Ένα νατουραλιστικό διήγημα του συγγραφέα λογοτέχνη Κώστα Ι. Περδίκη **Βουνούκας ανάβασις **
Ένα νατουραλιστικό διήγημα του συγγραφέα λογοτέχνη Κώστα Ι. Περδίκη
Βουνούκας ανάβασις
Όταν οι ολιγοήμερες θερινές διακοπές του πλησίαζαν προς το τέλος, έλεγε απευθυνόμενος σε μένα:
“Του χρόνου, αν είμαστε καλά, θα ανεβούμε στη Βουνούκα”.
Αυτό επαναλήφθηκε τουλάχιστον τρεις συνεχείς φορές, χωρίς τελικά να πραγματοποιείται το εγχείρημα.
Εκείνο όμως το καλοκαίρι του 1968, έμελλε να είναι το τυχερό.
Ο λόγος για τον μικρότερο αδελφό του πατέρα μου, τον θείο Δημοσθένη, που τότε διήγε ακόμη εργένικη ζωή.
Είχε λάβει τη λεγόμενη κλασσική παιδεία και ήταν βαθύς γνώστης των αρχαίων Ελληνικών και της γερμανικής γλώσσας.
Ζούσε στην Αθήνα, όπου και δικηγορούσε ως δικηγόρος παρ΄ Αρείω Πάγω.
Παράλληλα με το επάγγελμα που ασκούσε, είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την αρχαιολογία.
Ήταν από αυτούς, που οι κατ΄ επάγγελμα αρχαιολόγοι αποκαλούν “αρχαιόφιλους” ή “αρχαιολάτρες”.
Τελείωνε, τότε, τη μελέτη του με τίτλο: “Που έκειτο η Πύλος του Νέστορος”, στην οποία προσπαθούσε να ισχυροποιήσει την άποψη, ότι η θέση των ανακτόρων του βασιλέα Νέστορα ήταν μεταξύ Ζαχάρως και Κακοβάτου, εκεί όπου ο Γερμανός αρχαιολόγος Dörpfeld, κατά τα έτη 1907 και 1908, ανακάλυψε τρεις θολωτούς τάφους με αρκετά ευρήματα μυκηναϊκής εποχής.
Αμφισβητούσε δηλαδή, διακριτικά, στη μελέτη του, βασισμένος αφ΄ ενός μεν στα ευρήματα του Dörpfeld, αφ΄ ετέρου δε σε κείμενα του Ομήρου, Στράβωνα, Παυσανία, άλλων αρχαίων συγγραφέων, καθώς και εγκρίτων αρχαιολόγων (Müller, Meyer κ.ά.), την επικρατούσα άποψη που ταύτιζε την Πύλο του Νέστορα με τη θέση των ευρημάτων του Blegen κοντά στον Εγκλιανό.
Για την πληρότητα της μελέτης του, θεωρούσε εκ των ων ουκ άνευ ότι έπρεπε να επισκεφτεί όλους τους αρχαιολογικούς χώρους της ευρύτερης περιοχής μας, αλλά και να ανέβει, προς γενική επόπτευση, στο ψηλότερο σημείο της, που ήταν η κορυφή της Βουνούκας.
Από το ύψος αυτό, το μάτι μπορεί να φτάσει από την Κυπαρισσία μέχρι τον Αλφειό και ανατολικά, στο βάθος της Αρκαδίας.
Εγώ, τότε, μόλις είχα τελειώσει τις εξετάσεις του Α΄ έτους στο Πολυτεχνείο και κάθε άλλο παρά να παριστάνω τον συνοδό του θείου μου ήθελα.
Οι παρέες μου, τα μπάνια και οι βόλτες νόμιζα ότι άξιζαν περισσότερο από το σκαρφάλωμα στα κατσάβραχα.
Δεν τολμούσα όμως να του αρνηθώ.
Έτσι, ένα απόγευμα, πήραμε το λεωφορείο του ΚΤΕΛ, που έκανε το ένα και μοναδικό δρομολόγιο για την Άλβενα (τώρα Μίνθη), καθόσον ο θείος δεν διέθετε δικό του αυτοκίνητο.
Το χωριό ήταν κτισμένο στην πλαγιά, κάτω από την κορυφή του ομώνυμου βουνού, που οι κάτοικοι της περιοχής το ξέρουν σαν Βουνούκα (περίπου 1220 μ. ύψος).
Φτάσαμε εκεί, όταν πια είχε πέσει για τα καλά το σκοτάδι.
Το μόνο φως που βλέπαμε ήταν αυτό που έβγαινε από τη τζαμόπορτα του μοναδικού μαγαζιού, που ήταν καφενείο και μπακάλικο μαζί, ακριβώς απέναντι από εκεί που μας άφησε το λεωφορείο.
