Κατά Λουκάν φραγγέλιον *** Γράφει η Καλλιόπη Ι. Δημητροπούλου
Κατά Λουκάν φραγγέλιον
Γράφει η Καλλιόπη Ι. Δημητροπούλου
Στην Αθήνα, την πόλη των πολλών ταχυτήτων, η απαξιωμένη και νεόπτωχη κοινωνία των αστέγων βιώνει το δικό της τέλμα, ανεβαίνοντας τον Γολγοθά της άθλιας επιβίωσης. Δεν είναι παρίες, μήτε της γης οι κολασμένοι, δεν είναι οι γνωστοί «άποροι» που έχουν την επαιτεία ως επάγγελμα. Είναι οι «αόρατοι» άνθρωποι της πόλης, που το αδηφάγο θεριό της οικονομικής κρίσης και της ανεργίας τούς άφησε ανέστιους. Είναι η μεγάλη ανομοιογενής πληθυσμιακή ομάδα, που αδυνατεί να έχει πρόσβαση σε μόνιμη κατοικία και σίτιση. Άνθρωποι όλων των ηλικιών, με ποικίλο μορφωτικό επίπεδο, άνθρωποι που έκαναν τεράστιες διαδρομές και υπερπροσπάθειες πριν οδηγηθούν στη σκληρή πραγματικότητα του δρόμου.
Και πόση αντίφαση, άραγε, χωρά η δίπολη εικόνα της πρωτεύουσας; Από τη μια γάμοι γαλαζοαίματης αίγλης να μονοπωλούν το επίκεντρο του στιλιστικού ενδιαφέροντος και τα φλας των δημοσιογράφων, και από την άλλη, λίγα μέτρα μακρύτερα, στο κέντρο της Αθήνας, η ζωή να γδέρνεται από την ανέχεια και την εξαθλίωση και να σέρνεται νυχθημερόν στα αζήτητα. Οι απόκληροι της κοινωνίας στήνουν το υπαίθριο σπιτικό τους καταγής, στοιβάζουν τα ρημαγμένα τους όνειρα στα κυβικά ενός χαρτόκουτου και στρώνουν το αυτοσχέδιο κρεβάτι τους σε κάθε χώρο που τους προσφέρει ελάχιστη ασφάλεια και ζεστασιά. Αναζητούν πάρκα, πλατείες, στοές κι απόμαχα βαγόνια για να γείρουν πάνω στο χάρτινο στρώμα το λαβωμένο τους κορμί και την αποκαμωμένη ψυχή τους. Προσόψεις σπιτιών, εσοχές κλειστών καταστημάτων, πεζόδρομοι, υπόγειες διαβάσεις, παγκάκια, εγκαταλελειμμένα κτήρια, όλα βαφτίζονται πρόχειρα σπίτια και στεγάζουν το ελάχιστο προσωπικό τους σύμπαν.
Η Αθήνα, με τις αντιφατικές εικόνες στο ιστορικό της κέντρο και το πρόβλημα της αστεγίας διαρκώς να οξύνεται, κρούει τον κώδωνα της ανθρωπιάς και της αφύπνισης. Στο Αρχαιολογικό Μουσείο, εκεί που ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός βρίσκει στέγη, μια απεγνωσμένη «σκιά» ψάχνει στέγη να απαγκιάσει. Ένα χειμωνιάτικο καταμεσήμερο, με τα γκρουπ των τουριστών να σχηματίζουν ουρά στον προαύλειο χώρο του τσιλερικού κτηρίου, την παράσταση κλέβει μια καρό κουβέρτα που ανεμίζει μεσίστια. Μια κόκκινη καρό κουβέρτα κρυμμένη αδέξια πίσω από το τρίπτυχο μοντέρνο γλυπτό, που κοσμεί τον κήπο του Μουσείου με τον τίτλο «Προμαχώνες». Διαβάζουμε στην πλάκα του γλυπτού: «Προμαχώνες: τμήμα οχυρού ή φρουρίου από το οποίο μάχεται κάποιος». Και από κάτω: «Συνώνυμα: προπύργιο, έπαλξη, μετερίζι, ντάπια, ταμπούρι». Ο τίτλος και η μορφή του γλυπτικού συμπλέγματος νοηματοδοτούν τις συλλογικές αντιστάσεις στις βέβαιες επιβουλές ενός αβέβαιου μέλλοντος, σύμφωνα με την δημιουργό του έργου.
Πόσους συνειρμούς, άραγε, μπορεί να κάνει ακόμα και ο πιο βιαστικός διαβάτης, ακόμα και η πιο αδιάφορη ματιά, αντικρίζοντας τον απόμαχο της ζωής, τον άστεγο Λουκά με τις σφιγμένες ακόμα γροθιές από το νυχτερινό κρύο, με το απλανές βλέμμα καρφωμένο στο κενό; Το μετερίζι του, η ντάπια και το ταμπούρι του είναι τούτος ο γλυπτός Προμαχώνας, για να αντιστέκεται στις βέβαιες επιβουλές του αβέβαιου παρόντος και μέλλοντος, για να στεγάζει τις παλιές ωδές και οδύνες της ζωής του. Όλος ο σύγxρονος πολιτισμός στεγάζεται στη σκιά ενός μεταμοντέρνου γλυπτού Προμαχώνα. Φιλοσοφικές θεωρήσεις, ιδεολογήματα, κατακτήσεις, όλα σε μια κιβωτό σωτηρίας με μνημούρι τους μια καρό κουβέρτα. Και παραδίπλα, σαν να ανέμιζε ο Νάνος Βαλαωρίτης τα ποιητικά δεφτέρια του και να χάραζε τον δικό του «Άστεγο» πάνω στο λευκό του χαρτί: