Ένα ωραίο διήγημα από τον συνεργάτη μας λογοτέχνη – συγγραφέα κ. Κώστα Ι. Περδίκη
ΑΝΤΙΛΑΛΟΙ
Λόγου και Τέχνης
Ο δικός μoυ Αμερικάνος
Η νύχτα είχε πέσει για τα καλά και η τετραμελής μας οικογένεια ήταν μαζεμένη μέσα στο μικρό σπιτάκι, στον Παλιόκαμπο, που αποτελούσε το εξοχικό μας. Κόντευε να τελειώσει κι ο Σεπτέμβρης.
Απ’ όσο τώρα μπορώ να θυμηθώ, πρέπει να ήταν η χρονιά του ’55 ή ’56. Το σχολείο είχε ήδη ανοίξει κι εμείς τα παιδιά το ’χαμε για τα καλά χωνέψει, ότι οι καλοκαιρινές μας διακοπές είχαν οριστικά τελειώσει. Δεν θ’ αργούσαμε να μετακομίσουμε στο σπίτι της πόλης, το χειμωνιάτικο. Ο πατέρας είχε γεμίσει τη μεγάλη λάμπα με πετρέλαιο και την είχε ανάψει. Κρεμασμένη από το πατερό, έριχνε το κιτρινωπό της φως σ’ ολόκληρο το δωμάτιο. Η μητέρα ετοίμαζε το τραπέζι για το βραδινό, όταν ακούσαμε βήματα στη σκάλα.
Ήταν ο Κώστας, ο σέμπρος μας.
Μας παραξένεψε κάπως η επίσκεψή του, γιατί δεν είχαν περάσει ούτε δύο ώρες που είχε φύγει, μετά το πότισμα, μαζί με τους δύο μικρότερους αδελφούς του. Με τον Κώστα, ένα εργατικό παλικάρι, ο πατέρας είχε κάνει νιτερέσιο να καλλιεργεί μισακά το χωράφι μας.
Εδώ και δυο-τρία χρόνια, είχε αρχίσει η καλλιέργεια της όψιμης ντομάτας και όλο και περισσότεροι συμπολίτες μας ξερίζωναν τις σταφίδες τους, για να δοκιμάσουν το νέο αυτό είδος. Ο πατέρας δεν ξέφυγε από τον κανόνα. Είχε γευτεί, άλλωστε, τόσα χρόνια, τα καζάντια από τη σταφίδα μας… Ήταν η δεύτερη χρονιά και όπως η προηγούμενη, πήγε κι αυτή αρκετά καλά. Όλοι έτρεφαν μεγάλες προσδοκίες για το νέο προϊόν.
Ο Κώστας κάθισε κοντά στον πατέρα και με χαμηλωμένο το κεφάλι, μπήκε κατ’ ευθείαν στο ψητό. «Μπάρμπα Γιάννη», λέει, «πήρα την απόφαση να ξενιτευτώ στην Αμερική. Δεν έχω παράπονο από τη ντομάτα, αλλά εμείς είμαστε, βλέπεις, πολλά στόματα…Ο αδελφός του πατέρα μου, που ζει εκεί, κοντά σαράντα χρόνια, μου έκανε πρόσκληση να πάω στη Νέα Υόρκη, στην Αστόρια και να δουλέψω στην επιχείρηση που έχει. Λέω να ψάξω κι εγώ, όπως τόσοι άλλοι, για μια καλύτερη τύχη στα ξένα…Μη στενοχωριέσαι, τ’ αδέλφια μου θα συνεχίσουν τη σεμπριά μας».
Ο πατέρας φάνηκε σκεφτικός, άργησε λίγο να του απαντήσει. Ο Κώστας, το ξέραμε, ήταν η συμπάθειά του. «Να κάνεις αυτό που νομίζεις σωστό», του λέει στο τέλος. Μας χαιρέτισε βουρκωμένος. «Μπάρμπα Γιάννη, μόλις τακτοποιηθώ θα σου στείλω γράμμα με νέα μου», είπε φεύγοντας.