Ο θείος γνώριζε τον μαγαζάτορα και έγκαιρα τον είχε ενημερώσει για τη μέρα που θα πηγαίναμε.
Στο μαγαζί, μας υποδέχτηκαν αυτός και η γυναίκα του, η κυρά Θανάσω.
Ήσαν ακόμη και άλλοι τέσσερις-πέντε χωρικοί που όλοι τους μας έδειχναν, με τον τρόπο τους, ότι η εκεί παρουσία μας αποτελούσε γεγονός για το χωριό τους.
Μπαίνοντας, έβλεπες στο βάθος και στη δεξιά γωνιά τον παμπάλαιο ξύλινο πάγκο, βαμμένο λουλακί, που πίσω του σε μια γκαζιέρα, έψηνε το ζεύγος τους καφέδες.
Πάνω από τον πάγκο, στον πίσω τοίχο με δυσκολία έστεκαν δυο -τρία ράφια, στο ίδιο λουλακί χρώμα.
Μερικά κουτιά τσιγάρα, σπίρτα, κονσέρβες και λίγα ακόμη είδη πρώτης ανάγκης ήσαν αραδιασμένα πάνω τους.
Στο μέσον του τοίχου, φάτσα και σε περίοπτη θέση, ο “εθνοσωτήρ” Παπαδόπουλος, μεγαλοπρεπώς κορνιζαρισμένος, ατένιζε με σιγουριά και αυτοπεποίθηση το μέλλον του έθνους, έχοντας πλάι του, στο ίδιο μέγεθος, το “πουλί” – σήμα κατατεθέν της τότε αποκαλούμενης “Επανάστασης”.
Τον υπόλοιπο χώρο του μαγαζιού έπιαναν μερικά τραπεζάκια, άλλα ξύλινα και άλλα σιδερένια με τις ξεχαρβαλωμένες τους καρέκλες, για την εξυπηρέτηση των θαμώνων.
Όλος ο χώρος φωτιζόταν με μια λάμπα λουξ, κρεμασμένη από το ταβάνι.
Η κυρα-Θανάσω είχε ετοιμάσει για δείπνο κοκκινιστό κόκορα με δικές της χυλοπίτες και μυζήθρα.
Το απολαύσαμε δεόντως.
Πιάσαμε, μετά, για κάμποση ώρα τη συζήτηση για διάφορα θέματα, μέχρι που ο μαγαζάτορας είπε σε έναν από τους συγχωριανούς του να μας οδηγήσει στην “κάμαρα”, όπου θα περνούσαμε τη βραδιά.
Ο χωρικός κρατώντας μια λάμπα πετρελαίου βάδιζε μπροστά και εμείς ακολουθούσαμε, μέχρι που φτάσαμε σε ένα δίπατο σπίτι με εξωτερική σκάλα.
Η “κάμαρα” αποτελούσε το πάνω πάτωμα του σπιτιού και ήταν ένας τετράγωνος χώρος με δυο στρωμένα κρεβάτια όλα κι όλα και μια καρέκλα.
Πριν καλά-καλά προσανατολιστούμε στον χώρο και αφήσουμε κάπου τα πράγματά μας, ακούμε τον χωρικό να λέει:
“Θα έρθω να σας ξυπνήσω πρωί-πρωί για να ανεβούμε στη Βουνούκα. Άντε τώρα, καλό ξημέρωμα”.
Κλείνει την πόρτα, παίρνοντας μαζί του τη λάμπα και μας αφήνει στο μαύρο σκοτάδι.
Αρχίσαμε, σαν υπνοβάτες, να προσπαθούμε ψαχουλεύοντας να βρούμε τα κρεβάτια μας.
Διημείφθησαν τότε κωμικές καταστάσεις, καθώς σκοντάφταμε ο ένας πάνω στον άλλον, ενώ ο θείος εμφανώς νευριασμένος μονολογούσε:
“Βρε τον αθεόφοβο, δεν μπορούσε να μας αφήσει τη λάμπα να βλέπουμε που πατάμε;”
Αργότερα καταλάβαμε ότι την ήθελε για να του φέγγει τον δρόμο στον γυρισμό.
Πριν καλά-καλά χορτάσουμε τον ύπνο, ακούσαμε χτυπήματα στην πόρτα και φωνή που μας καλούσε να σηκωθούμε, γιατί σε λίγο ξεκινάμε.
Μόλις άρχιζε να χαράζει και έξω από το μαγαζί μας περίμεναν ο γνωστός μας χωρικός, η κυρά-Θανάσω και ένα μουλάρι.
Ο χωρικός θα ήταν ο οδηγός μας και το μουλάρι θα μετέφερε τον θείο μου, γιατί τα είχε τα χρονάκια του και δεν θα έβγαζε την ανάβαση πεζός.
