Για την τωρινή τραγωδία και τις τραγωδίες των ανθρώπων η Λίτσα Δημητροπούλου, συγγραφέας και φιλόλογος από τον τόπο μας δίνει αυτό το εξαιρετικό ποιητικό της κείμενο
Σφύριξε η μπουρού
Για την τωρινή τραγωδία και τις τραγωδίες των ανθρώπων η Λίτσα Δημητροπούλου, συγγραφέας και φιλόλογος από τον τόπο μας δίνει αυτό το εξαιρετικό ποιητικό της κείμενο
Στεντόρεια που σφύριξε. Και βρήκε αντίσταση στη ραχοκοκαλιά του φόβου. Δεν είχε νησάκια τριγύρω της, από ‘κείνα με τους ανεμόμυλους, μήτε από τα άλλα με τα κρι κρι στους βράχους. Μόνο πικρή αλήθεια είχε και την έλεγε.
Μια μάνα στο μεταίχμιο, αόρατη από κοφτές ανάσες κι ένα παιδί σπουργίτι, που έκλαιγαν ο ένας για τον άλλον. Έτσι γδέρνει, χαρακώνει ο κακός χαμός, μας σφύριζε. Κι ύστερα, με ρώτησε, αλήθεια κλαίνε, ματώνουν στα κατάβαθα και οι φευγάτοι;
Και μέτραγε τα λόγια της η βραχνή μπουρού, τα δίπλωνε τσιτάτα, να μην τσουλήσει ο φόβος σε μοναχό κλινάρι και στρίψει πανικός.
Μετρούσε με οξύμετρα την άπνοια, μετρούσε του ρίγους τα ριγάτα τα τερτίπια. Σπουδαίος που φάνταζε ο Κέλσιος στην πυρετώδη του σιωπή!
Και σφύριζε η μπουρού. Μην φοβηθείς, εσφύριζε, έχει κι άλλους λαιμούς η θλίψη να πικράνει, κι άλλες γλώσσες ο πόνος να στεγνώσει. Έχει γκρεμίδια άγρια κι αιμοσταγή συντρίμμια να δαμάσει. Έχει να βυζάξει σκαρούδι λεχώνας μάνας στα νύχια του εγκέλαδου, έχει της σκόνης το πρωτόγαλα να στίψει στο θήλαστρο του χάρου. Μη λησμονάτε, φώναζε, τη φρίκη του ανθρώπου. Χίλιες φτερούγες πατρικές απλώθηκαν κάτω από βαριά χαλάσματα να αγκαλιάσουν χέρια άψυχου παιδιού, να νεκροφιλήσουν μάτια ορθάνοιχτα και παγωμένα. Και πάλευαν με νύχια και με δόντια να φέρουν την καρδιά στη θέση της. Σπάραζαν μπροστά στου Άδη την καταπακτή. Αγκομαχούσε η ζωή κάτω από τα αιμοχαρή συντρίμμια.
Και σφύριζε η μπουρού, στεντόρεια που σφύριζε. Μη φοβηθείς, εφώναζε, έχει κι άλλες πτυχές η κόλαση, κι άλλες μανάδες πόνου να δώσουν πνοή από το αίμα τους, να ασπαστούν νεκρές το νιόγεννο αγγελούδι τους. Μη φοβηθείς το τρύπιο στέρνο.
Μονάχα φόρα τη ζωή και τράβα για ‘κει που πάνε οι ζωντανοί…
(Για εκείνους που “έφυγαν” από την πανδημία, για εκείνους που έφυγαν από τους σεισμούς, για εκείνους που τα κατάφεραν. Για τον άνθρωπο που πονά.)