Α ν τ ί λ α λ ο ι Λ ό γ ο υ & Τ έ χ ν η ς *Τα θεάματα* Του συνεργάτη μας συγγραφέα και λογοτέχνη κ. Κώστα Ι. Περδίκη
Α ν τ ί λ α λ ο ι Λ ό γ ο υ
& Τ έ χ ν η ς
Του συνεργάτη μας συγγραφέα και λογοτέχνη κ. Κώστα Ι. Περδίκη
Τα θεάματα
Έφταναν λίγο πριν τα Χριστούγεννα ή λίγο μετά το Πάσχα. Στην αρχή με το τραίνο και αργότερα, όταν φτιάχτηκε ο εθνικός δρόμος με το αυτοκίνητο. Έμεναν στην πόλη μας για παραστάσεις τρεις, πέντε το πολύ μέρες.
Ήσαν τα μικρά εκείνα θεατρικά μπουλούκια, οι ζογκλέρ, οι φακίρηδες, οι παλαιστές, οι αρκουδιάρηδες, οι ταχυδακτυλουργοί, οι καραγκιοζοπαίχτες. Τις παραστάσεις τους οι πιο πολλοί τις έδιναν στη μεγάλη σάλα του καφενείου Μουσαμά. Έστηναν μια πρόχειρη σκηνή στο βάθος του μαγαζιού και κρέμαγαν τα σκηνικά που κουβάλαγαν μαζί τους. Μόνον οι παλαιστές, οι ζογκλέρ και οι αρκουδιάρηδες παρουσίαζαν το πρόγραμμά τους έξω, συνήθως στον χώρο, μπροστά από το δημαρχείο.
Δυο ξύλινες πινακίδες έπαιρναν περίοπτη θέση, η μία στην πάνω αγορά και η άλλη στην κάτω, μπροστά από το θερινό σινεμά και γνωστοποιούσαν το γεγονός. Πιτσιρικάδες, τότε, χαζεύαμε τις κολλημένες φωτογραφίες, που διαφήμιζαν τις παραστάσεις και τους πρωταγωνιστές τους. Βλέπαμε μαγεμένοι τσέλιγκες και βοσκοπούλες, φακίρηδες με σαρίκια να κοιμούνται πάνω σε καρφιά, παλαιστές να σπάζουν αλυσίδες και να λυγίζουν σίδερα, μάγους να βγάζουν λαγούς από το καπέλο τους, τον Μ. Αλέξανδρο να σκοτώνει το καταραμένο φίδι.
Δυστυχώς όμως για μας τα παιδιά η είσοδος σε κάτι τέτοια θεάματα ήταν ρητά απαγορευμένη από τους δασκάλους μας. Μονάχα ο Γιάννης, ο φίλος μου, δεν είχε χάσει παράσταση για παράσταση. Ήταν, βλέπετε, το ραφείο του πατέρα του λίγα μόλις μέτρα μακριά από το καφενείο και ο καφετζής τον έβαζε μέσα λάθρα. Υπήρχαν βέβαια φορές, που έδιναν ειδικές παραστάσεις και για μας τους μαθητές, μέσα στο σχολείο ή έξω στο προαύλιο.
Οι καλλιτέχνες για τη διαμονή τους είχαν να διαλέξουν ανάμεσα στα δύο μικρά ξενοδοχεία μας, το Διεθνές της πάνω αγοράς και το Rex της κάτω. Με το που τέλειωναν με την εκεί τακτοποίησή τους έκαναν την πρώτη τους βόλτα στην αγορά.
Βλέποντας τον φακίρη με το φανταχτερό του σαρίκι τον παίρναμε, η μαρίδα, από πίσω. Στα μάτια μας ήτανε ένας μικρός θεός, που μπορούσε όλα να τα πραγματοποιήσει.
Όπως και κείνοι οι ζογκλέρ με τα παράξενα ποδήλατά τους, χωρίς τιμόνι και με μία μονάχα ρόδα. Βολτάριζαν, πάνω κάτω, στον κεντρικό δρόμο κάνοντας πετάλι, ισορροπώντας πάνω τους. Μάγοι πραγματικοί.
Ο Σπύρος ο Τζέμος, ένα τετραπέρατο φτωχόπαιδο, που πούλαγε τις εφημερίδες του πρακτορείου στην αγορά, τους είχε γίνει κολλιτσίδα, τόσο πολύ που μέσα σε δυο μέρες έμαθε και κείνος να κάνει ποδήλατο με μία ρόδα. Έγινε ζογκλέρ.
Ο καραγκιοζοπαίχτης γύριζε τις γειτονιές με το κλειστό φορτηγάκι του και διαλαλούσε από το χωνί το ρεπερτόριό του. Ο Καραγκιόζης φούρναρης, ο Καραγκιόζης γιατρός, ο Καραγκιόζης αστροναύτης ή πιο ηρωικά έργα όπως ο Μ. Αλέξανδρος και το καταραμένο φίδι, ο Αθανάσιος Διάκος κ.ά.