Ήταν η πρώτη φορά που άκουγα για ξενιτιά, Νέα Υόρκη, Αστόρια. Η μητέρα προσπάθησε να μου εξηγήσει και να μου πει δυο λόγια. Μου είπε πως η Αμερική ήταν μια χώρα πολύ μακρινή και μεγάλη, που για να φτάσεις εκεί με το βαπόρι, σου έπαιρνε πολλές μέρες. Πως η Νέα Υόρκη είχε κάτι κτίρια πολύ ψηλά, που έφταναν μέχρι τον ουρανό. Πως εκεί, όποιος δουλεύει βγάζει πολλά λεφτά, δολάρια, και γίνεται πλούσιος, με δικό του αυτοκίνητο και σπίτι. Μετά εγώ, με την παιδική μου φαντασία, έφτιαχνα τις δικές μου εικόνες για κείνη τη χώρα και τους ανθρώπους της.
Πλησίαζαν τα Χριστούγεννα όταν μια μέρα, γυρνώντας ο πατέρας από την αγορά μάς έδειξε το γράμμα.
Ήταν ένας θαλασσί φάκελος, από αυτούς του εξωτερικού.
Μας είχε γράψει ο Κώστας από την Αμερική.
Ο πατέρας έβαλε τα γυαλιά του και άρχισε να διαβάζει:
-Από υγεία ήταν καλά και το ίδιο επιθυμούσε για μας.
-Είχε τακτοποιηθεί εκεί , αρκετά καλά για αρχή.
-Άρχισε να δουλεύει στην επιχείρηση του θείου του και έπιασε ένα μικρό δωμάτιο κοντά στη δουλειά.
-Η ξένη γλώσσα του φαινόταν βουνό, αλλά σιγά-σιγά θα προσπαθούσε να τη μάθει.
-Στην Αστόρια ήταν κι άλλοι Έλληνες, πολλοί, ολόκληρη γειτονιά.
-Τον παραξένεψε όταν άκουσε ότι τα Αμερικανόπουλα, μόλις κλείσουν τα δέκα οκτώ, φεύγουν από το σπίτι και τραβάνε τον δικό τους δρόμο.
-Όλες οι φυλές του κόσμου είχαν μαζευτεί εκεί.
-Σκοπεύει να μείνει στην Αμερική το πολύ δέκα χρόνια και μετά, με τις οικονομίες του, να γυρίσει στην πατρίδα.
-Σε κείνη κάθε βράδυ, πριν κοιμηθεί, τρέχει η σκέψη του και στους δικούς του που άφησε πίσω.
-Μας θυμάται όλους, και νοσταλγεί τη σεμπριά με τον μπάρμπα Γιάννη, έγραφε τελειώνοντας.
Εκείνα τα χρόνια, ιδίως τα καλοκαίρια, είχαν, θυμάμαι, αρχίσει να επιστρέφουν, άλλοι για διακοπές κι άλλοι για μόνιμη εγκατάσταση, μερικοί από τους πρώτους συμπολίτες μας μετανάστες, που είχαν πάει στην Αμερική, στις αρχές του εικοστού αιώνα. Όλοι τους, πια, πάνω από τα εβδομήντα, αληθινά ναυάγια. Εύκολα τους ξεχώριζες. Φόραγαν κάτι αταίριαστα ρούχα, καρώ παντελόνια με παρδαλά πουκάμισα και στα χέρια τους γυάλιζαν τα χρυσά ρολόγια και τα δαχτυλίδια. Περπάταγαν με αβέβαιο βήμα κι έλεγες ότι, από στιγμή σε στιγμή, θα σκοντάψουν και θα πέσουν.
Οι ντόπιοι τους έλεγαν «κουνημένους», επειδή είχαν περάσει θάλασσα και είχαν ταλαιπωρηθεί μέχρι να φτάσουν εκεί. Η αλήθεια όμως ήταν άλλη και ήταν πολύ πικρή. Οι έρμοι περπάταγαν έτσι, από τις αμέτρητες ώρες δουλειάς, που ’χαν ρίξει τόσα χρόνια στη ξενιτιά. Τους έλεγαν και «μπρούκληδες», εννοώντας ότι είχαν βγάλει πολλά δολάρια στο Μπρούκλιν.
Εκείνοι πάλι, από τη μεριά τους, ύστερα από τόσα χρόνια απουσίας, έβλεπαν τους συμπολίτες τους με κάποια καχυποψία.
Νόμιζαν ότι τους έπαιρναν για αφελείς και πως τους πλησίαζαν μόνο και μόνο για να επωφεληθούν από τους παράδες τους, πιάνοντάς τους για «αμερικανάκια», όπως έλεγαν.