Η κυρά-Θανάσω προστέθηκε στην παρέα κατ΄ εντολή του συζύγου της, για να προσδώσει μεγαλύτερο κύρος στο όλο εγχείρημα.
Ο θείος, που για πρώτη ίσως φορά ανέβαινε σε μουλάρι, με δυσκολία βολεύτηκε στο σαμάρι και η επιχείρηση “Βουνούκας ανάβασις” άρχισε.
Μπροστά πήγαινε ο χωρικός-οδηγός, ακολουθούσε το μουλάρι με τον θείο και μετά εγώ με την κυρά-Θανάσω.
Το ανηφορικό μονοπάτι περνούσε μέσα από μεγάλα πουρνάρια και πεύκα που δυσκόλευαν την πορεία μας.
Από μακριά και από διαφορετικές κατευθύνσεις, ακούγαμε τα σκυλιά να αλυχτούν στα ξαμόνια των χωρικών.
Σε λίγο άρχισαν να λαλούν και τα κοκόρια.
Η όλη ατμόσφαιρα ήταν πρωτόγνωρη για μας και άκρως ενδιαφέρουσα.
Αυτά μέχρι τη στιγμή που το μουλάρι αποφάσισε να κάνει τα δικά του.
Ξαφνικά αφηνιάζει και αρχίζει να τρέχει αριστερά και δεξιά χλιμιντρίζοντας, ελευθερωμένο από το σχοινί που το κρατούσε ο χωρικός.
Η όλη εικόνα ήταν κωμικοτραγική.
Ο φουκαράς ο θείος, έντρομος, πιασμένος από το σαμάρι προσπαθούσε να ισορροπήσει πάνω στο τρελαμένο ζώο, καλώντας σε βοήθεια τον σαστισμένο χωρικό.
Εις μάτην η κυρά-Θανάσω φώναζε στο ζώο να σταματήσει.
Με τα πολλά, μπόρεσαν και εξευμένισαν το μουλάρι και συνεχίσαμε την ανάβαση.
Φτάσαμε στην κορυφή ακριβώς την ώρα που στο βάθος, ανατολικά, από τα βουνά της Αρκαδίας έσκαγε ο ήλιος.
Αυτά που βλέπαμε και νιώθαμε εκείνη την ώρα μας έκαναν να ξεχάσουμε όσα δυσάρεστα μας είχαν προ ολίγου συμβεί.
Από το πέτρινο παρατηρητήριο που υπήρχε εκεί, το οποίο ήταν και το ψηλότερο σημείο της ευρύτερης περιοχής, ο θείος είδε με τα κιάλια αυτά που τον ενδιέφεραν για τη μελέτη του.
Κολατσίσαμε με το ψωμί και το τυρί της κυρά-Θανάσως και έμπλεοι ικανοποίησης, πήραμε τον δρόμο της επιστροφής στο χωριό.
Στο μαγαζί, βρήκαμε αρκετούς χωρικούς να πίνουν τον πρώτο τους καφέ.
Εκεί μας περίμενε άλλη μια έκπληξη, τουλάχιστον για μένα. Συναντήσαμε έναν γέροντα, μακρινό συγγενή μας, ο οποίος, τη παραινέσει του θείου μου, άρχισε να απαγγέλλει από μνήμης στίχους της Ιλιάδας και της Οδύσσειας στην αρχαία γλώσσα. Ήταν κάτι που αν μου το έλεγαν δεν θα το πίστευα.
Μέχρι να φτάσει η ώρα της αναχώρησης του λεωφορείου, ο θείος είχε τη φαεινή ιδέα να κάνουμε μια βόλτα στα στενά του χωριού και έτσι προλάβαμε να δούμε το σχολείο, την εκκλησία και τη βρύση δίπλα στον πελώριο πλάτανο.
Θαυμάζαμε αμέριμνοι τα έργα των λαϊκών μαστόρων, όταν λίγα μέτρα μπροστά μας, εντελώς ξαφνικά, καταρρέει ολόκληρος ο τοίχος από ένα παλιό σπίτι, με εκκωφαντικό βρόντο, μέσα σε ένα σύννεφο σκόνης.
Πλησιάζω τότε αποφασιστικά και ψιθυρίζω στον θείο:
“Πάμε να φύγουμε το γρηγορότερο από δω, μπας και προλάβουμε και δεν μας βρει το τρίτο και χειρότερο κακό”.
Αρκετά χρόνια αργότερα, θα καταλάβω ότι εκείνη η αρχαιολογική εξόρμηση, όπως και οι επόμενες στις οποίες έλαβα μέρος σαν συνοδός του θείου μου, άξιζαν πολύ περισσότερο από τα λίγα μπάνια που έχασα εκείνο το καλοκαίρι…