Ένα ρξαιρετικό διήγημα της Λίτσας Δημητροπούλου, χαστούκι στο γενοκτονικό κράτος του Ισραήλ!
Φενταγίν
Το εξαιρετικό διήγημα της Λίτσας Δημητροποίλου, ποιήτριας και συγγραφέα, με αφορμή την εκτέλεση από τον κατοχικό Ισραηλινό Στρατό της Παλαιστίνιας Δημοσιογράφου του <<Αλ Τζατζίρα>>
Άλλη μια μέρα στο γέρμα της. Στις μουσκεμένες γειτονιές της Παλαιστίνης η μέρα ποτέ δε μυρίζει γιασεμί. Λίγο το φως στην καμπύλη του ορίζοντα.
Οι κήποι δεν κρατούν πια στο κορμί τους τους χυμούς της νιότης τους και τα λιβάδια θρηνούν τα μαραμένα τους άνθη.
Ο δημοσιογράφος των διεθνών μέσων ενημέρωσης έχει ξεκινήσει ένα βαρύ οδοιπορικό στις βομβαρδισμένες συνοικίες της Παλαιστίνης, που δοκιμάζονται από τον ανελέητο παραλογισμό του πολέμου, την ένδεια και το χρόνιο εμπάργκο. Οι μπλαβιές αποχρώσεις του ουράνιου θόλου προμηνύουν τη φρίκη. Το τοπίο αλλάζει συνεχώς ακαριαία. Μικραίνει, αδειάζει. Πενθεί. Τρομαγμένες ανθρώπινες φιγούρες περιφέρονται ανάμεσα στα συντρίμμια. Αναζητούν ελάχιστο ίχνος ζωής. Με τα δάχτυλά τους για φτυάρι και την προέκταση της ψυχής τους στο στόμα, σκάβουν ανάμεσα στις μπαρουτοκαπνισμένες σάρκες, ανιχνεύοντας ανάσες παιδικής επιβίωσης. Άνθρωποι θρυμματισμένοι, άνθρωποι ανύπαρκτοι. Σκιές που σέρνονται, φωνάζουν τα ονόματα των αγαπημένων τους. Κάθε φωνή μια πληγή, μια ακόμα απώλεια. Αποκαμωμένοι στην ψυχή και στο σώμα, αναζητούν ένα ελάχιστο σημάδι ζωής. Μιας ζωής καθημαγμένης από την επέλαση του άγριου μίσους. Ο εχθρός ισοπεδώνει ό,τι κινείται κι αντιστέκεται. Οι ελεύθεροι σκοπευτές καραδοκούν ν΄ αποτελειώσουν ό,τι απέμεινε από την αεροπορική επιδρομή. Ο βόμβος των αεροπλάνων τρομάζει των ορφανών το θρήνο, γδέρνει τις κουρασμένες κραυγές των μανάδων μπρος στις αγρύπνιες των σκοτωμένων. Τα νύχια του πόνου γδέρνουν το άψυχο χώμα. Παντού σκηνικό θανάτου.
Ο δημοσιογράφος και το τηλεοπτικό συνεργείο δρασκελίζουν το αιματοβαμμένο γήπεδο. Πλησιάζουν και καταγράφουν με την κάμερα το βομβαρδισμένο σχολείο. Στους τοίχους του διακρίνουν ακόμα τα κρεμασμένα γράμματα, τ΄ ανέμελα παιδικά χαμόγελα που άφησαν στη μέση το τελευταίο τους παιχνίδι. Στις ματωμένες σελίδες ενός κατεστραμμένου βιβλίου Ιστορίας μόλις που διακρίνουν με πελώρια γράμματα τις λέξεις: «Σάμπρα, Σατίλα, Ολοκαύτωμα, Ελευθερία» και παραδίπλα στον πίνακα ξεπροβάλλει το σύμβολο της Ειρήνης. Ακολουθούν παγωμένοι το νεκρό τοπίο. Σπίτια σακατεμένα, ρημαγμένα από τις επιδρομές του εχθρού. Πλατείες βουβές με τις σωρούς των αμάχων να κείτονται ακόμα καταγής, τούς στοιχειώνουν. Αθώα παιδικά μάτια, ορθάνοιχτα, τούς καρφώνουν. Φριχτές μαχαιριές στο στέρνο. Διαμελισμένα παιδικά παιχνίδια διάσπαρτα στους δρόμους.