Οι πολύχρωμες φιγούρες του Καραγκιόζη και της παρέας του, η άθλια παράγκα του καμπούρη ήρωα, αλλά και του πλούσιο σαράι του Βεζίρη σκέπαζαν το φορτηγάκι σχεδόν από όλες τις μεριές.
Οι παλαιστές, όπως είπαμε, έδιναν τις παραστάσεις τους έξω, στην ύπαιθρο και οι θεατές σχημάτιζαν κύκλο γύρω τους. Εκείνοι για να μπορέσουν να εκτελέσουν τους Ηράκλειους άθλους τους, έπαιρναν δύναμη και θάρρος απαγγέλλοντας στεντορείως ένα μικρό εισαγωγικό λογύδριο. Άρχιζαν από τον Λεωνίδα και τους τριακόσιους του, πέρναγαν στον Κολοκοτρώνη και Καραϊσκάκη για να καταλήξουν στο έπος του ’40. Το πλήθος χειροκρόταγε ζωηρά, συμμετέχοντας κι αυτό στην εθνική έπαρση, με μεγάλη αγωνία και προσμονή για το τι επρόκειτο να ακολουθήσει.
Τα θεατρικά μπουλούκια ήσαν θίασοι ολιγομελείς, από πέντε το πολύ άτομα. Το ρεπερτόριό τους, κάθε χρόνο, ήταν σταθερό, σπανίως άλλαζε. Η Γκόλφω, ο αγαπητικός της βοσκοπούλας, η ωραία του Πέραν, Μαρία Πενταγιώτισσα παίζονταν και ξαναπαίζονταν χωρίς να μειώνεται το ενδιαφέρον του κοινού.
Ο θίασος του Προβελέγγιου πέρναγε από τον τόπο μας, σχεδόν, κάθε χρόνο, το είχε φαίνεται για γούρι. Θα ’ταν τότε, καθώς λένε οι παλιοί, γύρω στο ’50, που ήλθαν πάλι για παραστάσεις. Η γυναίκα του θιασάρχη ήταν σε προχωρημένη εγκυμοσύνη και στην ολιγοήμερη παραμονή τους συνέβηκε το ευτυχές γεγονός. Η κυρά Καλλιόπη, η μαμή μας, ένα βράδυ τη βοήθησε να φέρει στον κόσμο τον γιο της, τον Κώστα Προβελέγγιο, τον μετέπειτα καλό ηθοποιό του Εθνικού Θεάτρου. Ο Κώστας από τότε είναι γραμμένος στα μητρώα αρρένων του δήμου μας και δεν παραλείπει να δηλώνει συμπολίτης μας.
Ο θίασος του Ζανίνο ήταν επίσης άλλος σταθερός επισκέπτης μας.
Ο αρκουδιάρης, ήταν συνήθως γύφτος. Γύριζε στις ρούγες σέρνοντας από την αλυσίδα μια ταλαίπωρη αρκούδα, πάντα με φίμωτρο για να είναι ακίνδυνη. Την έβαζε να χορεύει και να κάνει διάφορα αστεία νούμερα, που έκαναν τους θεατές να γελάνε και να ρίχνουν μερικά φραγκοδίφραγκα στο ντέφι του. Άλλες φορές αντί για αρκούδα γύριζε και έκανε νούμερα με μια μικρή μαϊμού.
Πανέξυπνο ζώο καθώς ήταν εκείνη έκανε του κόσμου τις μιμήσεις: Πώς βάζει κοκκινάδι η Βουγιουκλάκη, πώς καπνίζει τη πίπα του ο δήμαρχος, πως πάει ο γέρος στο καφενείο. Στο τελευταίο νούμερο η μαϊμού άρπαζε μια μαγκούρα, την κράταγε πίσω στη πλάτη της, όπως κάνουν οι τσέλιγκες και όρθια στα πίσω της πόδια έκανε μερικούς γύρους.
Ο κόσμος έβρισκε το νούμερο αστείο και ξέσπαγε σε χαχανητά και παλαμάκια. Μια φορά ακούστηκε ο μπάρμπα Νιόνιος, ο Μωραϊτης να σχολιάζει:
«Ίδιος ρε παιδιά ο γέρο Βασίλης ο Κολώκας».
Ήμουνα κι εγώ εκεί παρών, μια σταλιά παιδάκι τότε. Ακούγοντας την ατάκα, κάνω στροφή και φεύγω, όλο καμάρι, για το σπίτι, φουσκωμένος από κρυφή περηφάνεια για τον παππού μου.
Ώστε λοιπόν τόσο διάσημο παππού είχα, που μέχρι και η μαϊμού του γύφτου τον ήξερε…