Τα χρόνια κύλησαν γρήγορα.
Πέρασαν και τα δέκα, που ο Κώστας είχε πει ότι θα γύριζε. Δεν λάβαμε ποτέ δεύτερο γράμμα του. Από τα αδέλφια του μαθαίναμε νέα του. Είχε τώρα δική του επιχείρηση, ήταν παντρεμένος και είχε αποκτήσει τρία παιδιά, δύο γιους και μια κόρη. Για τον πατέρα μου, που σε όλους εύκολα κόλλαγε κι από ένα παρατσούκλι, ο Κώστας ήταν από καιρό ο επονομαζόμενος «Αμερικάνος».
Μέσα καλοκαιριού του ’70.
Είχα τελειώσει τις εξετάσεις του τρίτου έτους στο Πολυτεχνείο και είχα κατεβεί στους δικούς μου για διακοπές. Ξεκαλοκαιριάζαμε ,όπως κάθε χρόνο, στο μικρό μας εξοχικό σπιτάκι. Δεχτήκαμε, τότε, την επίσκεψη ενός κυρίου, γύρω στα σαράντα. Φαινόταν καλοστεκούμενος, με ωραία ρούχα και ακριβά γυαλιά. Τα μαλλιά του, όσα του είχαν απομείνει, είχαν για τα καλά γκριζάρει. Οι γονείς μου, μετά το πρώτο ξάφνιασμα, από το χαμόγελό του και μόνο, κατάλαβαν για ποιον πρόκειται.
Ήταν ο Κώστας.
Δεν έμοιαζε σαν «κουνημένος μπρούκλης», ήταν ακόμη αρκετά νέος. Σε μένα, όμως, αυτός ο ξένος δεν θύμιζε κάτι. Ούτε κι αυτός, άλλωστε, με αναγνώρισε, όταν έφυγε με είχε αφήσει μικρό παιδάκι. Το αντάμωμα εκείνο, ύστερα από δέκα πέντε χρόνια, είχε πολύ συγκίνηση. Ο Κώστας κάθισε μαζί μας αρκετή ώρα, ρωτώντας να μάθει όσα πιο πολλά μπορούσε, για τα συμβάντα στον τόπο μας και στους συμπολίτες μας, τα χρόνια που έλειπε. Μάθαμε κι εμείς από ’κείνον πολλά για την ζωή του στην Αμερική. Φεύγοντας, έδωσε στον πατέρα το δώρο που του είχε φέρει. Μια μαύρη κασετίνα με όλα τα απαραίτητα για το ξύρισμά του.
Ο πατέρας τον Σεπτέμβρη του ’80 μας «άφησε».
Είχε πατήσει τα ογδόντα πέντε. Ο Κώστας ήλθε κι άλλες φορές στην Ελλάδα, πάντα όμως σαν επισκέπτης. Δεν μπόρεσε ποτέ να ξεκολλήσει, οριστικά, από την Αμερική. Κάποια χρονιά διαδόθηκε στην αγορά το κακό μαντάτο της αρρώστιας του. Λίγο αργότερα, μάθαμε ότι πέθανε. Σε ξένο τόπο του έλαχε ν’ αφήσει τα κόκαλά του, για πάντα.
Εκείνη την κασετίνα, το δώρο του Κώστα, την έχω ακόμη. Με κάνει να τον θυμάμαι κάπου-κάπου. Από μια μεριά, σκέφτομαι, καλύτερα που ήλθαν έτσι τα πράγματα για ’κείνον. Πρόλαβε και πέθανε, σχετικά νέος στη ξενιτιά και έτσι δεν έγινε ένας ακόμη «κουνημένος Μπρούκλης» στα μάτια και στα στόματα των συμπολιτών του. Ακόμη, παρηγοριέμαι με τη σκέψη, ότι μπορεί και να ’χει ξανανταμώσει, εκεί πάνω, με τον πατέρα μου και να συνεχίζουν τη σεμπριά τους.
Άλλωστε, από χλοερά λιβάδια ο Παράδεισος άλλο τίποτα…
Υ.Γ. Την ιδέα του τίτλου δανείστηκα από το θαυμάσιο διήγημα του μεγάλου μας Αλεξ. Παπαδιαμάντη: Ο Αμερικάνος.