Από τον μύθο στην πραγματικότητα… Το υπέροχο λογοτεχνικό κείμενο του κ. Ν. Τσούλια
Το τέρας του νερού
Του συνεργάτη μας Εκπαιδευτικού κ. Νίκου Τσούλια
Οι παλιότεροι, οι προπαππούδες μας, μιλούσαν συχνά για το τέρας. Δεν το έλεγαν όμως με πολλή κακή διάθεση, δεν σημείωναν και κάποιο κακό που θα συνέβαινε και έτσι και οι παππούδες μας το μετέφεραν σε εμάς στην αρχή με την ίδια ατμόσφαιρα. Λίγο – λίγο το θυμάμαι. Εκεί απέναντι στους λόφους στο Καλαθέϊκο που είναι νεροφαγωμένοι και έχουν γίνει βυθίσματα και έχει σωριαστεί εντελώς το αποδώ μέρος των λόφων υπάρχουν νεράιδες.
«Τι νάναι οι νεράιδες», ρωτάγαμε το ένα παιδί το άλλο αλλά κανένα δεν ήξερε ακριβώς και λέγαμε ό,τι φανταζόμαστε και θέριευε η φαντασία μας με του καθενός μας τις επινοήσεις. Λέγε ο ένας, λέγε ο άλλος είχαμε φτιάξει μια εικόνα, ήτανε κάπως λευκές φιγούρες ή μάλλον σα νερουλές, αέρινες και διάφανες, με μακριά μαλλιά και το μέγεθός τους δεν ήταν πάντα το ίδιο, άλλοτε μεγάλωνε και άλλοτε μίκραινε και το μόνο που κάνανε ήτανε να εμφανίζονται και μετά να χάνονται μπροστά από τα μάτια μας σαν να τις ρουφούσε ο αέρας. Και αφού δεν ήταν τελικά επικίνδυνες, τις …βλέπαμε όλο και πιο συχνά…
Αλλά εμείς μόνο το διάβολο φοβόμαστε που «βάσταγε» σε κάποια μέρη του χωριού, γι’ αυτό και όταν περνούσαμε αποκεί, την ημέρα γιατί τη νύχτα δεν τολμούσαμε, τρέχαμε του σκοτωμού για να ακούμε μόνο το ποδοβολητό μας και έτσι αν υπήρχε κάποιος θόρυβος, να μην έφτανε στα αυτιά μας – άλλο τι θα λέγαμε εμείς μετά στα άλλα παιδιά – αν και αυτά μάς έλεγαν ιστορίες με δικά τους κατορθώματα και δεν βγάζαμε άκρη σε τίποτα, σα να είχε βαρέσει πετριά στο μυαλό όλους τους κατοίκους του χωριού, μικρούς και μεγάλους.
Σαν περνούσανε τα χρόνια όλο και κάτι περισσότερο ακουγόταν, μιλούσαν συνέχεια για το τέρας του νερού. Όχι δεν το έλεγαν στα παραμύθια. Το συζητούσαν στα καφενεία οι μεγάλοι και συχνά τσακώνονταν και χώριζαν θυμωμένοι, αλλά και πάλι δεν μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε τι είναι πραγματικό και τι φανταστικό. Οι λίμνες που είχαμε κάτω στα χωράφια στο βάλτο ήταν μικρές, των δύο λαγκαδιών «στάσεις» ήτανε και τίποτα άλλο. Αλλά εκεί περιτριγυρίζαμε τα καλοκαίρια και τσαλαβουτούσαμε και μαθαίναμε να κολυμπάμε, γιατί δεν είχαμε δει και πώς είναι η θάλασσα, αλλά δεν είχε εμφανιστεί τίποτα. Εμείς για εκείνους τους λόφους ξέραμε ότι κάτι συμβαίνει που είναι παράξενα μισοβυθισμένοι και φαίνονται από πολύ μακριά σαν να έχει πέσει βόμβα και τους είχε σκίσει από πάνω μέχρι κάτω και είχαν φτάσει οι κορυφές τους κάτω μες στα χωράφια. Δεν είχαμε καταλάβει για κάτι άλλο. Τι συζητάνε συνέχεια στα καφενεία;
