΄’Ενα συγκλονιστικό κείμενο με λογοτεχνική απόχρωση του συνεργάτη μας κ. Ν. Τσούλια
Μαύρη πεταλούδα στον κήπο
Του συνεργάτη μας Εκπαιδευτικού κ. Νίκου Τσούλια
«Εσείς να βγαίνετε έξω. Να έχετε παρέες και φίλους. Μην κοιτάτε εμένα, δεν είναι τίποτα θα μου περάσει. Έχω τις κλειστές μου. Είναι θέμα χρόνου. Θα αρχίζω και εγώ να είμαι όπως παλιά. Αλλά να είναι κάποιος μαζί μου να μην είμαι μόνη μου, μη μου συμβεί τίποτα».
Τα ίδια έλεγε ξανά και ξανά. Ήταν σαν να μην την ακούνε πια. Ήξεραν από πριν τι θα πει. Έκαναν υπομονή. Δεν ήξεραν από πού να πιαστούν. Τα δύο κορίτσια, ένα στο γυμνάσιο και ένα στο λύκειο, ένιωθαν την ψυχή τους να βαραίνει. Δεν είχαν όρεξη για τίποτα. Το διάβασμα ήταν καταφύγιο˙ όχι για να διαβάζουν αλλά για να έχουν ένα βιβλίο μπροστά τους και να ταξιδεύουν κάπου έξω μακριά˙ «όσο πιο μακριά γίνεται», έλεγε η μια στην άλλη. Τώρα δεν πολυκουβέντιαζαν ούτε και μεταξύ τους – τα απολύτως αναγκαία και αυτά βαρετά, χωρίς καμιά διάθεση. Δεν είχαν παρέες, τι να τις έκαναν; Τα ενδιαφέροντά τους δεν ήταν πια όπως των άλλων παιδιών.
Η μικρότερη κοίταζε κάθε τόσο την παρατημένη κιθάρα της και δεν μπορούσε ούτε καν να την αγγίξει. Της θύμιζε παρέες και γιορτές, φωνές και τραγούδια στο όμορφο σπίτι της, τότε που ήταν στο κέντρο των γιορτών και της εφηβικής τρέλας, που έβγαιναν στους δρόμους του νησιού σαν κομπανία και έκαναν κέφι εκεί στα παγκάκια της μικρής πλατείας της γειτονιάς. Η μεγαλύτερη κάπου – κάπου ζήλευε για τη ζωηράδα της αδελφής της, αλλά χαιρόταν και αυτή γιατί το σπιτικό της είχε πέραση.
Είχε αρχίσει ο πατέρας τους να λείπει όλο και πιο συχνά από το σπίτι. Ήταν τέτοιες οι δουλειές του. Καθόταν για μεγάλο διάστημα στην Αθήνα˙ έμενε στη γιαγιά τους. «Το νησί είναι έρημο το καλοκαίρι. Δεν το είχαμε εκτιμήσει καλά όταν ήρθαμε να εγκατασταθούμε. Δεν μπορούμε να ξοφλήσουμε το δάνειο με την καλοκαιρινή δουλειά. Κάτι πρέπει να κάνω και στην Αθήνα, να ανοίξω και εκεί καμιά δουλειά».
Ήταν πράγματι έτσι. Το έβλεπαν και τα κορίτσια. Και ένιωθαν την ανησυχία του πατέρα τους ως φροντίδα και για τις τρεις τους. Τη μαμά τους δεν την άγγιζαν οι κουβέντες του. Είχε ξεκόψει εδώ και καιρό, χωρίς να το πολυκαταλάβουν, τις εξόδους της. Δεν πήγαινε ούτε στο μαγαζί τους ούτε στην αγαπημένη παραλία της, που επισκεπτόταν χειμώνα καλοκαίρι είτε για κολύμβηση είτε για περπάτημα ούτε έβγαινε με τις φίλες της για καφέ.
«Μήπως ο μπαμπάς έχει δεσμό και το έχει καταλάβει η μαμά;», ρώτησε στο δρόμο για το σχολείο εκείνη την ημέρα που θα πήγαιναν εκδρομή η μικρή. «Καλύτερα να μη ρώταγες», της απάντησε απότομα και με θυμό η μεγάλη, «καλύτερα να νόμιζα ότι ήταν μόνο δική μου σκέψη, τώρα μου φαίνεται σαν να είναι αλήθεια».
