν ζωή Έλληνες ποιητές και στιχουργούς, τιμήθηκε και το 2022 για το σύνολο του έργου του με τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος της Τιμής.
«Λυρικός, δραστικός και λιτός, αντλώντας τρόπους και ρυθμούς από το δημοτικό τραγούδι και τη λαϊκή λαλιά, ο Μιχάλης Γκανάς είναι ένας ποιητής που μοχλεύει τη συγκίνηση χωρίς ίχνος μελοδραματισμού. Με τα ποιήματα και τα μικρά πεζά του έστησε μια στέρεη γέφυρα ανάμεσα στον απελθόντα κόσμο της υπαίθρου και τη σύγχρονη ζωή, σημαδεύοντας ανεξίτηλα τη συλλογική μας ευαισθησία», σημείωσε η Πρόεδρος της Δημοκρατίας κατά την διάρκεια της παρασημοφόρησης του σπουδαίου ποιητή.
ΓΙΑ ΤΟ ΑΦΗΓΗΜΑ
Ο ποιητής Μιχάλης Γκανάς, στην καταγραφή της σύντομης ιστορίας, συμπυκνώνει τη συμπεριφορά και τις σκέψεις γυναικών, με κλιμακούμενη την ηλικιακή μοίρα τους, ζώντας μέσα στον μικρόκοσμό τους.
Ο ποιητής ιχνογραφεί το πορτρέτο μιας ηλικιωμένης, η οποία αναλογίζεται το χρονικό της ζωής της, επαναφέροντας στο στείρο παρόν μνήμες του παρελθόντος. Στη θέα των ρυτιδιασμένων, άεργων και ξένων (σαν προσφυγάκια) χεριών της έρχεται αντιμέτωπη με τη συνταρακτική παραδοχή της φθοράς από τον χρόνο. Η πραγματικότητα των γηρατειών και η σκληρή εγκατάλειψη στο γηροκομείο εκφράζεται με το αίσθημα μοναξιάς και θλίψης. Η γυναίκα, που θυσιάζει στη ζωή της την προσωπική χαρά για τους πολλαπλούς ρόλους, κινητοποιεί την πένα του ποιητή Μιχάλη Γκανά και μας χαρίζει ένα αξιόλογο αφήγημα.
Ας σκεφτούμε πόσοι ηλικιωμένοι δοκιμάζουν αντίστοιχα συναισθήματα, μετρώντας στη ζωή τους την αναπόφευκτη φθορά του χρόνου!