Και όταν κοντεύαμε να πάμε στο γυμνάσιο και να φύγουμε από το χωριό, πιστεύαμε ότι κάτι θα ακούγαμε από τα άλλα παιδιά των γειτονικών χωριών γι’ αυτό το τέρας που είχε σκορπίσει το φόβο στους μεγάλους. Αλλά αυτά δεν ήξεραν τίποτα και έκαναν πλάκα μεγάλη σαν άκουσαν ότι δεν μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε τα παραμύθια από την πραγματικότητα. Και αρχίσαμε σιγά – σιγά να μην μιλάμε μεταξύ μας για αερικά και για τέρατα. Είχαμε αρχίσει και να μεγαλώνουμε πολύ…
Αλλά οι συζητήσεις των μεγάλων θέριευαν και αγρίευαν τα πρόσωπά τους και οι διαμάχες μεταφέρονταν μέσα στα σπίτια. Μέχρι που φάνηκε μια υγρή μικρή επιφάνεια εκεί κάτω στο βάθος του ορίζοντα στου βάλτου τα χωράφια, δίπλα από τους βυθισμένους λόφους. «Δεν είναι τίποτα, δεν φτάνει μέχρι εδώ πάνω», έλεγαν οι γεροντότεροι σαν το αγνάντευαν. Έμεινε εκεί δυο τρία χρόνια, είχε καθιερωθεί στη ματιά μας, σαν ένα πυκνό στρώμα ομίχλης που ήταν καθηλωμένο κάτω στο χώμα.
Εκείνο το καλοκαίρι οι συζητήσεις κα ι οι διαμάχες ήταν όλο και πιο έντονες, βλέπαμε ότι τσακώνονταν, πιάναμε το νόημα από τις κουβέντες, έρχονταν και κάτι ξένοι επίσημοι και μαζεύονταν όλοι ακόμα και οι γυναίκες στη μεγάλη πλατεία με τα καφενεία.
«Δεν μπορούνε να μας διώξουνε με το ζόρι. Με τι θα ζήσουμε;». έλεγαν και ξανάλεγαν οι περισσότεροι, αλλά όταν ήταν οι ξένοι ή ο πρόεδρος του χωριού – γιατί κι αυτός δικός τους ήταν δεν το είχαν ψηφίσει οι χωριανοί, ήτανε διορισμένος, δεν γίνονταν τότε εκλογές, δεν ξέραμε τι είναι εκλογές – όλοι σχεδόν μόνο άκουγαν και είχαν κατεβασμένο το κεφάλι τους.
Το στοιχειό ήταν εκεί συνέχεια. Ήτανε μακριά, ίσα που φαινότανε. «Δεν το έχουν κλείσει ακόμα το φράγμα, γι’ αυτό δεν ανεβαίνει προς τα πάνω», είπε μια μέρα ο πρόεδρος, που του άρεσε να ξέρει περισσότερα από τους άλλους. Κανένας όμως δεν του έδινε σημασία. Μόνο εμείς τα παιδιά από φόβο του μιλούσαμε, άμα τον συναντούσαμε στο δρόμο και δεν μπορούσαμε να στρίψουμε.
Κάποια χειμωνιάτικη νύχτα το χωριό ξύπνησε από τις φωνές. Το στοιχειό ήταν κάτω από το λόφο του χωριού, γύρω – γύρω από το λόφο του χωριού, έμενε μόνο μια λωρίδα που είχαν φτιάξει τον καινούργιο δρόμο που μας ένωνε με το Τζαμί. Το στοιχειό, φάντασμα χρόνων και χρόνων, εικόνα άγνωστη μύθων και παραμυθιών ήτανε εδώ. Η ζωή μας άλλαζε. Το χωριό μας άρχιζε να μαραίνεται απότομα, οι κάτοικοι έφευγαν με κατάρες, πήγαν στις μεγάλες πόλεις, οι γερόντοι μονάχα έμειναν…