Μιλούσαν όλο και πιο λίγο οι γονείς τους. Είχαν μαλώσει για τα καλά, γιατί εκείνος επέμενε να πάνε σε γιατρό. «Τι με νοιάζει τι θα πούνε οι φίλες σου; Εδώ τόσος και τόσος κόσμος έχει τέτοια προβλήματα. Η κρίση έχει κάνει τους ανθρώπους να λαλήσουνε. Άλλωστε η ζωή σου δεν αφορά μόνο εσένα, έχεις και οικογένεια».
«Δεν έχω τίποτα, γιατί επιμένεις να με βγάλεις τρελή, μήπως έχεις τίποτα άλλο στο μυαλό σου»;
Την κουβέντα την είχε ακούσει η μεγάλη. Δεν το είπε πουθενά, σε κανέναν. Ένιωθε ότι αν το έλεγε, θα ήταν πραγματικότητα. Τώρα θα το στρίμωχνε μαζί με τις άλλες δυσκολίες της οικογένειας μέσα στη σκέψη της, στη σκοτεινή σκέψη της που δεν έχει φανερώματα. Μέρα με την ημέρα ένιωθε τη ζωή της να γίνεται όλο και πιο βαρετή. Στο σχολείο δεν μπορούσε να παρακολουθήσει. Οι καθηγητές δεν πολυέδωσαν και τόσο σημασία˙ τα έχει αυτά η εφηβεία σκέπτονταν. Και εκεί που ήταν σχεδόν άριστη μαθήτρια και συναγωνιζόταν με τους πρώτες μαθητές στη βαθμολογία άρχισε να βουλιάζει. Στη Β΄ τάξη του λυκείου ήταν άλλη μαθήτρια.
«Υπάρχουν μάλλον οικογενειακά προβλήματα, όπως αντιμετωπίζουν τόσοι και τόσοι μαθητές πλέον. Δεν νομίζω ότι μπορούμε να κάνουμε τίποτα ουσιαστικό», είπε στη Συνεδρίαση του Συλλόγου Διδασκόντων ο υπεύθυνος του τμήματός της και η συζήτηση έκλεισε χωρίς να ανοίξει.
Εκείνη την ημέρα του Μάρτη πήραν πρωί – πρωί στο σχολείο από το Νοσοκομείο ότι είναι άρρωστη και θα μείνει κάποιες ημέρες μέσα για παρακολούθηση. Δεν είπαν τι είχε. «Όχι, δεν είναι ίωση», είπε ο γιατρός και έκλεισε το τηλέφωνο βιαστικά. Ο πατέρας της ήλθε εσπευσμένα. «Θα την πάρω στην Αθήνα. Δεν μπορεί να μείνει πια εδώ. Όλοι θα την κοιτάζουνε περίεργα. Μπορεί και να την αποφεύγουν. Να πάει σ’ άλλο σχολείο που δεν θα ξέρουν».
Η μικρή ένιωθε σαν να μην υπάρχει, σαν να ζούσε ένα κακό όνειρο. «Γιατί να κάνει απόπειρα; Θα με πιάσει και εμένα»; Είχε βρει μια γωνιά στην αυλή του σπιτιού της και καθόταν με ένα βιβλίο στο χέρι της. Είχε μπει για καλά η Άνοιξη. «Πού είναι τα λουλούδια μας, με τα ροζ, τα κόκκινα, τα βιολετί, τα μωβ, τα πορτοκαλί χρώματα; Είναι όλα ξεραμένα από την προηγούμενη χρονιά, ποιος να νοιαστεί για την ομορφιά τους»;
Το ανοιξιάτικο αεράκι κούνησε τα λιγοστά μαδημένα φύλλα από τα γεράνια δίπλα της. Τα κοιτούσε. Ήξερε ότι ήταν λυπημένα. Δεν υπήρχε κανένα έντομο να τα επισκεφτεί. Το βλέμμα της ήταν παγωμένο, σαν να μην έβλεπε τίποτα. Δεν είδε τη μαύρη πεταλούδα που τριγυρνούσε μοναχή της στα ξερόφυλλα του κήπου…