«Άραγε, ποια μάνα απέμεινε να τα ξεπροβοδίσει στο τελευταίο τους ταξίδι;
Ξυπόλυτα πόδια θα διαβούν μοναχά… στ’ ουρανού τη μόνη ασφάλεια», ψιθυρίζει ανέκφραστος ο δημοσιογράφος.
Άλλη μια εχθρική επιδρομή στέφθηκε από επιτυχία.
«Αποστολή εξετελέσθη», δηλώνουν από τις συχνότητές τους οι Ισραηλινοί πιλότοι στο κέντρο επιχείρησης. Ο εχθρός πανηγυρίζει. Η δημοσιογραφική αποστολή απαθανατίζει το μακάβριο οδοιπορικό. Η πένα αδυνατεί να αποδώσει το μέγεθος της φρίκης. Με παγωμένα μάτια οι άνθρωποι του συνεργείου διασχίζουν το μακάβριο τοπίο. Αφήνουν πίσω τους την άψυχη πόλη ανηφορίζοντας στους έρημους δρόμους που οδηγούν βόρεια προς το λόφο. Ο ντόπιος οδηγός τούς πληροφορεί για την επικινδυνότητα του εγχειρήματος. Ο βράχος Μποφόρ είναι ακόμα μακριά και η συνάντηση με τους νεαρούς Φενταγίν είναι η πιο δύσκολη και ριψοκίνδυνη δημοσιογραφική αποστολή.
Καταφτάνουν μετά από πολύωρο αγωνιώδες ταξίδι στο πλάτωμα του βράχου. Στη διαδρομή σταματούν συχνά ελέγχοντας την ασφαλή τους μετάβαση. Ο πόλεμος τριγύρω τούς δείχνει τα λυσσαλέα νύχια του. Το μίσος διάχυτο παντού. Στίχοι γραμμένοι με πελώρια γράμματα στο κορμί του βράχου τραβούν την προσοχή του δημοσιογράφου. Σταματά, καταγράφει την εικόνα. Ο οδηγός της αποστολής τού μεταφράζει τους στίχους. Ανήκουν στον Παλαιστίνιο ποιητή Ταουφίκ Ζαγιάντ:
«Σας φωνάζω…
σας σφίγγω τα χέρια
δεν κιότεψα εδώ µες στην πατρίδα µου
µήτε και µάζεψα τους ώµους.
Ορθώθηκα µπροστά στους άδικους
ορφανός, γυµνός, ξυπόλητος,
όρµηξα µες στο θάνατο.»
Το τοπίο μυρίζει θειάφι και μπαρούτι. Κατάμαυρες πέτρες γυαλίζουν λαξευμένες άγρια από τα πυρά του εχθρού. Τα εχθρικά αεροπλάνα έχουν επιστρέψει στη βάση τους μετά από μια ακόμα επιτυχημένη επιδρομή. Ο δημοσιογράφος προχωρά με αγωνία προς το σπήλαιο του βράχου. Αγωνιά για τη συνάντηση. Αντιλαμβάνεται πως υπάρχει πρόβλημα. Το σωστικό συνεργείο με τους τραυματιοφορείς μόλις έχει μαζέψει τα άψυχα κορμιά των αμούστακων Φενταγίν.
«Δέκα νεαρά παιδιά έπεσαν μαχητές για τη λευτεριά της πατρίδας μας», πληροφορεί το δημοσιογράφο με περηφάνια ο οδηγός του τηλεοπτικού συνεργείου. Η συνέντευξη με αυτή την ομάδα δεν θα γίνει ποτέ. Η επόμενη βάρδια μαχητών αναλαμβάνει το ιερό καθήκον της απόπειρας κατάρριψης του εχθρικού στόχου.
Ο δημοσιογράφος πλησιάζει τη ομάδα των νεαρών Φενταγίν. Δέκα αμούστακα παλληκάρια τον υποδέχονται μ΄ εκείνο το ντροπαλό εφηβικό χαμόγελο, άπνοα, κουρασμένα. Μα το πρόσωπό τους ολοφώτεινο. Περιμένουν με το χέρι στο ταπεινό πυροβόλο για μέρες άυπνα, σκαρφαλωμένα στην κορυφή του βράχου, να πετύχουν το μεγάλο θηρίο, τα αεροπλάνα του εχθρού.
«Ποια δύναμη τους σπρώχνει στο βέβαιο θάνατο;» αναρωτιέται ο δημοσιογράφος.
Η απάντηση του δεκαοχτάχρονου μαχητή αποστομωτική:
«Θέλουμε να κατέχουμε τη δική μας γη, τη δική μας πατρίδα. Ο πατέρας μου χάθηκε από τη βόμβα Ναπάλμ που χτύπησε το σπίτι μας. Λίγο πριν ξεψυχήσει από τα γη, τη δική μας πατρίδα. Ο πατέρας μου χάθηκε από τη βόμβα Ναπάλμ που χτύπησε το σπίτι μας. Λίγο πριν ξεψυχήσει από τα βαριά εγκαύματα μου ψιθύρισε: ‘Φουάτ, τι να την κάνεις τη ζωή χωρίς πατρίδα;’ Ο αγώνας για μας μονόδρομος και ιερό καθήκον!»
Στην άκρη του βράχου κάθεται ένα δεκαπεντάχρονο αγόρι με φλογερό ύφος και εξεταστικό βλέμμα. Χαμηλώνει συχνά τα μάτια του και παρακολουθεί μια πασχαλίτσα που κάνει βόλτες στην παλάμη του. Το ζουζούνι με το κατακόκκινο χρώμα και τα μαύρα πουά στίγματα έχει βρει καταφύγιο στο φιλόξενο χέρι του άωρου πολεμιστή. Ο δημοσιογράφος πλησιάζει, τον χαιρετά.
«Αυτή εδώ είναι η παρέα σου;»
«Αυτή είναι η φίλη μου, είναι η οικογένειά μου. Ανέβηκε πριν δυο ημέρες στο βράχο που μυρίζει θειάφι και μπαρούτι και γίναμε αχώριστοι… την ταΐζω λίγη ζάχαρη και ψίχουλα από το ψωμί μου», απαντά στο δημοσιογράφο. Όση ώρα μιλά, την ακολουθεί με το βλέμμα του, την κρατά με αγάπη και παίζει μαζί της.
Ένα ανήλικο παιδί και μια ελάχιστη μορφή ζωής αγαπήθηκαν πάνω στο εφιαλτικό τοπίο του θανάτου… Μια τρυφερή ιστορία γράφεται στον κρανίου τόπο.
Ο δημοσιογράφος χαιρετά τα αμούστακα παιδιά. Το πρόσωπα όλων τους είναι χαμογελαστά και ολοφώτεινα… Αρχίζει να κατηφορίζει από το βράχο όπου όλοι περιμένουν το θάνατο. Ένα τρεμάμενο χέρι τον σπρώχνει ξαφνικά στον ώμο. Ο μικρότερος μαχητής με δάκρυα στα μάτια τού βάζει στο χέρι ένα κουτί σπίρτα.
«Αυτό είναι το σπίτι της μικρής μου φίλης… την έχω βάλει μέσα… δεν θέλω να πεθάνει μαζί μου… σε παρακαλώ, όταν κατέβεις κάτω… αν ακόμα υπάρχει ένας κήπος με λουλούδια, να την απελευθερώσεις εκεί… θέλω να ζήσει!»
Ο δημοσιογράφος αφήνει πίσω την κόλαση του βράχου Μποφόρ και ψάχνει απεγνωσμένα έναν μικρό παράδεισο για να ελευθερώσει την πασχαλίτσα… το ζουζούνι πέταξε στον κήπο και χάθηκε πίσω από τα φύλλα ενός πολύχρωμου μενεξέ…
Σε λίγο έφτασαν τα νέα από το κάστρο Μποφόρ… τα Ισραηλινά Φάντομ πετούσαν ώρα πάνω από το βράχο και σκότωσαν και τα δέκα αμούστακα παιδιά. Η επόμενη βάρδια Φενταγίν έχει ήδη αναλάβει το έργο της.
Κλείνοντας το οδοιπορικό του στην πολύπαθη Παλαιστινιακή γη ο δημοσιογράφος ταυτίζεται με τους στίχους του Παλαιστίνιου ποιητή Σαμίχ Κάσεμ:
«Ίσως αρπάξεις απ’ τη γη μου και την τελευταία σπιθαμή.
Ίσως ταΐσεις στις φυλακές τη νιότη μου
Ίσως μου κλέψεις την κληρονομιά του παππού μου -πιθάρια, έπιπλα και σκεύη-
Ίσως καθίσεις παν’ απ’ το χωριό μας σαν εφιάλτης τρόμου, εχθρέ του ήλιου
αλλά δεν παζαρεύω
κι ως τον ύστατο χτύπο της καρδιάς μου θ’ αντιστέκομαι.»
(Η ιστορία βασίζεται σε αληθινά γεγονότα)